Οι αιφνιδιαστικές ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για πιο αυστηρό κλείσιμο καταστημάτων και επιχειρήσεων με στόχο το άνοιγμα όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης στις 11 Ιανουαρίου δημιουργεί πολλά ερωτηματικά, ανησυχίες, δίνει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κανένα επίσημο σχέδιο διαχείρισης της κατάστασης από την πλευρά της κυβέρνησης και απλά επιδίδεται σε επικίνδυνους πειραματισμούς με παράλληλη προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων. Η παραπάνω διαπίστωση οφείλεται σε συγκεκριμένα γεγονότα που ο καθένας παρακολουθεί να διαδραματίζονται μπροστά του.
Στις προηγούμενες 5 με 8 ημέρες μας έλεγαν ότι θα συνεδριάσει ξανά η επιτροπή των λοιμωξιολόγων στις 4 Γενάρη προκειμένου να εκτιμήσουν την κατάσταση και να εισηγηθούν πώς θα ανοίξουν τα σχολεία. Υπήρχε μάλιστα και η συνεδρίαση στις 29 Δεκεμβρίου με τη συμμετοχή της υπουργού η οποία δεν κατέληξε σε συγκεκριμένη πρόταση. Παράλληλα όλοι οι επιστήμονες τονίζουν ότι ούτε στις 4 Γενάρη θα υπάρχουν ασφαλή στοιχεία. Αρκετοί προτείνουν σταδιακό άνοιγμα των σχολείων, ελάχιστοι προτείνουν καθολικό άνοιγμα και λίγοι είναι πιο επιφυλακτικοί. Μέσα σε αυτό το τοπίο λοιπόν σήμερα με τις ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου η κυβέρνηση άδειασε πλήρως την επιστημονική επιτροπή και ουσιαστικά αποφάσισε ή μάλλον πρότεινε να ανοίξουν όλα τα σχολεία μαζί στις 11 Γενάρη. Τελικά πόσο λαμβάνεται υπόψη η θέση των ειδικών σε ένα τόσο σοβαρό θέμα; Γιατί τόση βιασύνη για την ανακοίνωση των μέτρων αιφνιδιάζοντας τους πάντες; Ποιος είναι ο στόχος; Μήπως να προκαταλάβουν την απόφαση της επιτροπής των ειδικών;
Εύλογη είναι η απορία που γεννιέται επίσης από το γεγονός ότι κλείνουν όλα τα καταστήματα για μια εβδομάδα για να ανοίξουν την επόμενη, όταν όλοι γνωρίζουμε και αυτό μας έχουν πει ότι τα αποτελέσματα των μέτρων φαίνονται μετά από δυο εβδομάδες. Τι αλήθεια κερδίζουν με αυτή την εβδομάδα; Τι είναι αυτό που ανησυχεί; Τι τους κάνει να πιστεύουν ότι μετά από μια εβδομάδα θα είναι κατάλληλες οι συνθήκες;
Ένα ακόμη στοιχείο που ενοχλεί ιδιαίτερα στους χειρισμούς και στις πολιτικές αποφάσεις που παίρνονται για το άνοιγμα ή το κλείσιμο των σχολείων κάθε φορά είναι ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου παιδείας έχει απαξιώσει πλήρως τους εκπαιδευτικούς. Αυτό φαίνεται καθώς δεν λαμβάνει υπόψη της ούτε ζητάει καν την άποψη και τη γνώμη αυτών που θα κληθούν να διαχειριστούν την κατάσταση, να εφαρμόσουν μέτρα, να διδάξουν παιδιά σε τάξεις κελιά μετά από έναν παρατεταμένο εγκλεισμό, παιδιά με ιδιαίτερες δυσκολίες, παιδιά που όλο το προηγούμενο διάστημα αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα στις οικογένειές τους λόγω έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής. Το Υπουργείο Παιδείας παρατηρώ ότι δεν κάνει καμιά προσπάθεια για τη θέσπιση ουσιαστικών μέτρων προστασίας για εκπαιδευτικούς και παιδιά εκτός του παγουρίνου και της μάσκας που πρόσφερε στην έναρξη της σχολικής χρονιάς. Θα περίμενε κανείς κάποια πιο σημαντικά βήματα όπως για παράδειγμα τη διενέργεια μερικών τεστ ή την πρόβλεψη για εμβολιασμό τουλάχιστον των εκπαιδευτικών που ανήκουν σε ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες ή και παιδιών που επίσης ανήκουν σε τέτοιες ομάδες πληθυσμού. Η κυβέρνηση όχι μόνο δε λαμβάνει καμιά μέριμνα για την ψυχολογική υποστήριξη των εφήβων που βρίσκονται φέτος στην Γ Λυκείου, το αντίθετα μάλιστα, φροντίζει να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση και να πυροδοτεί με τις αποφάσεις της το τεταμένο εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό κλίμα.
Διαβάζοντας με λίγη προσοχή τα σημερινά μέτρα για τα σχολεία διαπιστώνεις ότι αυτά αφορούν μόνο την οικονομία και το εμπόριο και όχι την εκπαίδευση, έτσι εύλογα έρχεται στο μυαλό μας η παροιμία: «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε»