Ο 35χρονος Κερκυραίος τερματοφύλακας αποχώρησε από τη Νάπολι, μετακόμισε στη Λιλ και με αυτή την αφορμή παραχώρησε μια μακροσκελέστατη συνέντευξη στο sport24 και στον Δημήτρη Σαμόλη που μίλησε για τα… πάντα όλα.
Το κείμενο και η συνέντευξη Καρνέζη στο Sport24
Σε ηλικία 35 ετών πήρε μεταγραφή στη Λιλ με το πιο ακριβό συμβόλαιο της καριέρας του. Ο Ορέστης Καρνέζης γυρίζει πίσω το χρόνο και μιλά στο Sport24.gr για όσα πέτυχε και στερήθηκε. Από τις ύβρεις και την απαξίωση στη δικαίωση. Η αξέχαστη διετία στη Νάπολι, ο εγκλεισμός στο ξενοδοχείο και η ρήξη με τη διοίκηση. Η Εθνική του Ρανιέρι και του σήμερα και η πρόθεσή του να εγκαταλείψει το χώρο του ποδοσφαίρου μετά την απόσυρση.
Ο Ορέστης Καρνέζης πέτυχε στην καριέρα του κάτι που δεν έχει κάνει άλλος Έλληνας ποδοσφαιριστής. Κατάφερε να παίξει στα τέσσερα από τα κορυφαία πέντε πρωταθλήματα της Ευρώπης. Premier League με τη Γουότφορντ, La Liga με τη Γρανάδα, Serie A με Ουντινέζε και Νάπολι και τώρα, σε ηλικία 35 ετών, πήρε μεταγραφή σε μια από τις καλύτερες ομάδες της Ligue 1, τη Λιλ, και μάλιστα έχοντας εξασφαλίσει το πιο ακριβό συμβόλαιο όλων αυτών των ετών που αγωνίζεται. Στο γαλλικό κλαμπ υπέγραψε κλειστό 3ετές συμβόλαιο, μέχρι τα 38 του χρόνια, με συνολικές αποδοχές 4,5 εκατ. ευρώ. Από το 2013 στο εξωτερικό. Από τότε που έφυγε από τον Παναθηναϊκό. Άλλοτε Νο1 της Εθνικής, βασικός στον αγώνα που παραλίγο να μας στείλει στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014 στη Βραζιλία.
Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να πιστεύει κανείς για τον Ορέστη Καρνέζη, αποτελεί κεφάλαιο για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το σπουδαίο βιογραφικό, οι 49 συμμετοχές με το εθνόσημο, η συνύπαρξη με κορυφαία ονόματα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συμπαίκτες και προπονητές. Ύστερα από 17 χρόνια καριέρας, η οποία συνεχίζεται σε κορυφαίο επίπεδο, ο 35χρονος μίλησε στο Sport24.gr χωρίς να έχει την παραμικρή ανάγκη να κρύψει πράγματα και να κρυφτεί. Μίλησε στα ίσα για το πώς έφτασε ως εδώ. Οι θυσίες που έκανε και όσα στερήθηκε για να φτάσει να ζει μια άνετη ζωή με την οικογένειά του, την οποία όμως δεν έχει χαρεί όσο ήθελε.
Η δύσκολη νύχτα της 2ας Φεβρουαρίου 2011, όταν δέχτηκε γκολ – φάουλ από τα 40 μέτρα στο 90’+8′ του προημιτελικού Κυπέλλου με την ΑΕΚ, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν ύβρεις και απαξίωση. Ένας αγώνας στον οποίο είχε κοπεί ο ορθός μηριαίος μυς του και όταν πήδηξε να μαζέψει τη μπάλα “ένιωσα βιδωμένος”. Παιχνίδι που τον ωρίμασε και έφτασε να ψηφιστεί δύο φορές ο καλύτερος παίκτης της Ουντινέζε στη Serie A. Και μετά τα δύο χρόνια στη Νάπολι. Το Κύπελλο, η κόντρα παικτών – διοίκησης, τα πανό που κρεμούσαν κατά των ποδοσφαιριστών οι οπαδοί και ο εγκλεισμός στο ξενοδοχείο, το ritiro, που είναι “ξεπερασμένη στρατηγική και ψυχοφθόρα”.
