Τους τελευταίους μήνες η Τουρκία έχει επιλέξει την τακτική της κλιμάκωσης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενέργειες όπως, οι μαζικές παραβιάσεις του Εθνικού Εναέριου Χώρου και ο πολύ υψηλός αριθμός των εμπλοκών και υπερπτήσεων, οι κινήσεις των τουρκικών ερευνητικών σκαφών στην Κυπριακή αλλά και στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως του «Oruc Reis», αλλά και η εργαλειοποίηση των προσφύγων και μεταναστών στα σύνορα του Έβρου με προφανή σκοπό την αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, είναι χαρακτηριστικά της τουρκικής προκλητικότητας.
Αποκορύφωμα της προκλητικής στάσης ήταν η δημοσίευση των αιτημάτων της ΤΡΑΟ στην τουρκική εφημερίδα της κυβερνήσεως, για έρευνες μέσα στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, στα ανοιχτά της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κάσου!
Αποτελεί λοιπόν σημείο άξιο προσοχής, ότι μετά την υπογραφή της Συμφωνίας για την οριοθέτηση των ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μεβούτ Τσαβούσογλου, στο πλαίσιο συνάντησής του με τον Ιταλό ομόλογό του, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την Συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας, διαπιστώνοντας πως η Ελλάδα τελικά «διαπραγματεύεται και συζητά». Δήλωσε δε την επιθυμία, η Ελλάδα να προσέγγιζε με τον ίδιο τρόπο και τις υφιστάμενες διαφορές της με την Τουρκία.
Λίγες ημέρες αργότερα, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα σημείωνε, ότι η Ελλάδα αρνείται επί χρόνια να συζητήσει με την Τουρκία, προκειμένου να επιλύσει «τις μακροχρόνιες διαφορές στο Αιγαίο Πέλαγος» και έκανε λόγο για μία «απολυταρχική σκέψη στη διαμόρφωση της Ελληνικής πολιτικής», αφού: «η Ελλάδα στην ουσία αποφασίζει να χαράξει γραμμές στα ύδατα και πεισματικά αρνείται να μας μιλήσει». Καταλήγει δε εκτιμώντας, πως αυτή η στάση, μετά την συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας φαίνεται να «εξελίσσεται» και πως η Ελλάδα «άρχισε να επιλύει μακροχρόνια ζητήματα» με τις γειτονικές της χώρες.
Την ίδια ημέρα, ο Μεβούτ Τσαβούσογλου, ερωτηθείς από την «Süddeutsche Zeitung» πως θα αντιδράσει η Τουρκία σε περίπτωση που το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό εμποδίσει τουρκικές γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, απάντησε προκλητικά: «ας προσπαθήσει», εκτιμώντας πως δεν θα τολμήσει κανείς να σταματήσει τα τουρκικά γεωτρύπανα και πως η Τουρκία «θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα».
Διαπιστώνουμε συνεπώς πως η επίσημη τουρκική ρητορική ενσωματώνει τρία στοιχεία: την απειλή, την προθυμία για συζήτηση και διαπραγμάτευση και την κατηγορία, πως η Αθήνα, σκεπτόμενη απολυταρχικά, αρνείται να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Με αυτή την τακτική η Τουρκία προσπαθεί να στείλει το μήνυμα στην διεθνή κοινότητα, ότι έχει όλη την καλή διάθεση να συζητήσει και να διαπραγματευτεί με την Ελλάδα, αλλά η τελευταία είναι που αρνείται. Ίσως η ξεκάθαρη και ομόρροπη προς την Ελλάδα στάση της ΕΕ, των ΗΠΑ, της Γαλλίας κ.α., να συνετέλεσε ώστε η γείτονα χώρα να στραφεί – υποκριτικά – προς τον διάλογο…
Πως όμως μπορεί να λάβει χώρα ένας διάλογος, όταν η προκλητικότητα των Τούρκων στον Εθνικό Εναέριο και Θαλάσσιο Χώρο βρίσκεται στα ύψη, όταν καθημερινά εκτοξεύονται απειλές και όταν αγνοούνται επιδεικτικά οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου;
Κυρίως όμως, κανένας διάλογος δεν πρέπει να ξεκινήσει προτού συμφωνήσουμε στην ατζέντα. Και για την Ελλάδα, το μόνο ζήτημα που αποτελεί Ελληνοτουρκική διαφορά, είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας των ακτών και των νησιών στο Αιγαίο. Τίποτε άλλο δεν τίθεται υπό συζήτηση και διαπραγμάτευση, γιατί πολύ απλά αποτελούν μονομερείς και παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Και αυτό θα πρέπει να ξεκαθαριστεί σε φίλους, συμμάχους και εταίρους…
Η Ελλάδα ενεργεί πάντοτε στο πλαίσιο των Διεθνών Συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου. Υπερασπίζεται με πάθος τα Εθνικά Κυριαρχικά της Δικαιώματα, θέτει κόκκινες γραμμές, προετοιμάζεται και είναι έτοιμη να αντιδράσει αν χρειαστεί.
Το ερώτημα είναι πόσο θα το τραβήξει ο Ερντογάν…
* Δημοσιεύθηκε στο new-deal.gr στις 23/6/2020