Χωράνε θεολογικές συζητήσεις και ερμηνείες σε μια απόφαση Δικαστηρίου για καταπάτηση νόμων, αποφάσεων και υγειονομικών διατάξεων εν μέσω πανδημίας;
Προφανώς χωράνε, αν δει κανείς το αποτέλεσμα της δίκης του Μητροπολίτη Κέρκυρας Νεκτάριου ο οποίος, μάλιστα, για την ίδια ακριβώς υπόθεση αντιμετωπίστηκε με εντελώς διαφορετικά μέτρα και σταθμά από αυτά που χρησιμοποίησε η Δικαιοσύνη για τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Κεντρικής Κέρκυρας, Δημήτρη Μεταλληνό και, ακόμα περισσότερο, για το δημοτικό υπάλληλο που έχει την αρμοδιότητα του Τελετάρχη και που ενήργησε σύμφωνα με τις εντολές των πολιτικών του προϊσταμένων (οι οποίοι και καταδικάστηκαν).
Ο λόγος βέβαια, για την υπόθεση του πανελλαδικού σάλου που είχε ξεσηκώσει η τηλεοπτική εικόνα των περισσοτέρων από 12 ιερέων, με την πρόσθεση και άλλων υπαλλήλων του Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνα, νεωκόρων, ψαλτών, πιστών, της Δημάρχου Μερόπης Υδραίου και του κ. Μεταλληνού, την Κυριακή των Βαΐων.
Και γιατί είχε ξεσηκώσει σάλο τότε η τηλεοπτική εικόνα; Διότι, εν μέσω πλήρους απαγόρευσης κυκλοφορίας, εγκλεισμού στο σπίτι όλων των Ελλήνων πολιτών, πλήρους αναστολής λειτουργίας σχεδόν όλων των εμπορικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και «φουρνέλου» στον τουρισμό, εν μέσω lock down που ακύρωσε όλες τις εκδηλώσεις του κερκυραϊκού Πάσχα, οι υπεύθυνοι της Μητρόπολης τέλεσαν εντός του ναού του Αγ. Σπυρίδωνος τη λιτάνευση του Ιερού Σκηνώματος με παρουσία 15 (κατά τους συνηγόρους υπεράσπισης), περίπου 25 σύμφωνα με την τηλεοπτική εικόνα παριστάμενων την ώρα που ο νόμος έκανε λόγο για μέγιστο αριθμό των 5.
Το Δικαστήριο δέχθηκε την ανυπαρξία δόλου, τη σύγκρουση συμφερόντων που είχε εσωτερικά ο Μητροπολίτης λόγω των θρησκευτικών του καθηκόντων όπως περιγράφονται στο άρθρο 33 του νέου Π.Κ., το επιχείρημα ότι για 400 χρόνια δεν υπήρξε ποτέ αναβολή ή ακύρωση της λιτάνευσης ή ακόμα και το επιχείρημα ότι αυτή η ίδια λιτάνευση γινόταν σε ανάμνηση του θαύματος σωτηρίας της Κέρκυρας από έναν άλλο λοιμό, αυτόν της πανώλης…
Είναι προφανές ότι τα επιχειρήματα που κατέθεσε στο Δικαστήριο η πλευρά του Μητροπολίτη μόνο αμελητέα και ανούσια δεν είναι. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς ή αν πιστεύει, η Πίστη κάθε ανθρώπου είναι όχι απλώς ιερή αλλά κάτι που ακόμα και οι «άπιστοι» θα πρέπει να προστατεύουν με κάθε τίμημα.
Η ανελλιπής ελεύθερη τέλεση και τήρηση υπεραιωνόβιων εθίμων και παραδόσεων, των θρησκευτικών τελετουργικών, η προστασία των συμβόλων της Πίστης, είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να προστατεύονται.
Αυτό όμως μπορεί να συμβεί σε κάθε περίπτωση, με κάθε συγκυρία και κατάσταση όπως, για παράδειγμα, στην εποχή της υγειονομικής βόμβας που απειλεί την κοινωνία μας; Το ερώτημα είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο και κρίσιμο για το άμεσο μέλλον.
Παρά τους αρχικούς «λεονταρισμούς» για τον εκκλησιασμό, τη Θεία Κοινωνία ή ακόμα και την είσοδο πιστών στις Εκκλησίες τις ημέρες της Μ. Εβδομάδας, λόγω της μεγάλης πίεσης τόσο από την πολιτεία όσο και από την κοινή γνώμη, η Ι. Μητρόπολη Κέρκυρας σε γενικές γραμμές συμμορφώθηκε με τις υγειονομικές διατάξεις τον Απρίλιο.
