Οι διοικήσεις των τραπεζών δηλώνουν διατεθειμένες να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους για εμπράγματες εξασφαλίσεις στο κομμάτι της χρηματοδότησης που δεν εγγυάται το κράτος.
Σε δύσκολή εξίσωση με αρκετά ζητούμενα εξελίσσεται η χρηματοδότηση της οικονομίας μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Το σχέδιο παροχής κρατικών εγγυήσεων για τη χορήγηση δανείων στις επιχειρήσεις ύψους 7 δισ. ευρώ, παρουσιάζει σύμφωνα με τις τράπεζες ορισμένες ασάφειες, καθώς οι εμπλεκόμενοι δεν ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και δεν έχουν την ίδια στόχευση.
Η κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι επιθυμεί διακαώς να εισρεύσει το ταχύτερο δυνατόν νέο χρήμα στην οικονομία, προκειμένου να περιοριστούν οι δραματικές επιπτώσεις του κορονοϊού και να δημιουργηθούν σχετικά γρήγορα οι προϋποθέσεις ανάκαμψης.
Τραπεζικά στελέχη μιλώντας στο Νews247.gr δεν κρύβουν από την πλευρά τους την προτεραιότητά του πιστωτικού συστήματος σύμφωνα με την οποία είναι ανάγκη να προστατευθούν όσο γίνεται οι ήδη ευάλωτοι ισολογισμούς του από το διαφαινόμενο νέο κύμα κόκκινων δανείων.
Σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις δηλώνουν προς πάσα κατεύθυνση ότι το κύμα ρευστότητας θα πρέπει να διατεθεί με όσο το δυνατόν ελαστικότερα κριτήρια και ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης προκειμένου να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα τόσο για τις ίδιες όσο και για το σύνολο της οικονομίας.
Κομβικό σημείο της διαπραγμάτευσης, όπως έχει γίνει σαφές τις τελευταίες ημέρες είναι το μέγεθος και η ποιότητα των εξασφαλίσεων που θα ζητούν οι τράπεζες προκειμένου να δανειοδοτήσουν με κεφάλαια κίνησης τις επιχειρήσεις. Με δεδομένο μάλιστα ότι μετά δέκα χρόνια κρίσης οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν εκχωρήσει σημαντικό μέρος των εξασφαλίσεων που διαθέτουν, ο κίνδυνος αποκλεισμού τους από τις δανειοδοτήσεις του Ταμείου Εγγυοδοσίας είναι ορατός, εφόσον οι τράπεζες δεν υιοθετήσουν ελαστικότερα κριτήρια.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών ενημέρωσαν την περασμένη βδομάδα τον πρωθυπουργό ότι το πιστωτικό σύστημα είναι διατεθειμένο να περιορίσει τις απαιτήσεις του για για εμπράγματες εξασφαλίσεις στο κομμάτι της χρηματοδότησης που δεν εγγυάται το κράτος, δηλαδή στο 20% του δανείου (ή στο 60% του συνολικού χαρτοφυλακίου εγγυημένων δανείων), υπό τον όρο όμως ότι οι επιχειρήσεις πληρούν δύο αυστηρές προϋποθέσεις. Αυτές είναι:
Να μην έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες άνω των 90 ημερών.
Να μην είναι προβληματικές με βάση τους κοινοτικούς περιορισμούς, δηλαδή η καθαρή τους θέση να μην έχει μειωθεί στο μισό λόγω συσσωρευμένων ζημιών.
Οι επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν αυτά τα δύο χαρακτηριστικά θα μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια κίνησης εγγυημένα από το Δημόσιο σε ποσοστό μέχρι 80%, χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις σε ό,τι αφορά το εγγυημένο από το κράτος τμήμα του δανείου. Αντίθετα, από όσες επιχειρήσεις δεν εμφανίζουν υγιή ισολογισμό – οι ασυνεπείς αποκλείονται ούτως ή άλλως της δανειοδότησης –, οι τράπεζες θα διεκδικήσουν πρόσθετες εξασφαλίσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στα τραπεζικά επιτελεία βάζουν τις τελευταίες πινελιές στο κείμενο της σύμβασης που θα συμφωνηθεί με το οικονομικό επιτελείο τις αμέσως επόμενες μήνες και στο οποίο θα προβλέπεται ότι η κρατική εγγύηση θα καλύπτει το 80% κάθε δανείου, αλλά το ποσοστό αυτό θα περιορίζεται στο 40% για το σύνολο των χαρτοφυλακίου των δανείων που θα δώσει κάθε τράπεζα. Ο περιορισμός αυτός επιβάλλει στις τράπεζες να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικές ώστε το συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιο που θα δημιουργήσουν μέσω της συμμετοχής τους στο Ταμείο να μην «κοκκινίσει» σε ποσοστό άνω του 40%.
Σημείο πάντως που δημιουργεί επιπλέον προβληματισμούς στα τραπεζικά επιτελεία είναι το γεγονός ότι στο νέο Ταμείο που θα λειτουργήσει υπό την ομπρέλα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας εντάσσονται προς δανειοδότηση οι μεγάλες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χωρίς ανώτατο όριο δανεισμού. Έτσι όπως εξηγεί τραπεζικά στέλεχος με εξειδίκευση στην επιχειρηματική τραπεζική «είναι αυτονόητο ότι διαφορετικές εγγυήσεις και εξασφαλίσεις θα πρέπει να προσφέρει μια επιχείρηση προκειμένου να λάβει δάνεια μερικών εκατομμυρίων ευρών και διαφορετικές για ένα δάνεια μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ».
Τέλος στην κριτική που δέχονται οι τράπεζες για καθυστερήσεις στην διάθεση της πολυπόθητης ρευστότητας στην οικονομία, παραπέμπουν με νόημα στα οφειλόμενα του δημοσίου προς τις τράπεζες άνω των 3,5 δις. ευρώ για παλιά εγγυημένα δάνεια, γεγονός που δημιουργεί κακό προηγούμενο και επιφυλακτικότητα από την πλευρά των τραπεζών, που προσπαθούν να αποφύγουν με κάθε τρόπο το διαφαινόμενο νέο κύμα κόκκινων δανείων.