Τι και αν έχει περάσει μισός και πάνω αιώνας, αυτή η Κυριακή “των Βαγιώνε” με μια ιδιαίτερη λιτανεία, τη μεγαλύτερη σε διαδρομή, που ακολουθεί τη νοητή γραμμή των παλαιών ενετικών τειχών της πόλης, θα μένει για πάντα αλησμόνητη.
Μια αργόσυρτη Λιτανευτική πομπή με αρκετές στάσεις για δεήσεις και παρακλήσεις, που όμως αυτή τη φορά είχε και άλλες απροσδόκητες αναγκαστικές στάσεις, ανατροπές δρομολογίου και υποχρεωτικές χρονικές αναμονές.
Στις 23 του Απρίλη ήταν τότε η ημερομηνία της Κυριακής των Βαΐων, δηλαδή τρείς μέρες, μετά τη φασιστική δικτατορία των «ελλήνων χριστιανών» κολονέλων, καραβανάδων… Ένα μουντό πρωινό έβαζε και αυτό την πένθιμη πινελιά του σε μια εποχή παθών που είχε ήδη ξεκινήσει για τη χώρα…
Πιστοί ανέβαιναν τον παραλιακό της Γαρίτσας και έπαιρναν θέση στα πεζοδρόμια του Ακταίον και απέναντι, για να παρακολουθήσουν τη Λιτανευτική πομπή. Ατελείωτη εναλλαγή εικόνων, με όλες τις φιλαρμονικές του νησιού, τα σχολεία, τους προσκόπους, τα φλάμπουρα, τα μανουάλια!
Και μετά από κάποια ώρα αναμονής, οι ήχοι της πρώτης φιλαρμονικής άρχισαν να ξεχωρίζουν και σε λίγο φάνηκαν και τα πλουμιστά κράνη τους. Η πομπή τώρα κατέβαινε από την ακαδημία προς το Ακταίο, πήρε τη στροφή κατευθυνόμενη προς τη πύλη του φρουρίου για τη δέηση…
Ξάφνου ακούστηκαν σειρήνες απ’ αυτοκίνητα της αστυνομίας, που με ταχύτητα οδηγούνταν μέσα στο παλιό φρούριο. Μουζικάντηδες, ιερές εικόνες σχολεία και παπάδες κόλλησαν στα πεζοδρόμια για να περάσουν τ’ αυτοκίνητα της ασφάλειας…
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές φορές, πότε με αυτοκίνητα της αστυνομίας και πότε της χωροφυλακής… Καμιονέτες που ούρλιαζαν κουβαλώντας στο παλιό φρούριο αριστερούς, δημοκρατικούς πολίτες, αντίθετους στο φασιστικό καθεστώς, από χωριά και προάστεια του νησιού μας…
Θρησκευτικά λάβαρα και χρυσοκέντητα άμφια, ψαλμοί και σταυροκοπήματα πιστών ανταμωμένα με σειρήνες αυτοκινήτων της «Πόλεων» και της «Βασιλικής Χωροφυλακής»… Κουδουνίσματα θυμιατών που αντάμωναν με «ήχους αλυσίδων» και με λυγμούς συγγενών και φίλων…
Μια άλλη «λιτανεία», εκείνη σιδηροδέσμιων της χούντας, πρωταγωνιστούσε πλέον εκείνη τη Κυριακή των Βαΐων της 23ης Απρίλη 1967. Μια λιτανεία αφιερωμένη στη φασιστική πανούκλα που απλώνονταν στη χώρα, όσο για πένθιμα εμβατήρια, τ’ ατελείωτα ουρλιαχτά των σειρήνων από τ’ ασφαλίτικα αυτοκίνητα… Ο κόσμος σκυφτός άρχισε να παίρνει το δρόμο της επιστροφής…
Όλο το μεγαλοβδόμαδο οι Ιούδες δεν πήραν ανάσα κουβαλώντας στο παλιό κάστρο τους εχθρούς του καθεστώτος τους και όλα αυτά με τις ευλογίες του Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου Κοτσώνη… Το παλιό Φρούριο τους χρησίμευσε ως διαμετακομιστικός τόπος των δεσμωτών, με τελικό προορισμό τους κάποια από τα ξερονήσια του Αιγαίου…
Ένα μεγαλοβδόμαδο σταύρωσης ενός κόσμου που βίαια αποχωρίζονταν αγαπημένους τους, μεταξύ αυτών και αρκετές οικογένειες που οι άνθρωποί τους σαν πολιτικοί κρατούμενοι, μόλις είχαν γυρίσει από προηγούμενες εξορίες και φυλακίσεις…
Αγκαλιές που δεν πρόλαβαν να ζεσταθούν από τη πολύχρονη παγωνιά της μοναξιάς… Μάτια παιδιών απορημένα για το ξανά χάσιμο της γονικής αγκαλιάς. Μια ορφάνια ανεξήγητη για οικογένειες που ο νέος βίαιος αποχωρισμός, τους διάλυε τα πάντα…
Έψαχνες στο μέσα σου μπερδεμένος απ’ αυτό που έβλεπες, κάτι ανάμεσα στο παράλογο και στο αφάνταστα τραγικό… Προσπαθώντας μάταια ν’ απαντήσεις σ’ ερωτήματα, έχοντας πάντα στο μυαλό σου, «Εκείνον», μέρες σταύρωσης που ήταν…
Πάνω στο σταυρό να γέρνει στα πλάγια το κεφάλι και με το ανθρώπινό «τελειώνω» να πληρώνει με τη σταύρωση, την εναντίωση του σε φαρισαίους, στους φασίστες της εποχής εκείνης…
Οι σύγχρονοί τους «Ρωμαίοι και Φαρισαίοι», τιμωρούσαν τον Απρίλη του 67, με σταύρωση εξορίας, με ημερομηνία αρχής μα όχι και τέλους, όλους εκείνους που έβαλαν σκοπό ζωής, έναν ατέλειωτο Γολγοθά, για τη πραγμάτωση αυτού που ποιητικά καλεί ο Σεφέρης: «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα…»