Ιδού τα λόγια του Ιάγου στον ‘Οθέλλο’ του Σαίξπηρ: «Εκείνον αν υπηρετώ, υπηρετώ εμένα. Δεν με κρατούν κοντά σ’ αυτόν ή χρέος ή αγάπη, πλην μόνον οι μυστικοί σκοποί μου… Δεν είμαι εκείνος που είμαι.» (Μτφρ. Δ. Βικέλα). Στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι, ο Ιάγος είναι ακόμη πιο κυνικός και μακιαβελικός: Credo in un Dio crudel! («Πιστεύω σε έναν ανελέητο Θεό!» – λιμπρέτο Αρρίγκο Μπόιτο).
Στον ‘Οθέλλο’ όλοι οι ήρωες είναι ελεεινοί και τρισάθλιοι. Όλοι, εκτός από την Δυσδαιμόνα. Αλλά κι αυτή: τι όνομα είναι τούτο που της έδωσε ο Τζιράλντο Σίνθιο, ο συγγραφέας της νουβέλας που ενέπνευσε τον Σαίξπηρ; Δυσ-δαιμόνα. Το αμάρτημά της, κατά τον Σίνθιο, ήταν ότι, Βενετσιάνα αρχόντισσα ούσα, παντρεύτηκε Μαυριτανό, πράξη άκρως προκλητική εκείνη την εποχή στην «λευκή» Βενετία. Κι εκεί αρχίσαν όλα.
Ο Οθέλλος, τρομερός πολεμιστής στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης, είχε ένα μόνιμο «ελάττωμα»: ήταν μαύρος, Μαυριτανός. Αλλά είχε κι ένα ακόμη πιο βαθύ, πραγματικό τώρα, ελάττωμα: ως «διαφορετικός» διακατεχόταν από ένα σύμπλεγμα ανασφάλειας, μωροπιστίας και τυφλής ζήλειας έναντι της γυναίκας του (αισθήματος αυτοτροφοδοτούμενου).
Στον Ιάγο αφιερώνονται σχεδόν τετραπλάσιοι στίχοι από αυτούς του Οθέλλου. Ο Βέρντι ήθελε την όπερά του να την πει ‘Ιάγος’. (Διαφωνούσε ο Μπόιτο.) Όλοι εδώ (στο θεατρικό έργο και στην όπερα) είναι κακοί, αλλά, χωρίς το Ιάγο, αυτόν τον χωρίς αιτία υποδειγματικό πανούργο και παλιάνθρωπο της παγκόσμιας γραμματείας, δεν θα γινόταν τίποτα. Ναι, το ότι τον υποσκέλισε ο Κάσιος, ως υπαρχηγός του Οθέλλου, και το ότι είχε κάποιες υποψίες περί απιστίας της δικής του γυναίκας δεν είναι αιτίες για ένα τέτοιο υψηλής ευφυΐας σχέδιο καταστροφής τόσων ανθρώπων. Τα είχε σχεδιάσει όλα ο Ιάγος, στρέφοντας τον έναν εναντίον του άλλου, ώστε στην καταστροφή να μην εμφανίζεται αυτός ως ένοχος (μέχρι, στο τέλος του έργου, να αποκαλυφθεί το σατανικό του σχέδιο).
Λέει ο Νίτσε στο πρώτο αφοριστικό του βιβλίο, ‘Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο’: «Η ιστορία φαίνεται να δίνει τις ακόλουθες οδηγίες σχετικά με την ανάδειξη της μεγαλοφυΐας: να κακομεταχειρίζεσαι και να βασανίζεις τους ανθρώπους, εκμεταλλευόμενος τα πάθη του φθόνου, της ζήλειας, του μίσους και της αντιπαλότητας. Να οδηγείς στα άκρα τον έναν εναντίον του άλλου… Όποιος θα γνώριζε το πώς έχει δημιουργηθεί η μεγαλοφυΐα, θα ήθελε να εφαρμόσει την συνήθη διαδικασία της φύσης, θα έπρεπε δηλαδή να είναι ακριβώς τόσο κακόβουλος και αδίστακτος όσο η φύση.» (Κι ακολουθεί, πρέπει να σημειώσουμε, μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου για το μήπως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.)
Η τραγωδία είναι δράση, δράμα και λόγος περί του τελικού κορυφαίου κακού. Όμως, ενώ στην αρχαία αθηναϊκή τραγωδία, οι ήρωες είναι αρχικώς καλοί για να κάνουν στο τέλος κακό ο ένας εναντίον του άλλου, στην Ελισαβετιανή τραγωδία οι ήρωες είναι από την αρχή μέχρι το τέλος κακοί. Πρόκειται (παρά την προσθήκη χορού στην παράσταση που είδαμε προχθές) για δύο διαφορετικά είδη με υπεροχή, ως προς την σύλληψη, του πρώτου.
Ο Έλληνας Οθέλλος, Γιάννης Μπέζος, έπαιξε όπως θα τον ήθελε ο Σαίξπηρ. Πώς αλλιώς θα απέδιδε την μωροπιστία και τις λοιπές αδυναμίες χαρακτήρος, αν ο ηθοποιός δεν προερχόταν από την κωμωδία με τους ξεχωριστούς γνώριμους μορφασμούς της; Ο Έλληνας Ιάγος, Αιμίλιος Χειλάκης, εξαιρετικός Ιάγος. Ήταν μια θαυμάσια παράσταση-διδασκαλία που απόλαυσαν οι Κερκυραίοι τις μέρες αυτές.