Μετά από επτά χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στο εξωτερικό και βλέποντας τα πράγματα με πιο ώριμη ματιά, ο Καρνέζης μιλά για μια Ελλάδα την οποία αγαπάει, η οποία όμως στο ανθρώπινο κομμάτι “είναι κρεατομηχανή. Περιμένουμε να ισοπεδώσουμε και να τελειώσουμε αυτόν που κάνει λάθος. Περιμένουμε στη γωνία για να τον σουβλίσουμε”. Ανέφερε πώς μπορεί να πάει μπροστά το ποδόσφαιρο στη χώρα μας και γιατί θεωρεί ότι δύσκολα θα συνεχίσει στο χώρο μετά το τέλος της καριέρας του. Η εξήγηση για την παταγώδη αποτυχία της Εθνικής του Κλάουντιο Ρανιέρι και η άποψη για τη νυν ομάδα του Φαν Σιπ.
-Ισπανία, Ιταλία και Αγγλία, τώρα στη Γαλλία. Και μάλιστα με μεγαλύτερο συμβόλαιο από το προηγούμενο σε ηλικία 35 ετών! Ενδεχομένως το μεγαλύτερο της καριέρας σου; Πώς το πέτυχες; Πώς ήρθε αυτή η μεταγραφή;
“Με ενημέρωσαν από τη Νάπολι. Με πήρε τηλέφωνο ο Τζουντόλι, εμένα και τον μάνατζέρ μου. Με ενημέρωσε ότι υπάρχει ενδιαφέρον από γαλλική ομάδα. Μαζευτήκαμε και μιλήσαμε για τις λεπτομέρειες. Τα βάλαμε κάτω και είδα πως ήταν πρόκληση για εμένα. Μετά από μερικές μέρες με πήρε τηλέφωνο ο Λουίς Κάμπος, ο τεχνικός διευθυντής της Λιλ. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα στο τηλέφωνο. Μου εξήγησε το πρότζεκτ τους, το πλάνο τους, το τί θέλουν από εμένα. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους”.
– Τελικά ήσουν στα έμψυχα ανταλλάγματα της μεταγραφής του Όσιμεν ή όχι;
“Δεν μπορώ να το ξέρω. Με κάλεσε ο τεχνικός διευθυντής, ο Τζουντόλι, ένας άνθρωπος που εκτιμώ πολύ και που παίζει καταλυτικό ρόλο στην καλή λειτουργία της ομάδας, και μου έκαναν συγκεκριμένη πρόταση, μου εξήγησαν το πλάνο. Ήθελαν έναν έμπειρο τερματοφύλακα και είχα το προφίλ που ήθελαν. Μιλήσαμε και με έπεισαν να πάω”.
– Από το 2018 στη Νάπολι. Μια διετία. Περιέγραψέ μου τη ζωή στην ιταλική πόλη. Τι γεύση σου άφησε; Τι ήταν αυτό που σε εντυπωσίασε και θα έχεις να το θυμάσαι;
“Πολύ μεγάλη εμπειρία. Ομάδα με μεγάλη δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή που έπαιξα εκεί και ήμουν μέλος της. Το να ζήσεις σε αυτή την πόλη είναι πολύ ιδιαίτερο. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το πάθος που έχει ο κόσμος για την πόλη και την ομάδα. Μια ζωντανή πόλη. Αντιμετωπίζουν τους ποδοσφαιριστές ως κάτι πολύ ξεχωριστό. Δέχεσαι υπερβολική αγάπη όταν είσαι ποδοσφαιριστής και αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνάς εύκολα”.
– Γνωρίζουμε ότι η Νάπολι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα. Οι αναμνήσεις από τη θητεία του Μαραντόνα δεν σβήνουν έτσι;
“Ο Μαραντόνα έμεινε στη Νάπολι σε μια περίοδο που κατέκτησε πρωτάθλημα, έπαιξε μαζί της στην Ευρώπη, έγραψε ιστορία. Άφησε το στίγμα του ξεκάθαρα. Γενιές και γενιές τον έχουν σαν Θεό. Βαπτίζουν τα παιδιά τους και τους δίνουν το όνομα Ντιέγκο. Δεν θα φύγει ποτέ από μέσα τους”.
