Ο διάσημος ποπ τραγουδιστής μιλά για τη δυσλεξία που αντιμετώπιζε κατά την παιδική του ηλικία, για τις εκδηλώσεις θαυμασμού των κοριτσιών αλλά και τις πέτρες που του πετούσαν αγόρια.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Οι παιδικές αναμνήσεις, γεμάτες εικόνες από την Κέρκυρα, γλυκαίνουν το πρόσωπο του Σάκη Ρουβά. Το χαμόγελο φτάνει στα μάτια όταν μιλάει για εκείνα τα χρόνια. Οταν τραγουδούσε με τη μητέρα του τη «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» πρίμο σεκόντο. «Τότε δεν γνώριζα ότι ήταν του Μίκη Θεοδωράκη. Προσφερόταν για διφωνίες. Με τα αδέλφια μου το κάναμε χορωδιακό. Ηχούσε σαν παιδικό άκουσμα».
Σε αυτό το ομορφόσογο όλοι τραγουδούσαν: μητέρα, πατέρας, γιαγιά. «Οπως όλη η Κέρκυρα», λέει γελώντας απέναντί μου το ποπ είδωλο, στο καλόγουστο γραφείο του στον Νέο Βουτζά, δίπλα στο σπίτι του. Από το παράθυρο η θάλασσα απλώνεται γενναιόδωρα, σκοντάφτοντας μόνο στις μαύρες αναμνήσεις που ξυπνάει το Μάτι. Μου προσφέρει αντισηπτικό για τον κορωνοϊό και έπειτα καφέ. Εκείνος πίνει τσάι.
Αν η «Μαγιοπούλα» ανήκε στα οικογενειακά μουσικά παιχνίδια, η «Lola» των Kinks είναι η παλιότερη μουσική ανάμνησή του. «Θυμάμαι να κρατιέμαι από τον στύλο του παλιού λεωφορείου που μας πήγαινε στο χωριό, τον Ποταμό, και να τραγουδάω δυνατά “Λα, λα, λα Λόλα…” Στον πατέρα μου άρεσαν ο Αλ Μπάνο και η Ρομίνα Πάουερ, τραγουδούσε και καντάδες. Πριν γεννηθώ ακόμη, οι γονείς μου ήταν στην Κερκυραϊκή Καλλιτεχνική Σκηνή. Μεγάλωσα μέσα στα παρασκήνια του θεάτρου και στις πρόβες».
Βέβαια, αφορμή για τη συνέντευξή μας ήταν η συνεργασία του με τη Σόνια Θεοδωρίδου. Στις 12 Σεπτεμβρίου, με μαέστρο τον Θ. Ορφανίδη, θα τραγουδήσουν μαζί στο Ηρώδειο επιτυχίες των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λούτσιο Ντάλα, Γιάννη Σπανού, Μορικόνε, Αρίθα Φράνκλιν, Μίμη Πλέσσα κ.ά.
Συνάντηση «δύο άκρων»
Ποπ και λυρικό τραγούδι, πολλοί θα σκεφτούν ότι συναντιούνται δύο άκρα. «Η Σόνια δεν βάζει περιορισμούς και στεγανά», τονίζει ο Σ. Ρουβάς. «Κι εγώ πιστεύω ότι τα μουσικά είδη υπάρχουν, αλλά υπάρχει και πολύς χώρος για να διασταυρωθούν. Από το κλάμα ενός μωρού, τον ήχο της φύσης, τον ήχο του σύμπαντος, όλα επηρεάζουν τον άνθρωπο που δέχεται αυτές τις δονήσεις. Το μυαλό μας θέλει να κάνει διαχωρισμούς, όμως η μουσική απευθύνεται στην καρδιά και στην οντότητά μας».
Προορισμένος για το τραγούδι δεν ένιωσε, λέει, ποτέ. «Μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης, αλήθεια σας λέω, αλλά αν δεν είσαι άριστος μαθητής, αστροναύτης δεν γίνεσαι. Εγώ ήμουν βαριά δυσλεκτικός. Τότε δεν μιλούσε κανείς για δυσλεξία και έπεφτε πολύ ξύλο. Ξύλο με χάρακα μέχρι τη ΣΤ΄ Δημοτικού. Πιο οδυνηρό ήταν το τράβηγμα του δασκάλου από τη φαβορίτα».
