Ο Πολιτισμός στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ στις άμεσες προτεραιότητες των κυβερνήσεων. Ήταν σχεδόν πάντα – ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις – είδος πολυτελείας, άλλες φορές χώρος εχθρικός για την εξουσία ή ακόμα χώρος διανομής χρήματος σε «ημέτερους» καλλιτέχνες και κυρίως, παραγωγούς καλλιτεχνικών εκδηλώσεων συχνά αμφιβόλου ποιότητας. Παράλληλα όμως ήταν ο χώρος που χρησιμοποιήθηκε ως καταλύτης στην διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης και ενός νέου «γούστου» που θα συμβάδιζε με τον απόλυτο εκχυδαϊσμό της καλλιτεχνικής παραγωγής, την υποταγή της στο αγοραίο, την υποβάθμιση της ποιότητάς της.
Έτσι στη χώρα όπου έλαμψαν τα άστρα μεγάλων λογοτεχνών, συνθετών, ερμηνευτών, ηθοποιών, σκηνοθετών θεάτρου και κινηματογράφου φτάσαμε στο σημείο, εδώ και πολύν καιρό, όχι σήμερα, η λαϊκή ψυχαγωγία να είναι συνώνυμη τουλάχιστον της ανίας ή και της χυδαιότητας και από την άλλη οι δημιουργοί να είναι αόρατοι, ανύπαρκτοι για την εξουσία, στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης που διανύουμε. Κι όσοι θέλουν να αντισταθούν στη χυδαιότητα, αναγκάζονται τις ώρες της σχόλης να επιστρέφουν στις παλιές στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου, τραγουδιού, και θεάτρου. Εκτός κι αν είσαι κάτοικος Αθηνών, όπου αλήθεια μπορείς να βρεις και κάποιες εξαιρέσεις, νησίδες καλλιτεχνικής απόλαυσης, κυρίως στο χώρο της μουσικής και του θεάτρου, πράγμα που δείχνει ότι δεν έχουν πάψει να παράγονται καλά έργα, έχει πάψει μόνο η δυνατότητα των δημιουργών τους να τα κάνουν γνωστά στο ευρύ κοινωνικό σύνολο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν είχε δημιουργήσει την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» το 1985, έγραφε σε όλους τους νέους δίσκους που κυκλοφορούσε (συνολικά 67 μέχρι το 1994 που πέθανε):
«Δεν είμαι μόνος μου ώστε να κατηγορηθώ για εγωισμό. Όλοι σχεδόν οι άξιοι συνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές, μετέχουν σ’ αυτή τη μουσική σταυροφορία που στοχεύει, στην επαναφορά του τραγουδιού στη ρίζα της καταγωγής του και της Μουσικής, στα ζωντανά της ρείθρα». Και συνεχίζει: «Είμαστε φιλόδοξοι και τολμηροί. Φιλόδοξοι, γιατί επιζητούμε την επιτυχία με τρόπους δύσκολους και διόλου κολακευτικούς για ένα απροετοίμαστο κοινό. Τολμηροί, γιατί επιδιώκουμε τη συνεχή μας ανανέωση και την προβολή αδιάκοπα ενός εαυτού μας άγνωστου κι απρόοπτου. Φανατικοί εχθροί στην ημιμάθεια και στη χυδαιότητα των καιρών και των κρατούντων. Στον ΣΕΙΡΙΟ υπάρχουνε παιδιά, όπως το είπε ο Λόρκα. Γιατί όπου υπάρχουνε παιδιά, υπάρχουμε κι Εμείς…»
Αυτό σε μια εποχή που κυριαρχούσε το σκυλάδικο, οι δισκογραφικές το υποστήριζαν απλόχερα, ενώ σπουδαίες μουσικές δουλειές έπρεπε να περάσουν από σαράντα κύματα για να γίνουν βινύλια.
Ο Σείριος συνέχισε να λειτουργεί και μετά το θάνατο του Χατζιδάκι, όμως η προσπάθεια αυτή μαζί με άλλες ανάλογες (διότι έγιναν και άλλες) έφθιναν, μέχρι που η χρεωκοπία της χώρας από το 2010 και μετά, έβαλε ταφόπλακα σχεδόν συνολικά στο χώρο της δισκογραφίας, των εκδόσεων, των απαιτητικών καλλιτεχνικών παραγωγών.
Αντίθετα αυξήθηκε και εντάθηκε η «ημιμάθεια και η χυδαιότητα». Και μαζί τους το κιτς και το αγοραίο. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να έχει αντανάκλαση ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
Σήμερα αναζητείται μια πολιτική για τον πολιτισμό σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, που θα επαναφέρει την Τέχνη, κι όχι μόνο τη μουσική ή το τραγούδι, «στη ρίζα της καταγωγής της, στα ζωντανά της ρείθρα». Ακόμα και κόντρα στο γούστο και την αισθητική που καλλιέργησαν οι τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ποιος θα το τολμήσει, ποιος θα το χρηματοδοτήσει και ποιος θα το χειροκροτήσει; Δυστοπία.