– Εκτός από επιτυχίες, είχατε και δύσκολες στιγμές. Οι οπαδοί κρεμούσαν πανό κατά των παικτών στους δρόμους. Ρήξη με τον ιδιοκτήτη που ζήτησε να μείνετε στο ξενοδοχείο για μερικές μέρες μετά από αποτυχημένα αποτελέσματα. Πώς ήταν εκείνο το διάστημα; Τι θυμάσαι;
“Ήταν δύσκολη περίοδος. Όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο . Ήταν συνεχόμενα παιχνίδια. Είναι λογικό κάποιες φορές μέσα στη χρονιά να κάνουν κοιλιά οι ομάδες. Στη δική μας περίπτωση, μας έτυχαν μαζεμένα αρνητικά αποτελέσματα. Υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, συνηθίζεται στην Ιταλία να κλείνουν τις ομάδες σε ξενοδοχείο όλη την εβδομάδα. Το κάνουν για να υπάρχει συγκέντρωση και να μπορούν οι ποδοσφαιριστές να αποδώσουν. Αυτός ο εγκλεισμός δεν αρέσει σε κανένα γι’ αυτό και κανείς από εμάς τους ποδοσφαιριστές δεν συμφώνησε με κάτι τέτοιο. Αποφασίσαμε να μην κάνουμε δεκτό το αίτημα της διοίκησης και έτσι ξεκίνησε η κρίση.
Ο προπονητής (Κάρλο Αντσελότι) ήταν στη μέση και μετά από λίγο καιρό αποχώρησε για να έρθει ο Γκατούζο. Χρειαζόμασταν χρόνο με τη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, ώστε να ανατραπεί το κακό κλίμα και να ξαναβρεί η ομάδα το δρόμο της. Μέχρι τέλους το παλέψαμε και καταφέραμε να πάρουμε το Κύπελλο. Αυτό απάλυνε την κακή κατάσταση του παρελθόντος”.
– Τι άνθρωπος είναι ο Αουρέλιο Ντε Λαουρέντις, ιδιοκτήτης της Νάπολι;
“Αγόρασε τη Νάπολι πριν από πολλά χρόνια, όταν η ομάδα δεν ήταν καλά. Την ξεχρέωσε, την τακτοποίησε οικονομικά και τη μεγάλωσε. Προχώρησε σε επενδύσεις, έφερε προπονητές και παίκτες, η ομάδα έπαιξε ελκυστικό ποδόσφαιρο και έφτασε κοντά στην κατάκτηση πρωταθλήματος. Έφτιαξε προπονητικό κέντρο και γενικά με αυτόν η Νάπολι έκανε βήματα μπροστά”.
– Τον βλέπατε συχνά; Ερχόταν στις προπονήσεις;
“Όχι, δεν τον βλέπαμε συχνά. Συνήθως στους αγώνες”.
– Πώς σε αντιμετώπισαν στη Νάπολι αυτά τα δύο χρόνια;
“Όλοι μου φέρθηκαν εξαιρετικά. Όλη η ομάδα. Και τους ευχαριστώ πολύ. Πήγα στη Νάπολι γιατί εκεί βρισκόταν ο Νίστα, ο προπονητής τερματοφυλάκων με τον οποίο συνεργάστηκα στην Ουντινέζε. Ήμουν τότε στην Αγγλία. Μου εξήγησαν το πλάνο. Ήθελαν να ποντάρουν στον Μερέτ και σε έναν ακόμη πιο έμπειρο τερματοφύλακα. Ο Μερέτ δεν είχε εμπειρία, αλλά ήταν μεγάλο κεφάλαιο. Αυτός ήταν ο λόγος που υπέγραψα στη Νάπολι. Δυστυχώς μετά από μερικές προπονήσεις ο Μερέτ έσπασε το χέρι του και έπρεπε να αποκτηθεί ένας ακόμα τερματοφύλακας. Πήραμε τον Οσπίνα ευτυχώς.
Και λέω ευτυχώς γιατί δεν ήταν εύκολο να βρεις καλό τερματοφύλακα και καλό παιδί την τελευταία στιγμή των μεταγραφών. Την πρώτη σεζόν μοιραστήκαμε τα παιχνίδια. Η θέση του γκολκίπερ είναι ιδιαίτερη βέβαια. Δεν είναι εύκολο να αλλάζεις, ο τερματοφύλακας πρέπει να ξέρει αν παίζει ή όχι. Βοηθάει στο να υπάρχει ηρεμία. Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να ευχαριστήσω και τον άλλο προπονητή τερματοφυλάκων, Ρομπέρτο Περόνε που ήταν πάντα εκεί για να βοηθήσει και να είμαι έτοιμος όποτε χρειαστεί”.