Στα 15 του ξεκίνησε άλμα επί κοντώ. Στον στίβο βρήκε και άλλα παιδιά που άκουγαν μουσική του ’60, έγραφαν και έπαιζαν μουσική.
«Τα παλιά κασετόφωνα είχαν επιλογή: left – right. Αριστερά άκουγες τη μουσική και λίγο τις φωνές, ενώ δεξιά άκουγες κυρίως τις φωνές. Εμείς το βάζαμε όλο αριστερά, τραγουδούσαμε πάνω στους Beatles και μας ηχογραφούσαμε σε άλλο κασετόφωνο. Σαν καραόκε της εποχής. Ο Ελβις, βέβαια, ήταν βασική επιρροή. Οταν τον πρωτοείδα στην τηλεόραση, έπαθα πλάκα, είπα ουάου!»
Οταν ακούει σήμερα τραγούδια που έλεγε στα πρώτα του βήματα, όπως το «Ελα μου» με εκείνο τον στίχο για τα μακαρόνια με κιμά, τι νιώθει; «Είναι πιο ανάλαφρο κομμάτι, αλλά και μεγάλοι συνθέτες έγραψαν ανάλαφρα τραγούδια, δεν είναι όλα βαρύγδουπα», απαντάει. «Εκανα αυτό που αισθανόμουν ότι έχει ενέργεια. Τα κορίτσια ήταν τα πρώτα που με προσέγγισαν στο ξεκίνημα. Εννιάχρονα, δεκάχρονα αλλά και οι μαμάδες που ήταν 25-30 χρόνων, κι αυτό συνεχίζεται. Στους δίσκους μου είχα και πιο σοβαρά τραγούδια, όμως δεν απασχόλησαν το κοινό».
Εχω αγγίξει μάλλον ευαίσθητο σημείο. «Υπάρχει μια εμμονή από κάποιους που στέκονται μόνο σε αυτά που τους εξυπηρετούν. Ομως, είμαστε συνυπεύθυνοι για τα τραγούδια που γίνονται επιτυχίες. Καθένας βλέπει σε εμένα αυτό που θέλει να δει και να συντονιστεί.
Αλλος βλέπει ένα καλό παιδί, άλλος έναν αλήτη, άλλος έναν διάττοντα αστέρα. Αυτό το τούνελ το έζησα έντονα τα πρώτα έξι χρόνια της καριέρας μου. Διάβαζα στα περιοδικά ότι ήμουν ένας κομήτης που μας δείχνει το γυμνασμένο του σώμα κ.λπ. Τότε υπήρχε ένα έντονο δίπολο: Είχα τα κοριτσάκια που ούρλιαζαν και έσκιζαν τα ρούχα τους, είχα όμως και τα αγόρια που μου πετούσαν πέτρες και ξυράφια, όπως συνέβη σε συναυλία στα Βοτσαλάκια στον Πειραιά».
Οι δοκιμές
Εδώ και μία δεκαετία προσπαθεί και δοκιμάζει νέα πράγματα. Υποδύθηκε τον Διόνυσο στις «Βάκχες» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Λιγνάδης, και τι δεν άκουσε. Τραγούδησε το «Αξιον Εστί» του Μ. Θεοδωράκη, και μόνο που δεν πέρασε από λαϊκό δικαστήριο. «Σας είπα, δεν έχω στεγανά. Πάντα προσπαθούσα να πουσάρω τον εαυτό μου στα όριά του και να τα ξεπεράσω, ίσως λόγω του πρωταθλητισμού που έκανα μικρός. Ολοι οι φιλόσοφοι και οι θρησκείες λένε ότι ο άνθρωπος πρέπει να υπερβεί τα όριά του, να φύγει από το όριο του υλικού κόσμου και να καταφέρει να βρεθεί στον πνευματικό κόσμο. Θέλω να γίνω καλύτερος σε κάτι. Ενοχλώ; Δεν στέκομαι στο αν είμαι καλός ή όχι, αλλά στην προσπάθεια. Δηλαδή, θα χαθούμε όλοι οι άνθρωποι που δεν είμαστε τέλειοι;»
Το θέατρο τον ενδιαφέρει πολύ. «Να μπαίνω μέσα από ρόλους στη ζωή ενός άλλου. Τεσσάρων ετών έπαιξα στην πρώτη μου παράσταση, το «Οταν δεν το περίμεναν» του Αλέκου Λιδωρίκη. Χρειάζονταν ένα μωρό, το οποίο θα φώναζε στη σκηνή “παππού!”
