Προσεκτικοί θα πρέπει να είναι και φέτος οι έγγαμοι όταν υποβάλλουν τις φορολογικές δηλώσεις για τα εισοδήματα που απέκτησαν κατά τη διάρκεια του 2019.
Τα ζευγάρια θα πρέπει να προσέξουν είκοσι κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας κατά τη συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων.
Οι επιχειρήσεις που εμφάνισαν κέρδη το 2019 θα πληρώσουν λιγότερο φόρο λόγω της μείωσης του φορολογικού συντελεστή στο 24% από 28% που φορολογήθηκαν πέρυσι. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι που πλήρωσαν εμπρόθεσμα και ολόκληρο τον ΦΠΑ του πρώτου τριμήνου θα μπορούν να αφαιρέσουν από τον φόρο εισοδήματος το 25% του ΦΠΑ που κατέβαλαν ενώ λιγότερο φόρο από αυτόν που προκύπτει με το εκκαθαριστικό τους θα πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων που εισπράττουν υποχρεωτικά μειωμένα κατά 40% μισθώματα.
Στους κερδισμένους των φετινών φορολογικών δηλώσεων περιλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι 65 ετών και άνω, οι νέοι επαγγελματίες, οι φιλοξενούμενοι καθώς και οι επαγγελματίες αγρότες.
Οι φορολογικές δηλώσεις για τους έγγαμους – Πού χρειάζεται προσοχή
Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για τον τρόπο υποβολής και εκκαθάρισης των δηλώσεων φορολογίας των εισοδημάτων του 2019, οι έγγαμοι φορολογούμενοι, όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους τα εξής:
1 Κοινή φορολογική δήλωση υποχρεούνται να υποβάλουν όλα τα έγγαμα ζευγάρια που δεν έχουν γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ την πρόθεσή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων.
2 Οι έγγαμοι μπορούν να υποβάλουν χωριστά τις φορολογικές τους δηλώσεις, ο καθένας για τα εισοδήματά του, μόνο εφόσον ο ένας εκ των δύο έχει ήδη γνωστοποιήσει την επιλογή του αυτή στην ΑΑΔΕ μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου. Την επιλογή για χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος αρκούσε να τη γνωστοποιήσει οποιοσδήποτε από τους δύο συζύγους.
3 Η γνωστοποίηση της επιλογής για υποβολή χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος πρέπει να γίνεται κάθε έτος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου. Θα πρέπει δηλαδή η επιλογή για υποβολή χωριστών δηλώσεων να επικαιροποιείται κάθε έτος από τουλάχιστον έναν εκ των δύο συζύγων μέχρι την προθεσμία αυτή, διαφορετικά θα υποβάλλεται κοινή δήλωση.
4 Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους, το εισόδημα του κάθε ανήλικου εξαρτώμενου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο και δεν έχει υποχρέωση υποβολής δικής του δήλωσης προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
5 Στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων. Κι αυτό διότι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων βαρύνουν τον καθένα ατομικά. Συνεπώς, εάν η σύζυγος έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα και τα τεκμήρια της προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε πολύ μεγάλο ύψος, δεν μπορεί να καλύψει την επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος επικαλούμενη τα εισοδήματα του συζύγου. Αυτόματη κάλυψη τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου γίνεται μόνο εφόσον υποβληθεί κοινή δήλωση. Ουσιαστικά, σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους, δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.
6 Στην περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από εγγάμους, το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο, ενώ στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ισχύει ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης 5.000 ευρώ και για τους δύο (2.500 ευρώ για τον καθένα).
7 Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος από τους συζύγους δεν υπάρχει, επίσης, δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού δαπανών βάσει αποδείξεων από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κατοχύρωση του αφορολογήτου. Δηλαδή, εάν ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει πραγματοποιήσει δαπάνες που καλύπτουν το απαιτούμενο ποσοστό επί του εισοδήματός του για την κατοχύρωση του αφορολογήτου, δεν μπορεί να γίνει μεταφορά περισσεύματος δαπανών από τον άλλο σύζυγο, διότι οι δηλώσεις έχουν υποβληθεί χωριστά. Η μεταφορά του περισσεύματος των δαπανών από τον έναν σύζυγο στον άλλο γίνεται αυτόματα κατά την εκκαθάριση της δήλωσης μόνο εφόσον αυτή υποβληθεί από κοινού από τους συζύγους.
8 Σε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης, όταν ένας εκ των δύο συζύγων έχει πραγματοποιήσει δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών που κατοχυρώνουν το αφορολόγητο αλλά ο ίδιος δεν δικαιούται το αφορολόγητο (επειδή π.χ. έχει εισοδήματα μόνο από επιχειρήσεις ή και από ακίνητα), το ποσό των δαπανών του αυτών δύναται κατά την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης να μεταφερθεί ολόκληρο στον άλλο σύζυγο για τυχόν κάλυψη του δικού του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ώστε αυτός να κατοχυρώσει το αφορολόγητο.
9 Προκειμένου να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος πρέπει και οι δύο σύζυγοι να διαθέτουν δικό τους κλειδάριθμο. Η σύζυγος που δεν έχει μέχρι τώρα κλειδάριθμο οφείλει να αποκτήσει προκειμένου κι αυτή να μπορέσει να υποβάλει τη δική της δήλωση.
