Απόψε άκουγα “Επιφάνια” του Σεφέρη, με μουσική του Θεοδωράκη και τη φωνή του Μπιθικώτση. Σκεφτόμουνα ότι αυτή η ιδεολογία , του l’ etat c’ est moi, της αστυνομοκρατίας, της δήθεν αποφασιστικότητας (στους αδύναμους πάντα), της άρνησης του Πολυτεχνείου (που έτσι κι αλλιώς τους κάθεται στο στομάχι και που από την αρχή το φοβήθηκαν), της συκοφάντησής του ( καριερίστες οι πρωταγωνιστές του), της εκθεμελίωσής του ( τέλος στο ιδεολογικό άβατο), της εκμηδένισης της αξίας του (έφερε πιο σκληρή χούντα, αυτό οδήγησε στην κατοχή της Κύπρου) έχει ένα πολύ μεγάλο μειονέκτημα: δεν έχει σάουντρακ. Κι όχι μόνο μουσική και τραγούδια. Δεν έχει ποίηση, θέατρο, κινηματογράφο, πεζογραφία δικά της επί της ουσίας, που να την εξυψώνουν. Ακόμα και οι υποστηρικτές της διανοούμενοι (αυτοί του “ακραίου κέντρου”) είναι ελάχιστοι και στα έργα τους λένε άλλα πράγματα, διαφορετικά από τις δημόσιες παρεμβάσεις τους. Σα διπολικές προσωπικότητες ένα πράγμα. Εξού ίσως και η έχθρα της συντηρητικής παράταξης προς τον κόσμο της τέχνης και τους καλλιτέχνες. Ακόμα και τον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο, δικούς τους ανθρώπους, δεν τους αγκάλιασαν ποτέ, τον τελευταίο μάλιστα τον έκαναν να στραφεί ανοιχτά εναντίον τους πριν λίγο καιρό. Το δε αγκάλιασμά τους με τον Θεοδωράκη αφορά τον πολιτικό εαυτό του κι όχι το έργο του. Υπάρχουν πολλοί δεξιοί που αγαπάνε αυτούς τους καλλιτέχνες, όμως η επίσημη Δεξιά δεν υιοθέτησε ποτέ αυτό το soundtrack. Ούτε τον Σεφέρη ή τον Ελύτη αγκάλιασαν ποτέ. Το «τρισκατάρατο» ΠΑΣΟΚ ήταν αυτό που τους έβαλε στα σχολικά βιβλία. Δηλαδή ούτε «λιμπρέτο» δικό τους έχουν. Μόνο στην παράδοση νομίζω αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Και μετά σκεφτόμουν ότι αυτό το μειονέκτημα έχουν δύο τρόπους που το αντιμετωπίζουν. Ο πρώτος είναι με τον γνωστό από τα πρώτα χρόνια του φασισμού στην Ιταλία (μας το δίδαξε ο Ουμπ. Έκο σοφά): της απόρριψης της όποιας νεωτερικής κουλτούρας, της κουλτούρας εν γένει, του χλευασμού της (κουλτουριάρηδες, ψευτοκουλτουριάρηδες, ποιητές λαπάδες, ποιος είναι αυτός ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, πού τραγουδάει ρωτούσε δήθεν ο Μπέος). Και ο δεύτερος τρόπος, που είναι και πολύ πιο αποτελεσματικός, είναι με τη “διασκέδαση μέχρι θανάτου”. Μια βόλτα στα ψυχαγωγικά προγράμματα της TV εύκολα μας πείθει για αυτό. Κι ας μας κάνουν να πεθαίνουμε από πλήξη. Κι οι Λουδοβίκοι έπλητταν, αλλά είχαν τους γελωτοποιούς τους που τους κρέμαγαν κιόλας, αν δεν τους έκαναν να γελάσουν. Η κοινωνία μας υπομένει ακόμα και την πλήξη. Μπορεί και να την επιδιώκει.
Αυτή η κουλτούρα, έστω χωρίς soundtrack ή λιμπρέτο, έχει νικήσει εδώ και χρόνια. Τουλάχιστον από το 1990 και μετά. Και το σάουντρακ της δεξιάς χτίστηκε μέτρο-μέτρο πρώτα στα σκυλάδικα (τους “ναούς του πολιτισμού”) και μετά στην ιδιωτική τηλεόραση. Κι έτσι φτάσαμε στο σήμερα, όπου όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Γιατί τι να τον κάνεις τον Σεφέρη, όταν υπάρχει η Μαντά κι η Δημουλίδου;
Σαν, και όχι ως, “εκπαίδευτικος” έχει διδαχτει και διδάξει περί στρατευμένης τέχνης άραγε..