– Θυμάσαι να μου πεις κάποιο ιδιαίτερο περιστατικό από προπόνηση ή αγώνα της Νάπολι που δεν ξεχάσεις;
“Όταν υπήρχε ανοικτή προπόνηση, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κόσμος ερχόταν. Έβλεπες την τεράστια χαρά τους. Είναι κάτι μοναδικό. Δεν μπορείς να κάνεις βόλτα στην πόλη από τη χαρά και την αποθέωση που λαμβάνεις από τον κόσμο”.
– Με τον Μανωλά κάνατε παρέα στη Νάπολη;
“Ναι αμέ. Βρισκόμασταν όποτε μπορούσαμε, όταν δεν είχαμε βαρύ πρόγραμμα”.
– Έχοντας συνεργαστεί με τον Αντσελότι και τον Γκατούζο, τι θα έλεγες για τον καθένα ως άνθρωπο και ως προπονητή;
“Μεγάλη εμπειρία ο Αντσελότι. Είναι ήρεμος, χαλαρός. Βρίσκεται κοντά στον ποδοσφαιριστή όταν έχει πρόβλημα. Ένας κύριος. Ο Γκατούζο είναι πολύ καλός προπονητής, μελετημένος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Μιλήσαμε πολλές φορές και πολύ ωραία. Και τον ευχαριστώ για τη συμπεριφορά του απέναντί μου. Είμαι βέβαιος ότι θα πετύχει μεγάλα πράγματα στο μέλλον”.
– Φεύγεις από την Ιταλία με 119 συμμετοχές. Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή σου σε Ουντινέζε και Νάπολι;
“Η κατάκτηση του Κυπέλλου με τη Νάπολι και με την Ουντινέζε οι δύο σεζόν στις οποίες αναδείχθηκαν ο καλύτερος παίκτης. Το Ούντινε το έχω στην καρδιά μου, πολύ καλή και οργανωμένη ομάδα, δεν μας έλειπε ποτέ τίποτα, η οικογένεια Πότσο ήταν εκεί για μας. Ήταν μεγάλη η χαρά μου και νιώθω υπερήφανος γι’ αυτά που πέτυχα σε ένα τόσο απαιτητικό πρωτάθλημα.
Η χειρότερη στιγμή ήταν κάθε φορά που έπρεπε να μπούμε στο ξενοδοχείο. Αυτό που αποκαλείται ritiro. Είναι μια νοοτροπία που δύσκολα αλλάζει στην Ιταλία. Είσαι 1-2 εβδομάδες κλεισμένος, εκτός πόλης και η οικογένεια είναι μόνη στο σπίτι. Είναι ψυχοφθόρο αυτό. Οι διοικήσεις των ομάδων στην Ιταλία το κάνουν ως μέτρο πίεσης προς τους ποδοσφαιριστές για να είναι πιο συγκεντρωμένοι και να είναι αφοσιωμένοι στην ομάδα. Για να φέρουν αποτελέσματα και να επανέλθει η ομάδα σε μια ήρεμη καθημερινότητα. Είναι μια στρατηγική πεπερασμένη, αλλά την υποστήκαμε. Μερικές φορές φέρνει αποτελέσματα, άλλες όμως όχι”.
– Έλληνας γκολκίπερ ο οποίος θα έχει παίξει στα τέσσερα από τα πέντε κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης. Ευλογία; Πίστευες ποτέ ότι θα καταφέρεις κάτι τέτοιο όταν ήσουν παιδί; Έκανες θυσίες για να φτάσεις μέχρι εδώ; Στερήθηκες πράγματα;
“Όντως είναι κάτι μοναδικό. Δεν το πίστευα ποτέ ότι θα έφτανα να παίξω σε μεγάλα πρωταθλήματα, στην Εθνική, σε Μουντιάλ. Είναι πράγματα που όταν ήμουν μικρός δεν περίμενα πως θα καταφέρω. Ο δρόμος δεν ήταν βέβαια εύκολος, αλλά η θέληση, η συνέπεια, ο επαγγελματισμός, η δουλειά που έκανα και οι επιλογές μου, ήταν όλα αυτά που με βοήθησαν στην καριέρα μου. Και φυσικά θυσίες, ναι. Το να κάνεις Πρωτοχρονιά μόνος σου στο ξενοδοχείο, να μην κάνεις Χριστούγεννα και Πάσχα με παρέα όταν οι φίλοι σου είναι όλοι μαζί με τις οικογένειές τους, είναι πράγματα που στερείσαι. Όταν αποχωρίζεσαι 2-3 μήνες την οικογένειά σου, όταν γεννιούνται τα παιδιά σου και δεν είσαι εκεί… Είναι επιλογές, αλλά εγώ χαίρομαι για όλα αυτά που κατάφερα”.