10 Οι σύζυγοι υποχρεούνται να υποβάλουν χωριστά φορολογικές δηλώσεις χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση στην ΑΑΔΕ, ο καθένας για τα εισοδήματά του, μόνο εφόσον έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας ΔΟΥ με τις παραπάνω μεταβολές.
11 Στο κάτω μέρος του πίνακα 1, στην 1η σελίδα του φετινού εντύπου Ε1, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του φορολογουμένου, περιλαμβάνεται ένδειξη για όσους συζύγους επιλέγουν την υποβολή χωριστών δηλώσεων. Δίπλα από τη φράση «χωριστή δήλωση συζύγων», ο σύζυγος που έχει εκδηλώσει την επιθυμία να υποβάλει χωριστή δήλωση πρέπει να κλικάρει πάνω στη λέξη «ΝΑΙ» και στη συνέχεια να αναγράψει τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου.
12 Στις περιπτώσεις υποβολής χωριστών δηλώσεων, η κύρια κατοικία δηλώνεται από τον κάθε σύζυγο στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτή σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης, αντίστοιχα.
13 Στις περιπτώσεις έγγαμων φορολογουμένων που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων, εφόσον ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιόκτητη είτε δωρεάν παραχωρημένη, ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, οφείλει, στη χωριστή δήλωση που θα υποβάλει, να συμπληρώσει τον κωδικό 801 του πίνακα 6 με τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου, καθώς και τον κωδικό 092 που αφορά στη φιλοξενία, επιλέγοντας, κατά την ηλεκτρονική υποβολή, τη νέα ένδειξη «συνοίκηση με σύζυγο», η οποία έχει προστεθεί στον αναδυόμενο πίνακα επιλογών.
14 Σε κάθε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης από εγγάμους, που έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με τουλάχιστον 67% αναπηρία, τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, οι κωδικοί 005-006 του πίνακα 3 στους οποίους πρέπει να αναγραφεί ο αριθμός των τέκνων αυτών για την εξασφάλιση μείωσης φόρου 200 ευρώ συμπληρώνονται μόνο από τον σύζυγο και, αν ο φόρος του δεν επαρκεί για να αφαιρεθεί ολόκληρο το ποσό της έκπτωσης, τότε το ποσό αυτό πιστώνεται, κατά την εκκαθάριση της δήλωσης, στον φόρο της συζύγου ή του άλλου μέρους του συμφώνου συμβίωσης.
15 Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία έγγαμοι φορολογούμενοι έχουν επιλέξει να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις και έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με αναπηρία τουλάχιστον 67%, τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, η μείωση φόρου των 200 ευρώ πραγματοποιείται άπαξ, μόνο σε έναν σύζυγο, χωρίς να μεταφέρεται το δικαίωμα πίστωσης φόρου στον άλλο σύζυγο. Στις περιπτώσεις αυτές διενεργείται διασταύρωση και, εφόσον διαπιστωθεί από τον έλεγχο ότι το τέκνο με αναπηρία δηλώθηκε και από τους δύο συζύγους, η μείωση φόρου γίνεται στον σύζυγο με τον μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος.
16 Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο, καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα πρέπει να δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους, ώστε και οι δύο, εφόσον είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι, να δικαιούνται αφορολόγητο προσαυξημένο με βάση τον αριθμό των τέκνων.
17 Σε κάθε περίπτωση εγγάμων, είτε υποβάλλουν από κοινού τη δήλωση είτε χωριστά, διενεργείται και φέτος ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και εκδίδονται δύο εκκαθαριστικά σημειώματα, ένα για κάθε σύζυγο. Αυτό, στην περίπτωση της υποβολής κοινής δήλωσης, δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για την κύρια κατοικία, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία ούτε τον τρόπο κάλυψης των τεκμηρίων ούτε την κατοχύρωση του αφορολογήτου. Οι κανόνες οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση με τεκμήριο του καθενός ανάλογα με το τι πραγματικά κατέχει επί ακινήτων και αυτοκινήτων, κάλυψη των τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου και κατοχύρωση του αφορολογήτου του ενός με δαπάνες του άλλου εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται κανονικά. Η διαφορά είναι μόνο ότι, εξαιτίας της έκδοσης δύο ξεχωριστών εκκαθαριστικών, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο (επιστροφή φόρου) του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο του άλλου, ενώ στην περίπτωση που έχουν και οι δύο εκκαθαριστικά σημειώματα με πιστωτικά ποσά, τα ποσά αυτά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.
18 Εφόσον από την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης προκύψει επιπλέον φόρος προς καταβολή, πρέπει να εξοφληθεί είτε εφάπαξ, μέχρι την 31η Ιουλίου, είτε σε τρεις ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την 31η Ιουλίου, η δεύτερη μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου και η τρίτη μέχρι την 30ή Νοεμβρίου 2020.
19 Δεν βεβαιώνεται ποσό φόρου εισοδήματος για καταβολή, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα 30 ευρώ ανά σύζυγο.
20 Δεν επιστρέφεται στον φορολογούμενο ποσό φόρου μικρότερο των 5 ευρώ ανά σύζυγο.