Μάτια, μόνο μάτια. Αυτά μόνο έχεις να διαβάσεις, σε αυτά μόνο να καταλάβεις ό τι τρέχει στο μυαλό και την ψυχή ενός παιδιού. Την ανασφάλεια, την ανησυχία, την επιθυμία να το προσέξεις, να σου δείξει, να σου πει. Τη βαρεμάρα, την έλλειψη επικοινωνίας, το «δεν τη βγάζω εδώ μέσα», το «τι με νοιάζει εμένα τι λες». Τη σεμνότητα, το δισταγμό, την αμφιβολία. Μπορεί τα χέρια να έχουν τη γλώσσα τους, να δένονται νευρικά, να παίζουν με το στιλό, με τη μάσκα. Ανεπαρκής αποκαλύπτεται η γλώσσα αυτή, μόνο βοηθητικά μπορεί να σου πει κάτι, να σου δώσει μια πληροφορία. Και το σώμα το ίδιο. Κουβαριασμένο με τους αγκώνες στο θρανίο, όρθιο στην καρέκλα, ξαπλωτό με τα πόδια ανοιχτά, το κεφάλι σκυφτό να κοιτάζει το θρανίο ή ραντάρ να γυρίζει διαρκώς γύρω-γύρω να εντοπίσει ένα βλέμμα διαθέσιμο για πονηριά, για ένα νεύμα, μια σιωπηλή επικοινωνία που να σπάει την αποκλειστικότητα της επαφής με την έδρα. Κι αυτό λειψές πληροφορίες μπορεί να σου δώσει. Σου μένουν τα μάτια.
Και τα δικά σου βεβαίως. Μόνο αυτά έχεις να δείξεις αυτά που θέλεις. Πώς γίνεται αυτό; Λείπουν οι μορφασμοί, οι συσπάσεις, τα χαμόγελα. περιορίστηκαν τόσο οι εξωλεκτικοί τρόποι να δείξεις την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία χωρίς να μιλάς. Πώς να κάνω τα δικά μου μάτια να τα πουν όλα; Κανείς μας δεν έχει μάθει να χρησιμοποιεί τις επιμέρους γλώσσες αποκλειστικά. Εκφραστικά μάτια σε ένα εκφραστικό πρόσωπο ναι. Μόνα τους; Και τα μη εκφραστικά πώς θα μιλήσουν; Τώρα πρέπει να μιλάμε περισσότερο, αυτό δηλαδή που χρόνια παλεύουμε να αποφύγουμε μέσα στην τάξη. Να μιλάμε με τα χέρια κι ας μην είναι το στιλ μας. Θα λείψουν οι παρατηρήσεις οι ψιθυριστές, αυτές που έφταναν στον προορισμό τους χωρίς να κάνουν φασαρία. Νέες μορφές επικοινωνίας, λειψές και αβέβαιες.
Και πώς να αναγνωρίσω αυτά τα παιδιά έξω στο δρόμο ή και στην αυλή και τους διαδρόμους; Μόνο από τα μάτια; Είναι δυνατόν; Πώς να θυμηθώ ότι αυτά τα μάτια είναι του Βασίλη κι εκείνα της Σοφίας; Ότι ο Δημήτρης είναι αυτός που κουβαλάει αυτό το βλέμμα κι εκείνο το άλλο είναι της Μαριλένας. Νέες δυσκολίες σε δύσκολους καιρούς. Η προσαρμογή πρέπει να είναι γρήγορη. Κι αύριο το πρωί μέσα στις τάξεις των 21, 22, 23 μαθητών/ τριών, όπου μετά βίας υπάρχει διάδρομος ανάμεσα στις σειρές των θρανίων, όπου η έδρα είναι κολλημένη στον πίνακα και το πρώτο θρανίο στην έδρα, όπου δε θα έπρεπε να κάθονται παραπάνω από 12 έως 13 άτομα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Στο λάκκο με τα λιοντάρια που μας ρίξανε πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Αναλώσιμοι. Γιατί έτσι αποφάσισαν οι ιδιοκτήτες της εξουσίας οι Κουμουτσάκοι, αυτοί οι ασυγκράτητα πιστοί, οι Μπακογιάννηδες που είναι άρχοντες κληρονομικώ δικαίω, κι όλος ο εσμός των αρίστων-αχρήστων που με πολύ ύφος, αλαζονεία και έπαρση αποκαλύπτουν κάθε μέρα τη μετριότητά τους και την αριστοκρατική τους σνομπ αντίληψη για την κοινωνία.