– Πάντα ποδοσφαιριστής ήθελες να γίνεις ή πιο μικρός είχες άλλο στο μυαλό σου;
“Για να είμαι ειλικρινής, με το διάβασμα και το σχολείο δεν ήμουν συνεπής. Το σώμα μου ήταν στο σχολείο, αλλά το μυαλό στο γήπεδο. Λίγο πολύ έτσι ήταν τα πράγματα όταν ήμουν μικρός. Σκεφτόμουν μόνο το πώς θα πάω να παίξω. Το πότε θα μαζευτούμε. Πλέον, δεν ξέρω αν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Βέβαια η επιτυχία είναι και θέμα τύχης. Πολλά παιδιά έχουν το ίδιο όνειρο, αλλά το μέλλον δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει. Ένας τραυματισμός, μια λανθασμένη επιλογή είναι ικανά να καταστρέψουν ό,τι έχεις χτίσει.
Δεν μιλάμε για ένα σπριντ 100 μέτρων, αλλά για έναν μαραθώνιο. Απαιτούνται πολλά χρόνια προσοχής. Χρειάζεται ένας ποδοσφαιριστής να προσέξει τη διατροφή του, τη ζωή του. Μπορεί τη μία σεζόν να τα πάει καταπληκτικά, την άλλη όχι. Χρειάζεται ψυχική δύναμη και ισορροπία και σίγουρα ανθρώπους να σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Είναι πρόβλημα αυτό στις μέρες μας και ειδικά στους νέους με τα social media. Η προβολή είναι μεγάλη και αν δεν υπάρχουν σωστές βάσεις, η λάμψη και η προβολή μπορεί να σου γυρίσει μπούμερανγκ.
– Οι γονείς σου ήθελαν να γίνει ποδοσφαιριστής ή είχαν άλλα σχέδια για σένα;
“Ήμουν τυχερός γιατί οι γονείς μου δεν ήταν κολλημένοι. Είναι έξυπνοι και προχωρημένοι άνθρωποι. Δεν μου έλεγαν τι να κάνω και πώς να το κάνω, ούτε προσπαθούσαν να μου επιβληθούν. Μου άφησαν ελευθερία και έκανα πράγματα που μου άρεσαν. Από ένα σημείο και μετά κατάλαβα πόσο μου άρεσε το ποδόσφαιρο και έδινα όλο μου το είναι. Μόλις προέκυψε η πρώτη πρόταση ενώ ήμουν στην Κέρκυρα, από τον ΟΦΗ, δεν μου στέρησαν το μέλλον μου. Είδαν ότι ήμουν αποφασισμένος και πάντα με στήριζαν”.
– Η καριέρα σου πέρα από επιτυχίες είχε και πολλά εμπόδια. Όπως εκείνη η νύχτα με την ΑΕΚ. Το γκολ από τα 40 μέτρα. Πώς μπορεί ένας 25χρονος να σηκώσει τέτοιο βάρος στην ποδοσφαιρική Ελλάδα;
“Δεν ήταν εύκολη περίοδος. Ήμουν νέος τερματοφύλακας για τα δεδομένα της Ελλάδας, χωρίς εμπειρίες και παιχνίδια. Είχα ανάγκη από παραστάσεις. Δυστυχώς ήταν κακή συγκυρία σε κακό τάιμινγκ. Δέχτηκα εκείνο το γκολ στα τελευταία λεπτά. Ήταν δύσκολο να διαχειριστώ μια τέτοια κατάσταση. Μιλάμε για την Ελλάδα των άκρων. Η Ελλάδα είναι κρεατομηχανή στο ανθρώπινο κομμάτι. Περιμένουμε να ισοπεδώσουμε και να τελειώσουμε αυτόν που κάνει λάθος. Περιμένουμε στη γωνία για να τον σουβλίσουμε. Ευτυχώς είχα δίπλα μου και με στήριζαν την οικογένειά μου και τον μάνατζέρ μου Βασίλη Παναγιωτάκη, τον άνθρωπο που είναι πάντα εκεί για μένα . Αυτό το παιχνίδι, εκείνο το γκολ ήταν μεγάλο μάθημα για το πώς θα αντιμετωπίσω τα ΜΜΕ και τον κόσμο. Ήταν κάτι που με ωρίμασε αρκετά”.
