Ο Σωτήρης Τσιόδρας είναι, πανθομολογουμένως, ένας σεβαστός και ικανός επιστήμονας. Μέχρι στιγμής, η τοποθέτησή του στη θέση του επικεφαλής της επιτροπής λοιμοξιολόγων έχει στεφθεί με επιτυχία, παρά τις όποιες διαφωνίες, αντιρρήσεις ή ερωτηματικά για δευτερεύοντα (ή όχι και τόσο δευτερεύοντα) σημεία των αποφάσεων της επιτροπής.
Σε αντίθεση με αρκετές άλλες χώρες (όλες έχουν αντίστοιχη επιτροπή), στην Ελλάδα έχει επιλεγεί το πρόσωπό του να είναι το μοναδικό που οι Έλληνες βλέπουν και ακούνε καθημερινά στην «ωραία εκπομπή» που είπε και η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Φευ, ο κ. Τσιόδιας ίσως παρασύρεται από την δημοσιότητα αλλά και την πίεση της θέσης και δείχνει να παρεξηγεί ολοένα και περισσότερο το ρόλο του, πέραν των επιστημονικών ανακοινώσεων, αφού προχωρά σε μη χρειαζούμενες για ιατρικό εκπρόσωπο της επιτροπής αντιμετώπισης του Covid-19 ενέργειες. Προχωρά πλέον σε κοινωνιολογικές και ηθικοπλαστικές δηλώσεις, προσωπικές εξομολογήσεις και αγωνίες αλλά και επίθεση σε δημοσιογράφους, πολιτικούς, πολίτες, ακόμα και συναδέλφους του επιστήμονες που επιχειρούν να αρθρώσουν ένα λόγο, που ζητούν απαντήσεις σε εύλογα ερωτήματα και απορίες που έχουν δημιουργηθεί, που επισημαίνουν τις αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτει συχνά – πυκνά.
Τελευταίο ατόπημα –και από τα πλέον σοβαρά- η επίθεση που εξαπέλυσε σε «κάποιους» (πρώτο φάουλ: όταν εξαπολύεις επίθεση σε «κάποιους», πρέπει να έχεις την ελάχιστη ευθύνη τουλάχιστον να τους κατονομάσεις) επειδή ασκούν κριτική ή εκφράζουν ερωτηματικά για τα «μπρος – πίσω» και για τα «είπα – ξείπα» που ακούγονται από την επιτροπή. Από το κλείσιμο και το άνοιγμα των σχολείων, μέχρι το αν οι μάσκες είναι επικίνδυνες για τον απλό πληθυσμό ή απαραίτητες σε σημείο επιβολής προστίμων!
Μάλιστα, χαρακτήρισε όλους -προφανώς, πλην εαυτόν- ως εκφράζοντες «ψευδοεπιστημονικές» (sic) απόψεις. Τι υπονοεί; Ότι ο ίδιος και η επιτροπή του έχουν το Αλάθητο και πως μπορούν ακόμα και να έρχονται σε αντίθεση με τις οδηγίες του Π.Ο.Υ. χωρίς να επιτρέπεται ούτε ψήγμα κριτικής ή αμφισβήτησης;
Άλλωστε, και ο ίδιος παραδέχεται ότι τα επιστημονικά δεδομένα είναι λίγα και πρώιμα, ότι αλλάζουν συνεχώς, ότι άλλες συνθήκες επικρατούν σε μία χρονική στιγμή και άλλες σε μία άλλη. Μα, αν συμβαίνουν αυτά, τότε θα έπρεπε όχι να απορρίπτει αλλά να επιζητά το δημόσιο διάλογο και την αμφισβήτηση και να απαντά επί της ουσίας στην όποια κριτική δέχεται. Ας μην ξεχνά ότι οι αποφάσεις για την πολιτική δεν είναι δικές του αλλά της πολιτικής ηγεσίας που πρέπει να πάρει και την τελική ευθύνη σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα αλλά και όλες τις απόψεις. Ή όχι;
Ο κ. Τσιόδρας έχει παρανοήσει μάλλον τα όρια του ρόλου του. Δεν είναι τοποθετημένος εκεί για να «κουνά» το δάκτυλο σε πολίτες, επιστήμονες, δημοσιογράφους ή πολιτικούς, όποια και αν είναι η κριτική ή οι ερωτήσεις που απευθύνονται.