Στο τέλος, μου ψιθύρισε ο διπλανός μου “κάνε υπόκλιση”. Δεν ήξερα τι σημαίνει και κάθισα κουκουνάκι, όπως λέμε στην Κέρκυρα. Σηκώθηκε το θέατρο από τα γέλια».
Σήμερα θέλει να στραφεί στο κλασικό ρεπερτόριο. «Από αρχαίες τραγωδίες έως Σαίξπηρ». Ρωτάω αν αρκούν τα μαθήματα υποκριτικής που έκανε χρόνια πριν με τον Χάουαρντ Φάιν στο Λος Αντζελες. «Ακόμα επικοινωνούμε για ό,τι χρειάζομαι, στο Skype. Πήγα στο Λος Αντζελες γιατί ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Η πρόταση για την ταινία “Alter ego” ήρθε μετά και ακολούθησαν το “Στα άκρα”, ένα αμερικανικό ψυχολογικό θρίλερ, και το “Chevalier”».
H ομορφιά και η ευτυχία
Κοιτάει διακριτικά το ρολόι του. Αλλά η ερώτηση με τρώει. Αραγε, ένιωσε ποτέ άσχημος; «Από μικρός δεν αισθανόμουν όμορφος. Μου έλεγαν ότι είχα ωραίο χαμόγελο, ένιωθα απλώς γυμνασμένος. Οι καταγραφές μου δεν ήταν ότι είμαι όμορφος. Είχα πρόβλημα γιατί με κούρευαν, πολύ. Είχα ένα φίλο στο δημοτικό που είχε ξανθά μακριά μαλλιά που ανέμιζαν κι εγώ ήμουν πάντα γουλί τότε, γιατί πιάναμε ψείρες, και ποτέ δεν αισθανόμουν ωραίος. Oταν μπήκα σε αυτή τη δουλειά με τις φωτογραφίσεις, άρχισα να το προσέχω. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ομορφιά είναι αυτό που αισθανόμαστε από τον άλλον, αυτό που βγαίνει από μέσα μας κι όχι ό,τι αποτυπώνεται στη φωτογραφία». Και αυτό που λένε κρίση ηλικίας; «Δόξα τω Θεώ αισθάνομαι καλά». Ευτυχισμένος; «Η ευτυχία δεν είναι μια συνεχόμενη κατάσταση. Δεν πιστεύω ότι ήρθαμε στον κόσμο για να είμαστε ευτυχισμένοι συνεχώς».
Είμαι αυτό που βλέπετε, δεν με ενδιαφέρει τι λένε
Στον Σάκη Ρουβά από τη μία βλέπουμε μια δημόσια εικόνα αστραφτερά χαμογελαστή, με ένα ρεπερτόριο ειδυλλιακής ποπ, και από την άλλη έναν προσγειωμένο και ανήσυχο 48χρονο, που δοκιμάζει επενδύσεις, οργανωτικό, «οικογενειάρχη και νοικοκύρη», όπως λένε οι φίλοι του. Ποια εικόνα τον εκπροσωπεί περισσότερο, τον ρωτάω, και διακρίνω μια υποψία ενόχλησης στο αγέλαστο, τώρα, πρόσωπο. «Δεν είμαι ένα πράγμα. Οταν έως τα 20 έτρεχα στα γυμναστήρια, αισθανόμουν ότι ένα μεγάλο όπλο μου ήταν το ωραίο του σώματος, η κίνησή μου. Το επικοινωνούσα στον κόσμο γιατί αισθανόμουν ανασφάλεια. Καταλαβαίνω γιατί λένε κάποιοι “μα εσύ επιδεικνύεις το σώμα σου” – δεν είναι ψέμα. Ομως, πιστεύω στο “νους υγιής εν σώματι υγιεί”. Η καριέρα μου εξελίχθηκε μέσα απ’ αυτό, όμως ανακάλυψα και άλλα πράγματα με τον χρόνο, ψάχνοντας. Και να σας πω κάτι; Είμαι αυτό που βλέπετε, δεν με ενδιαφέρει τι λένε».