– Είναι αλήθεια πως σε εκείνο το παιχνίδι Κυπέλλου έπαιζες τραυματίας;
“Η ΑΕΚ μας πίεζε στα τελευταία λεπτά κι εμείς παίζαμε με εννέα παίκτες. Δεν είχαμε δικαίωμα για άλλες αλλαγές. Έκανα ένα ελεύθερο και ένιωσα ένα σκίσιμο στον τετρακέφαλο. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι δεν είχαμε άλλη αλλαγή, παίζαμε με δύο παίκτες λιγότερους και είπα μέσα μου: «Άντε, ένα λεπτό έμεινε ακόμα». Είπα πως θα το κρατήσουμε. Ήθελα να αντέξω και να μην πέσω κάτι γιατί θα έδινε ο διαιτητής κι άλλες καθυστερήσεις.
Τελικά δέχτηκα αυτό το γκολ από μακρινή απόσταση. Όταν πήγα να σηκωθώ στον αέρα για να πιάσω τη μπάλα, ένιωσα βιδωμένος. Δεν είχα δύναμη. Ο ορθός μηριαίος μυς είχε κοπεί. Είχα θλάση στο δεξί πόδι. Ήταν σοβαρή η ζημιά, αφού φαντάσου ότι έμεινα 4-5 μήνες εκτός δράσης μετά από εκείνο το βράδυ. Θέλω να πω ότι ο τραυματισμός μου δεν είναι δικαιολογία. Δεν εκτίμησα καλά τη φάση, θα μπορούσα να αντιδράσω καλύτερα”.
– Ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα και ποδοσφαιριστής στο εξωτερικό. Ποιο είναι το σχόλιό σου;
“Η μέρα με τη νύχτα. Για την Ελλάδα δεν θέλω να μιλάω άσχημα και πάντα υποστηρίζω την πατρίδα μου. Την αγαπώ. Αλλά να είμαστε ειλικρινείς. Στο εξωτερικό υπάρχει σεβασμός στον αθλητή, η προσέγγιση του αθλήματος είναι διαφορετική. Οι συνθήκες εργασίες διαφορετικές. Όλα αυτά στην Ελλάδα είναι τόσο διαφορετικά”.
– Ποιος ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής με τον οποίο συνυπήρξες και ποιος ήταν ο αντίπαλος που “φοβήθηκες” περισσότερο στην καριέρα σου;
“Είχα πολλούς καλούς συμπαίκτες, μέσω των οποίων βελτιώθηκα ως παίκτης αλλά και ως χαρακτήρας. Ακόμα και τώρα παίρνω πράγματα από συμπαίκτες πολύ μικρότερης ηλικίας. Το καλύτερο γκρουπ το συνάντησα στη Νάπολι. Παίκτες όπως οι Κουλιμπαλί, Μέρτενς, Ινσίνιε, Καγιεχόν, αλλά και ο Ντι Νατάλε στην Ουντινέζε. Εξαιρετικοί όλοι.
Φόβο δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα ποτέ. Αντιμετώπισα βέβαια ποδοσφαιριστές υψηλού επιπέδου. Όταν ερχόταν η ώρα να τους αντιμετωπίσω, ήθελα να είμαι στην καλύτερη κατάσταση, γιατί δεν συγχωρούσαν το λάθος”.
– Υπήρξε κάποιος συμπαίκτης ή προπονητής που δυσκολεύτηκες πολύ να συνυπάρξεις; Αν ναι για ποιο λόγο;
“Με συμπαίκτη όχι, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ούτε τσακώθηκα ούτε δεν μπορούσα να συνυπάρξω. Είμαι ήρεμος χαρακτήρας. Η μία και μοναδική φορά που ήμουν πιο έντονος, ήταν στον Παναθηναϊκό με προπονητή τον Φάμπρι. Ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Δεν βοήθησε. Ήθελε κάτι άλλο η ομάδα από αυτόν. Αντί να έρθει για να βοηθήσει, τα έκανε όλα χειρότερα”.
