‘Ερώτηση για το προσωπικό καθαριότητας των σχολείων, την προετοιμασία τους εν όψη του ανοίγματος τους και τη στήριξή τους της λειτουργίας τους” από τη ΛΑΣΥ Βόρειας Κέρκυρας.
Αναλυτικά, στην ερώτησή της, η παράταξη του Ρούσσινου αναφέρει:
Είναι γνωστό ότι τη Δευτέρα 11 Μάη ξεκινάει και πάλι η λειτουργία των σχολείων με την επιστροφή των μαθητών της Γ’ Λυκείου στα θρανία. Επίσης, στις 18 Μάη θα λειτουργήσουν όλα τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας.
Μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να γίνει με ασφάλεια η επιστροφή στα σχολεία και η λειτουργία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς, είναι η καθαριότητα και η απολύμανση των σχολικών κτηρίων. Οι ασφαλείς συνθήκες στα σχολεία, είναι κατανοητό, ότι δεν αφορά μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά όλο τον κερκυραϊκό λαό.
Η κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καθησυχάσει τις αγωνίες που υπάρχουν. Οι ανεπάρκειες σε αυτόν τον τομέα από την πλευρά του κράτους γιγαντώνονται μέσα στις συνθήκες πανδημίας.
Σήμερα, υπάρχουν ελάχιστες καθαρίστριες με μόνιμες θέσεις εργασίας στα σχολεία. Στην πλειονότητά τους δουλεύουν με το απαράδεκτο καθεστώς των ατομικών τετράωρων συμβάσεων εργασίας και με ελάχιστες αποδοχές. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρόνιας υποχρηματοδότησης της Παιδείας και της πολιτικής της αδιοριστίας που έχουν επιλέξει όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά. Λόγω της σύμβασής τους, πολλές πιάνουν δουλειά μετά το πέρας του σχολικού ωραρίου ή στην καλύτερη περίπτωση γύρω στις 12:00. Εδώ και πολλά χρόνια τα σωματεία τους, οι εκπαιδευτικοί, το γονεϊκό κίνημα απαιτούν την μονιμοποίησή τους.
Υπό κανονικές συνθήκες, αλλά πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, ο αριθμός τους δεν επαρκεί για τον καθαρισμό των σχολείων και αναγκάζονται να εργάζονται περισσότερες ώρες από αυτές που προβλέπει η σύμβασή τους. Ειδικά στις συνθήκες πανδημίας και με το επικείμενο άνοιγμα των σχολείων, είναι απαραίτητο μετά από κάθε διάλειμμα να καθαρίζονται όλα τα σημεία επαφής – μετάδοσης του κορωνοϊού (π.χ. θρανία, πόμολα, κουπαστές, τουαλέτες κ.λπ.). Η σχέση εργασίας της πλειονότητας των καθαριστριών καθιστά απαγορευτικό το συνεχές καθάρισμα των σχολείων και καθιστά απαγορευτικό ακόμα και αυτό το ανεπαρκές «2 φορές την ημέρα» του Υπουργείου. Τα “μπαλώματα” της μεταφοράς καθαριστριών από την Πρωτοβάθμια στη Δευτεροβάθμια δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν το πρόβλημα.
Τέλος, μέχρι τώρα ο Δήμος δεν έχει παράσχει κανένα μέτρο ατομικής προστασίας στο προσωπικό καθαριότητας των σχολείων, με αποτέλεσμα να προμηθεύονται μόνοι τους τα απαραίτητα (αντισηπτικά, γάντια, μάσκες) μειώνοντας ακόμα περισσότερο το πενιχρό εισόδημα που παίρνουν (300 με 390 ευρώ το μήνα).
Ερωτάται η Δημοτική Αρχή:
1. Πόσες είναι οι καθαρίστριες που εργάζονται με μόνιμη σχέση εργασίας και πόσες αυτές που εργάζονται με ατομικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου;
2. Τι προτίθεται να κάνει προκειμένου να πραγματοποιηθούν μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού καθαριότητας σε κάθε σχολείο και μονιμοποίηση των υπαρχόντων ώστε να καλυφθούν όλες οι ανάγκες σε προσωπικό καθαριότητας των σχολείων;
3. Τι προτίθεται να κάνει ώστε να παρέχει δωρεάν και σε επαρκείς ποσότητες τα μέτρα ατομικής προστασίας (αντισηπτικά, γάντια, μάσκες) που είναι απαραίτητα στα σχολεία;
4. Πως σχεδιάζει την απολύμανση των σχολείων που θα ξεκινήσουν τη λειτουργία τους και για όλη την περίοδο μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς;