Ο Μάκης, είχε «Έκθεση Επίπλων» στο νησί, στη χώρα. Τι έκθεση δηλαδή, που για να δεις και να αγοράσεις μια ντουλάπα ή ένα σκρίνιο, έπρεπε να βοηθήσεις να φύγουν από μπροστά καρέκλες, τραπέζια και στρώματα. Τέλος πάντων. Ο Μάκης δεν κατάφερε να ορθοποδήσει, όπως πολλοί συνάδελφοί του τη δεκαετία του 70.
Λίγο που ήταν αγύριστο κεφάλι, λίγο που δεν ήθελε να ακούσει για ανακαινίσεις και μοντερνισμούς, δεν τα έβγαλε πέρα στον ανταγωνισμό με τις αληθινές «εκθέσεις επίπλων». Στο τέλος, το ‘ριξε στις ακάλυπτες επιταγές και τα δανεικά της τοκογλυφίας, που πάντα ανθούσε στην Κέρκυρα, κι αφού κάποια στιγμή οι φίλοι και φιλάνθρωποι υπάλληλοι των τότε τραπεζών δεν μπορούσαν πια να κάνουν τα στραβά μάτια, κατέληξε στη φυλακή και κάποια στιγμή βάρεσε κανόνι. Κήρυξε πτώχευση.
Τότε ανακάλυψε τα Tavor, κι έτσι, χάρη στην ευσπλαχνία κάποιων φίλων φαρμακοποιών της εποχής, κατάφερνε να κοιμάται κάποιες ώρες τις νύχτες. Ο Μάκης, όμως, ντρεπόταν να τον ζει η γυναίκα του και δεν το έβαλε κάτω. Φλεβάρη μήνα έπιασε δουλειά νυχτοφύλακα, χάρη σε έναν άλλο φίλο του που είχε μια μικρή βιοτεχνία. Επειδή, όμως, δεν είχε από τι να φυλάξει την επιχείρηση ο Μάκης εκείνη την εποχή κι επειδή δούλευαν και τα Tavor, τον έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα του νυχτοφύλακα και γυρνούσε σπίτι με νευρίδες και πιασίματα στη μέση και είπε θα βρω άλλη δουλειά, δεν είμαι άχρηστος εγώ. Κι έτσι κατά το Μάη πήρε το βεσπάκι του και γυρνούσε όλα τα μαγαζιά από Κοντόκαλι μέχρι Πυργί και Νησάκι, για να γίνει σερβιτόρος. Δεν είχε όμως προϋπηρεσία και ήταν και μεγαλούτσικος και λίγο κοιλαράς και δεν τον προσλαμβάνανε οι μαγαζάτορες. Βρίστηκε και με δυο-τρεις, γιατί ήταν και λίγο νευρικός, και Ιούνιο μήνα έπεσε σε κατάθλιψη. Ξάπλωνε στο πάτωμα, σκεπαζόταν με τις κουρτίνες, έβαζε τα κλάματα και φώναζε τη μάνα του, τη μακαρίτισσα, να τον βοηθήσει, γιατί με τον Άγιο δεν τα είχε καλά ο Μάκης ούτε τον ένοιαζε η άλλη ζωή, η κόλαση κι ο παράδεισος.
Για να μην πολυλογώ, αφού έπαθε και κάνα δυο εμφράγματα που τα αντιμετώπισε με Tavor, που δεν τα έμαθε ούτε η γυναίκα του, που ούτε να του μιλήσει πολύ- πολύ την άφηνε ούτε και να της δώσει λογαριασμό για τίποτα καταδεχόταν, κατέληξε στο νοσοκομείο και πέθανε μετά από δυο τρεις μέρες από πνευμονικό οίδημα.
Ο κύριος Μάκης έζησε, φαλίρισε και πέθανε σε άλλη εποχή. Το νησί τότε ήταν στα πάνω του και οι πτωχεύσεις, όσες γινόταν, ήταν, οι περισσότερες κόλπο κι όσοι τις έκαναν δεν ντρέπονταν, αλλά καλοπερνούσαν. Αυτός δεν ήξερε τέτοια κόλπα. Η ντροπή του, όπως λένε αυτοί που τον γνώριζαν, ήταν πολύ μεγάλη και δεν κατάφερνε να την κρύψει κάτω από την αγριάδα του. Η δε γυναίκα του, λένε ότι αυτήν την ντροπή έκανε χρόνια να την ξεχάσει και να βγει από το σπίτι. Δεν πρόλαβε κανείς από τους δυο τους την εποχή της γενικευμένης ντροπής, που έρχεται. Την ντροπή της κατάσχεσης του σπιτιού που μένεις. Γλύτωσαν αυτοί, φύγανε νωρίς.