– Ποια ήταν τα πιο ωραία και τα πιο άσχημα λόγια που άκουσες ποτέ κατά τη διάρκεια της καριέρας σου από συμπαίκτη, προπονητή ή αντίπαλο;
“Έχω ακούσει πολλά ωραία λόγια και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Όπως από τον Νίστα, ο οποίος έχει δουλέψει σε Γιουβέντους, Ίντερ, Νάπολι και Ουντινέζε. Όμορφα λόγια από τον Στάνκοβιτς, Επίσης, όταν ο Ντίνο Τζοφ μιλάει τόσο ωραία για εμένα, είναι μεγάλη τιμή. Όταν φεύγω από τη Νάπολι και το Ούντινε και μου λένε ότι πάντα θα έχω ένα σπίτι να με φιλοξενήσει και πως οι πόρτες είναι ανοικτές, είναι συγκινητικά λόγια. Είναι μετάλλιο για εμένα να με αναγνωρίζουν σε χώρες του εξωτερικού, να περπατάω στο δρόμο και να μου δείχνουν σεβασμό και αγάπη.
Άσχημα λόγια άκουσα εκείνο το διάστημα στον Παναθηναϊκό. Απαξίωση, αρνητισμός, βωμολοχίες, κακή αντιμετώπιση, ανισορροπία. Ήταν έντονη περίοδος. Παρότι ήταν κάτι που δεν μου άρεσε, δεν με επηρέασε δραματικά. Ξέρω ποιος είμαι. Εγώ είμαι ο πρώτος που ξέρω πότε τα πηγαίνω καλά και πότε όχι”.
– Συνεργάστηκες με αρκετούς προπονητές όλα αυτά τα χρόνια. Αντιλαμβάνομαι πως από όλους κάτι πήρες. Αν σου ζητούσα όμως να διαλέξεις αυτόν που σε εντυπωσίασε περισσότερο ποιος ήταν και γιατί;
“Είχα αξιόλογους προπονητές. Ο Πεσέιρο, ο Ζεσουάλδο Φερέιρα, ο Φερνάντο Σάντος, ο Νίστα, ο Γκατούζο, ο Αντσελότι. Συναισθηματικά είμαι όμως δεμένος με τον Γιάννη Πετράκη, γιατί αυτός με πήρε στον ΟΦΗ, από όπου ξεκίνησαν όλα”.
– Τη νέα γενιά Ελλήνων τερματοφυλάκων πώς τη βλέπεις; Υπάρχει ταλέντο; Ποιος θεωρείς πως είναι ο καλύτερος κίπερ της χώρας μας;
“Ταλέντο υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει. Το θέμα είναι το τι θέλει κάθε παιδί και πόσο να εξελιχθεί στη ζωή του. Τα παιδιά που εκπροσωπούν τώρα τη χώρα δικαίως βρίσκονται εκεί. Είναι αξιόλογοι. Στο χέρι τους είναι πόσο θα εξελιχθούν και τι θέλουν να πετύχουν”.
– Ποια είναι η άποψή σου για την Εθνική του Φαν Σιπ; Συμφωνείς με την διαρκή κλήση νέων παικτών ή είσαι από αυτούς που θεωρούν πως μόνο 2-3 καλά παιχνίδια δεν αρκούν για κλήση στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα;
“Η Εθνική είχε πάντα επιτυχίες όταν υπήρχε κορμός, όταν πάνω κάτω όλοι γνώριζαν ποιος είναι ο ρόλος τους. Αυτό πιστεύω. Στην Εθνική πρέπει να έχεις κορμό. Να κρίνει φυσικά ο προπονητής ποιος πρέπει να είναι αυτός ο κορμός. Δεν μπορείς να χάνεις τη θέση σου στην Εθνική επειδή δεν αγωνίστηκες για 1-2 Κυριακές ή να καλείσαι επειδή έκανες ένα καλό ματς. Αυτά δεν πάνε μαζί. Αφού αποφασίστηκε να γίνουν αυτές οι αλλαγές, πρέπει η Εθνική να φτιάξει έναν νέο κορμό. Καλό είναι που έκανε αρκετές κλήσεις ο νέος προπονητής για να δοκιμάσει και να αποφασίσει με ποιους θα πορευτεί”.