Ισως πολλοί ενοχλούνται γιατί δημοσιοποιεί τη ζωή του, με αναρτήσεις από το μαγείρεμα, το πρωινό μπάνιο στο σκάφος, το κοτέτσι του. «Πριν από 15 χρόνια που δεν υπήρχαν τα σόσιαλ μίντια, θα μιλούσα για το μποστάνι μου ή τις γάτες που γέννησαν ή τις κότες μου σε μια συνέντευξη. Ο δημοσιογράφος θα διάλεγε αν θα το γράψει ή όχι. Αυτός ήταν ο τρόπος να επικοινωνήσεις την κότα.
Σήμερα ο τρόπος είναι να βγάλεις μια φωτογραφία και να την ανεβάσεις. Οποιον δεν τον αφορά, το προσπερνάει».
Και ο φθόνος που ξεχύνεται συχνά από το Διαδίκτυο; «Αρα είναι ευλογία που υπάρχουν τα σόσιαλ μίντια για να αποκαλυφθεί ο φθόνος που οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους. Μπορεί να είναι θεραπευτικό όταν βγαίνει έτσι».
Λένε ότι οι κρίσεις εξωθούν τα άκρα. Η ιστορία με τον κορωνοϊό και οι συζητήσεις με όσους τον αμφισβητούν, οι θεωρίες συνωμοσίας πίσω από τα μέτρα, για τον συνομιλητή μου, όλα έχουν εξηγήσεις. «Το δυστύχημα είναι ότι στην ανθρωπότητα υπήρξαν πολλές συνωμοσίες κι αυτό δίνει το πάτημα στους ανθρώπους να σκέφτονται έτσι. Καταλαβαίνω πώς βγαίνουν, αλλά δεν συμμερίζομαι όποια συνωμοσία υπάρχει».
Τον απασχολεί ότι ο κορωνοϊός υπονομεύει την κοινωνικότητά μας, ακόμη και τον τρόπο που φλερτάρουμε; «Γιατί, το AIDS δεν το έκανε; Το 1989, ξαφνικά η ηδονή και η ευχαρίστηση έγινε θάνατος. Δεν φοβόμασταν για την κοινωνικότητα, μόνο για το σεξ, τώρα δεν πρέπει να αγγίζεις τον άλλον ούτε όταν χαιρετάς. Το άγγιγμα είναι ανταλλαγή ενέργειας και τώρα που μιλάμε την ανταλλάσσουμε, αλλά σε πιο λεπτά πεδία».
Τον χειμώνα δεν θα κάνει εμφανίσεις. «Το αποφάσισα πριν από την υγειονομική κρίση», προλαβαίνει την ερώτηση. «Τριάντα χρόνια τραγουδάω νύχτα στα κέντρα και στα κλαμπ. Αποφάσισα να δώσω χρόνο στον εαυτό μου για να ασχοληθώ με τα παιδιά μου, την υγεία, τους βιορρυθμούς μου. Το ξενύχτι με ενοχλεί και με απορρυθμίζει από τις άλλες ασχολίες μου».
Αλλωστε, έχει εξελιχθεί σε επιτυχημένο επιχειρηματία, λένε οι φίλοι του. «Παράγω βιοαέριο από διάφορα οργανικά υπολείμματα και περιττώματα. Είναι ο μόνος από τους πράσινους τρόπους παραγωγής ενέργειας που όχι μόνο δεν βλάπτει το περιβάλλον, αλλά το απορρυπαίνει».
Παράλληλα, είναι παρών και στις προσπάθειες του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με Καρκίνο «Ελπίδα», στις δενδροφυτεύσεις στην Πεντέλη κ.α. Πώς προλαβαίνει και τα τέσσερα παιδιά; «Η γυναίκα μου!» λέει με θαυμασμό. «Τα παιδιά δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι ξεχωριστοί άνθρωποι με διαφορετικές προσωπικότητες και ανάγκες που απαιτούν κομμάτι του ποιοτικού σου χρόνου».