Δεν είναι εκεί για να εκφράζει την ενόχλησή του για ερωτήσεις που του απευθύνονται από ορισμένους δημοσιογράφους στην καθημερινή συνέντευξη Τύπου, ούτε για να διεκδικεί ο ίδιος και οι συνεργάτες του να βρίσκονται στο απυρόβλητο.
Η ελληνική κοινωνία (ευτυχώς) δεν έχει πληρώσει ακριβά στο υγειονομικό κομμάτι την πανδημία (όπως, βέβαια, και όλη η γεωγραφική ζώνη πάνω από τη χώρα μας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη που επίσης έχουν ελάχιστα θύματα αναλογικά με τον πληθυσμό τους), κάτι στο οποίο τα εύσημα θα πρέπει να τα πάρει η ίδια που πειθάρχησε στις εντολές που δέχθηκε σε συντριπτικό βαθμό.
Ωστόσο, κινδυνεύει να πληρώσει πολύ ακριβά τα απόνερα της υγειονομικής κρίσης που έχουν να κάνουν με το κοινωνικό και το οικονομικό κομμάτι.
Και αυτό θα πρέπει να αυξάνει το αίσθημα σεβασμού σε κάθε αντίθετη άποψη, κριτική και αμφισβήτηση, ακόμα και αν έχει υπερβολικό χαρακτήρα.
Κριτική ασκείται στον υφυπουργό Νίκο Χαρδαλιά, ότι «κουνά το δάκτυλο» στους πολίτες και έχει αναλάβει το ρόλο του «κακού» και «σκληρού». Η διαφορά με τον Σ. Τσιόδρα είναι ότι ο κ. Χαρδαλιάς είναι πολιτικός, θα κριθεί στο πεδίο της αποδοχής της συμπεριφοράς του ή όχι από τους πολίτες και, σε κάθε περίπτωση, η όλη του συμπεριφορά και εργασία χρεώνεται απευθείας στην κυβέρνηση, είτε θετικά είτε αρνητικά. Άρα, έχει κάθε δικαίωμα να ασκήσει πολιτική με τον τρόπο που πιστεύει και θα κριθεί για αυτό.
Όμως, ο κ. Τσιόδρας δεν είναι πολιτικός. Είναι ένας κρατικός υπάλληλος, ο οποίος λόγω της επιστημονικής του ιδιότητας έχει αναλάβει έναν συγκεκριμένο ρόλο: το συντονισμό του επιστημονικού σχεδιασμού των μέτρων που προτείνονται στην κυβέρνηση, τη μελέτη των ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων και την ενημέρωση των πολιτών για τα αμιγώς ιατρικά θέματα. Οφείλει να απαντά σε ερωτήματα και κριτική για τους λόγους, τις συνθήκες, τα δεδομένα των αποφάσεων που λαμβάνει. Οφείλει να μην απαξιώνει από θέση ισχύος συναδέλφους του για τις απόψεις που εκφράζουν. Οφείλει να διατηρεί τη δημόσια παρουσία του αυστηρά στο πλαίσιο του ρόλου που του έχει αποδοθεί: του επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής ελέγχου λοιμόξεων.
Αν επιθυμεί ο κ. Τσιόδρας να γίνει και πολιτικός, τότε, θα πρέπει να ανέχεται και τη βάσανο της κριτικής, της αμφισβήτησης και της αντιπαράθεσης και όχι να εξανίσταται όταν του επισημαίνουν τις δικές του ανακολουθίες. Όταν, λ.χ., ισχυριζόταν σε αντίθεση με το Ν. Μόσιαλο ότι ο Covid-19 ήταν μία απλή και ακίνδυνη για τη χώρα μας ίωση ή όταν επιχειρούσε να δώσει επιστημονικό άλλοθι δια της απόψεώς του για τη μη χρησιμότητα των μαζικών τεστ, σε αντίθεση με πολύ πιο γνωστούς παγκοσμίως συναδέλφους του, με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις χαρτογράφησης της διασποράς του κορονοϊού στο γενικό πληθυσμό…