– Ήσουν στην Εθνική με προπονητή τον Ρανιέρι, όταν η μία ήττα διαδεχόταν την άλλη, με ομάδες όπως τα Νησιά Φερόε. Αφού έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε και με πιο καθαρό μυαλό, τι θεωρείς πως έφταιξε;
“Ήταν συνδυασμός πραγμάτων. Η ομάδα ήταν άδεια ψυχολογικά μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας. Η ζωή του ποδοσφαιριστή δεν είναι εύκολη. Όταν έχεις γεμάτες σεζόν, για παράδειγμα, και δεν κάνεις καθόλου διακοπές, όταν δεν έχεις καθόλου χρόνο για ξεκούραση… Στη Βραζιλία οι συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Κάθε ταξίδι ήταν δύο και τρεις ώρες, ανά μία και δύο ημέρες. Ο κόσμος φυσικά δεν τα γνωρίζει αυτά και δεν τον ενδιαφέρει κιόλας.
Όταν λοιπόν κάνεις δέκα μέρες διακοπές και μετά πρέπει σε ένα δεκαπενθήμερο να δώσεις αγώνα και μάλιστα χωρίς θεατές, οι συνθήκες δεν ευνοούν καθόλου. Όταν ξεκινάς με αρνητικό αποτέλεσμα και συνεχίσεις έτσι, μετά είναι δύσκολο να σηκώσεις κεφάλι. Όταν έχεις βγει από τον στόχο, στα επόμενα πρέπει να βρεις κίνητρο για να συνεχίσεις. Οι παίκτες δεν ήμασταν σε καλή φυσική κατάσταση. Προφανώς και ο προπονητής δεν έκανε κάποιες καλές επιλογές, ίσως να μην τις σκέφτηκε καλά. Φτάσαμε λοιπόν να κάνουμε απανωτές ήττες”.
– Πώς σκέφτεσαι το μέλλον σου μετά το ποδόσφαιρο; Θα ήθελες να παραμείνεις στο χώρο; Ελλάδα ή εξωτερικό;
“Προς το παρόν δεν σκέφτομαι τη ζωή μετά την απόσυρση. Δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα για το μετά. Δεν μπορώ να σου απαντήσω αν μείνω στο χώρο. Ίσως να μην το θέλω. Ταξίδια, αεροπλάνα, να χάνεις τα γενέθλια των παιδιών σου… Δεν θα ήθελα να συνεχιστεί αυτό. Θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο με τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου. Όπως εκείνοι κλείνονταν μέσα μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια, επειδή αυτή είναι η φύση της δουλειάς μου, έτσι θα θέλω να τους ανταποδώσω τις καλύτερες συνθήκες όταν σταματήσω το ποδόσφαιρο”.
– Το ελληνικό ποδόσφαιρο τι πρέπει να κάνει για να πάει μπροστά; Διότι κάθε φορά βήματα προς τα πίσω κάνει…
“Όταν φτιάξει η χώρα σε κοινωνικό επίπεδο. Όταν βελτιωθεί η παιδεία και η δημόσια διοίκηση. Όταν βελτιωθεί η κοινωνία, θα βελτιωθεί και το ποδόσφαιρο”.
– Θα σε ενδιέφερε κάποια στιγμή να υπηρετήσεις το ποδόσφαιρο από κάποιο πόστο; Από τη θέση του προέδρου της ΕΠΟ για παράδειγμα.
“Δεν νομίζω, δεν είναι κάτι το έχω στο μυαλό μου”.
– Μετά τον Παναθηναϊκό βρέθηκες ποτέ κοντά σε επιστροφή σε ελληνική ομάδα; Ή είχες πρόταση για να επιστρέψεις; Αν ναι πότε και από ποια ομάδα;
“Δεν βρέθηκα ποτέ, γιατί δεν με ενδιέφερε κιόλας. Δεν το ήθελα. Ήμουν αποφασισμένος να φύγω για το εξωτερικό. Μακάρι να μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Πάντα θα υποστηρίζω την Ελλάδα, εδώ θα γυρίσω, αλλά να τα λέμε τα πράγματα ως έχουν. Χαίρομαι που έπαιξα στον Παναθηναϊκό και ήταν τιμή μου, αλλά ήμουν αποφασισμένος να φύγω για το εξωτερικό”