Είχε προηγηθεί, βέβαια, το κάλεσμα του Μητροπολίτη μπροστά μάλιστα στις τηλεοπτικές κάμερες και σε ζωντανή μετάδοση προς τους πιστούς, να «κοροϊδέψουν» το κράτος και, δηλώνοντας ψευδώς ότι βγαίνουν εν μέσω lock down από το σπίτι τους για άσκηση, να πάνε στις Εκκλησίες να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να κοινωνήσουν.
Ο σάλος που προκλήθηκε, ανάγκασε την εν Κέρκυρα Εκκλησία να κάνει πίσω και να ακολουθήσει τελικά τις υγειονομικές διατάξεις.
Όμως, είναι αυτή η υπόθεση (και όχι η υπόθεση της Λινατείας τ΄ Αγιού) η πραγματικά σοβαρή –για την οποία, φευ, ο κ. Νεκτάριος αθωώθηκε πλήρως και με την απόφαση και την εισαγγελική πρόταση.
Ποιο το μήνυμα που είχε δώσει ο Ιεράρχης με αυτή του την αποστροφή προς τους πιστούς και, κυρίως, τους απολύτως φανατικούς; Για αυτούς, δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει κίνδυνος, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν συνάνθρωποι παρά μόνο ό,τι πει η ηγεσία της Εκκλησίας.
Μια τόσο ανεύθυνη στάση μπορεί να ερμηνευτεί θεολογικά ή ως «σύγκρουση συμφερόντων»;
Τι αποτελέσματα μπορεί να έχει η σημερινή αθωωτική απόφαση σε μία τεράστια προσπάθεια διατήρησης των υγειονομικών στοιχείων μιας πανδημίας σε χαμηλά επίπεδα; Με το κράτος να κάνει την Άνοιξη κάτι που ποτέ στην ιστορία, ούτε σε πολέμους, ούτε σε εμφυλίους, ούτε στα πιο αυταρχικά καθεστώτα ή τις πιο μαύρες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας είχε συμβεί: να απαγορεύσει παντελώς ακόμα και την κυκλοφορία στους δρόμους και τα πεζοδρόμια και να βάζει λουκέτο σε όλες τις δραστηριότητες για σχεδόν τρεις μήνες;
Και τι μήνυμα δίνει τελικά η διπλή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου σε ενδεχόμενη μελλοντική ανυπακοή κάποιου άλλου ιεράρχη ανά την Ελλάδα, είτε για τον εκκλησιασμό, είτε για τα υγειονομικά πρωτόκολλα είτε για τη Θεία Κοινωνία, αν η πολιτεία ασπαστεί εισηγήσεις επιστημόνων και προχωρήσει σε περιορισμούς λόγω της δραματικής υγειονομικής κατάστασης;
Αν η Δικαιοσύνη θεωρεί ότι λόγω της διαφορετικής ιδιότητας ενός ιεράρχη, της εσωτερικής «σύγκρουσης συμφερόντων», των θεολογικών κανόνων, μπορεί κατά το δοκούν και σύμφωνα με τη δική του άποψη να παραβιάζει το νόμο, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι οι χώροι της ορθόδοξης λατρείας αποτελούν ένα είδος enclave που το κοσμικό κράτος δεν μπορεί να εφαρμόσει κανέναν νόμο εκεί!
Και για τους ultra ορθόδοξους: πως θα σας φαινόταν αν σε έναν χώρο μουσουλμανικής λατρείας ο ιμάμης του τζαμιού αποφάσιζε ότι εντός του χώρου δεν ισχύουν οι υγειονομικές διατάξεις και πως μπορεί κάλλιστα να γίνεται συνωστισμός χωρίς μάσκες και χωρίς προστασία; Ή οι θεολογικές ερμηνείες ισχύουν μόνο για τους Χριστιανούς και όχι για τους αλλόθρησκους;
Δεν θα πρέπει, τέλος, να περάσει απαρατήρητη η στάση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου που, για να χρησιμοποιήσουμε μία θρησκευτική παροιμία, απέφυγε «όπως ο Διάολος το Λιβάνι» να πάρει σαφή θέση στήριξης προς τον Μητροπολίτη Νεκτάριο.
Όταν μάλιστα μόλις μία ημέρα πριν τη δίκη, είχε κάθε ευκαιρία να το κάνει κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στη Λαμία όπου προχώρησε σε διάφορες δηλώσεις σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις. Ο Ιερώνυμος δεν έστειλε καν νόμιμους εκπροσώπους της Αρχιεπισκοπής να συνδράμουν το Μητροπολίτη Κέρκυρας, παρά το γεγονός ότι η δίκη μπορούσε να χαρακτηριστεί για την Εκκλησία ως ιδιαίτερα «υψηλού προφίλ» και με επιπτώσεις στο μέλλον…