Η υπουργός Παιδείας (η «Αφορεσμένη» που λένε οι Κερκυραίοι ή Αρσακειάδα που μου αρέσει εμένα) είναι κλασική περίπτωση ανθρώπου που με ένα δεύτερο λάθος προσπαθεί να διορθώσει ένα πρώτο. Το πρώτο ήταν ότι άνοιξαν τα σχολεία, κίνηση που δεν έχει καμιά μα καμιά (μηδέν) εκπαιδευτική αξία, στις τωρινές συνθήκες. Είναι κοινός τόπος για όποιον στοιχειωδώς ζει την εκπαίδευση. Είναι, όμως, ένα σήμα, ένας συμβολισμός, και μάλιστα ισχυρός, για την επιστροφή στην κανονικότητα, τον οποίο η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά. Έτσι βγήκαν πρωτόκολλα ασφαλείας, επινοήθηκαν μέτρα κλπ, κλπ.
Συγχρόνως όμως έπρεπε να δοθεί στις οικογένειες η δυνατότητα να μη στείλουν το παιδί τους, αν στο σπίτι υπάρχει άτομο «ευπαθούς ομάδας». Αυτό έγινε, με μια απλή δήλωση. Σωστά έγινε. Αλλιώς δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατακραυγή. Κι έτσι κάτι έπρεπε να επινοήσει για τα παιδιά που θα λείπουν. Για εννέα (9) εργάσιμες μέρες. Γιατί; Γιατί δεν το σκέφτηκε τους προηγούμενους μήνες για τα παιδιά που έλειπαν πολλές περισσότερες μέρες εξαιτίας της γρίπης ή άλλων ασθενειών (πχ. Λοιμώδη μονοπυρήνωση) ούτε για τις μέρες που τα παιδιά έχαναν μάθημα στο σχολείο, επειδή η ίδια δε διόριζε καθηγητές;
Όμως τώρα είναι όλα αλλιώς, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο και την τακτική της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης. Κι εδώ έγινε το δεύτερο λάθος που οδήγησε στην τελευταία εγκύκλιο, που μόνο γέλιο προκαλεί και που μας γυρίζει εκπαιδευτικά μερικές δεκαετίες πίσω, πριν κι από τη μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, στην εποχή της ΕΡΕ, που είναι ο φυσικός ιδεολογικός χώρος της υπουργού. Ζωντανή αναμετάδοση, με την κάμερα στραμμένη μόνο στον καθηγητή, με διακριτό χρόνο για την παράδοση και την εξέταση κλπ. κλπ. Κι αφού έχει ήδη υποστεί μια πολιτική ήττα από την απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ετοιμάζεται (είμαι σίγουρος) να δεχθεί και μια δεύτερη. Η ζωντανή αναμετάδοση απλά δε θα γίνει. Και ξέρει ότι δεν μπορεί να το επιβάλει, γιατί απλά δεν μπορεί αυτή η αντίληψη να ηγεμονεύσει στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Προσπαθώ, όμως, να καταλάβω πώς σκέφτηκαν. Η ΔΑΚΕ καθηγητών είναι εναντίον της, άρα οι επαφές, έστω τηλεφωνικές, είχαν γίνει. Ποιου η γνώμη για το συμβολισμό της «επιστροφής στο σχολείο» υπερίσχυσε; Και για τις κάμερες; Γιατί όλα αυτά και μάλιστα έτσι «στο πόδι»; Τι τους κίνησε να αναλάβουν ένα τόσο μεγάλο και αχρείαστο ρίσκο;
Και καθώς το σκεφτόμουν έπεσα, μετά από πολλά χρόνια, πάνω στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών». Ναι την ταινία. Tradition and discipline. Παράδοση και πειθαρχία. Τάξη και αυστηρότητα. Πρέπει να φαίνεται ότι όλα πάνε ρολόι ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες. Να φαίνεται, έστω. Στα δεκαέξι μου, με τους γονείς μου να λείπουν από το σπίτι, δεν θα καθόμουν ένα πρωί ολόκληρο να παρακολουθώ μια ομιλούσα κεφαλή μπροστά σε έναν μαύρο (ή πράσινο ή άσπρο) πίνακα ούτε για όλα τα καλά του κόσμου. Πιο ανιαρό πεθαίνεις. Η κ. Κεραμέως εκφράζει αυτούς που πιστεύουν ότι τα προβλήματα της εποχής μας οφείλονται σε έλλειψη τάξης, πειθαρχίας και στην απομάκρυνση από την παράδοση. Τους βαθιά συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς, με το συμπάθιο. Και αυτούς θέλει να ικανοποιήσει πάση θυσία και με όποιο κόστος. Ακόμα και με το κόστος μιας ΜΕΘ για μερικούς.