Είκοσι χρόνια πέρασαν κιόλας. Τότε η Κέρκυρα έχασε, καθώς έφυγε από τη ζωή, τον πιο σημαντικό Δικαστή, ναι με κεφαλαίο το δέλτα, που γέννησε ποτέ. Αν υποθέσατε ότι υπερβάλλουμε, ορίστε τι ανέφερε για ‘κείνον τις 5 Μαρτίου 1977 σε ανακοίνωσή της η φειδωλή σε χαρακτηρισμούς των μελών της Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών: «Είμαστε υπερήφανοι που μέσα από τις τάξεις μας ένας εξαίρετος συνάδελφός μας, ο Σύμβουλος της Επικρατείας Σπύρος Πλασκοβίτης με τη χειρονομία του να παραιτηθεί έσωσε την έννοια της Δικαιοσύνης στον τόπο μας. Η πράξη του αυτή τον τοποθετεί αυτόματα δίπλα στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη».
Ήταν και λογοτέχνης, συγγραφέας. Ο κορυφαίος μεταπολεμικός της Κέρκυρας.
Τις 26 Φεβρουαρίου 1977 υπέβαλε την παραίτησή του από δικαστής, αντιδρώντας στη δικαστική αθώωση σειράς υπευθύνων, κατά τη γνώμη του, για τη σφαγή στο Πολυτεχνείο τέσσερα χρόνια νωρίτερα από τη Χούντα. Απ’ το στρατιωτικό καθεστώς που είχε φυλακίσει και τον ίδιο.
Μόνο από απέραντο σεβασμό στην εορτή του πολιούχου του νησιού μας δεν επιδιώξαμε να αναρτηθούν οι λέξεις αυτές ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, στη γιορτή του ονόματός του δηλαδή. Καλύτερα ίσως τώρα, όμως. Ακριβώς σήμερα, το 1977, έδινε σ’ έναν 18χρονο Κερκυραίο-αναγνώστη έργων του την πρώτη του μάλλον εκτεταμένη κοινωνικοπολιτική συνέντευξη για κερκυραϊκή εφημερίδα. Για το σωσμένο αρχειακά στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας «Κερκυραϊκό Βήμα» της οικογένειας Σπύρου και Κώστα Μπαλού εκείνης της περιόδου.
Δικαστής μέχρι πριν από λίγους μήνες, στη συνέντευξη που αναφέραμε και σε άλλες συνεντεύξεις του στην Αθήνα και στην Κέρκυρα δεν δίσταζε να κάνει λόγο για «φονιάδες της Κέρκυρας». Να καλεί «να μην παραδοθούν τα “όσια και τα ιερά” της Κέρκυρας» ποτέ και για κανέναν λόγο σε οικονομικό «καταστροφικό παραλήρημα» και «στο πνεύμα της μεταπρατικής εκμετάλλευσης των πάντων».
Συνεπείς ήταν οι δηλώσεις του, δηλαδή, με όσα ακριβώς ανέφερε ο ίδιος ιδιωτικώς και πριν εκφέρει δημοσίως αυτή την κατηγορία για ένα έγκλημα που συντελείται όπως έλεγε στο νησί μας, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, που με το ευπώλητο πια και στο εξωτερικό μυθιστόρημά του «Η πόλη», με αναφορές πολλές στον ξενοδοχειακό τομέα, στον άνομο πλούτο και στην ταξική κοινωνική διάρθρωση της προπολεμικής περιόδου, τόσο ωραία ύμνησε.
Σε απόλυτη συνέπεια, επίσης, με τις αξίες που υπηρέτησε ως ανώτερος δικαστής στην Αθήνα, σε πλείστες όσες υποθέσεις εξέτασε διερευνώντας και το γράμμα και το πνεύμα των νόμων.
Εβδομήντα πέντε περίπου χρόνια μετά, ας προσθέσουμε, από τότε που πολύ πριν από αυτόν ένας σπουδαίος άλλος λόγιος στην Κέρκυρα, ο Νικόλαος Κονεμένος, είχε βγάλει ένα βιβλιαράκι με τον προκλητικό τίτλο «Κλέφτες και φονιάδες» για την κοινωνική, ταξική αδικία.
Περισσότερο απ’ όλα, στη ματιά του για τη μεταχουντική Κέρκυρα, τον Σπύρο Πλασκοβίτη εξόργιζε η χωρίς σεβασμό στο τοπίο επενδυτική «αξιοποίηση» από μεγάλα πορτοφόλια εκείνης της πλευράς της πόλης μας που ονομάζουμε Κανόνι. Είχε δηλώσει τότε:
«Τώρα η Κέρκυρα ζει πουλώντας το χώμα της και κατασπαράζοντας τις ακτές της και τις δασωμένες της πλαγιές. Τούτος ο βιασμός της ομορφιάς της ξεπέρασε, στη διάρκεια της δικτατορίας, κάθε προηγούμενο. Θα χρειαζόταν, σίγουρα, ειδικό δικαστήριο και μόνο για να λογοδοτήσουν οι φονιάδες του Κανονιού -μιας από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες του κόσμου- που το κατάστρεψαν, το ανασκολόπισαν, το θάψανε μέσα στο μπετόν… Η τουριστική “αξιοποίηση” της Κέρκυρας, όπως έγινε και εξακολουθεί να γίνεται, δεν είναι υπερβολή να τη χαρακτηρίσει κανείς σαν τη δεύτερη συμφορά της, έπειτα από την καταστροφή μεγάλου μέρους της πολιτείας από τους βομβαρδισμούς στη διάρκεια του πολέμου. Η σημερινή “αξιοποίηση” βομβαρδίζει κάθε σπιθαμή της κερκυραϊκής ακρογιαλιάς, κάθε χρόνο με καινούργιες ποσότητες μπετόν. Πόσο μπορεί να αντέξει;».
Είχε χαιρετίσει με ενθουσιασμό το 1976 τη σωτήρια κινητοποίηση του κερκυραϊκού λαού -όταν οι Κερκυραίοι έδειξαν ότι δεν αστειεύονταν!- που είχε σώσει το νησάκι Βίδο από τη βουλιμία αραβικού βασιλικού οίκου.
Μήπως τα λόγια του για τους «φονιάδες» είναι πολύ επίκαιρα, φίλες και φίλοι, με διάφορα όσα φαραωνικά κυοφορούνται, νομότυπα υποθέτουμε ή με επίφαση νομιμότητας, αυτή τη φορά λίγα μόνο χιλιόμετρα από την πόλη μας στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού;
Υποστηρικτής μιας λίγο-πολύ διαφορετικής κοινωνίας από αυτή την οποία βιώνουμε σήμερα, ήταν ο Σπύρος Πλασκοβίτης. Δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά σοσιαλιστής, αριστερός δημοκράτης, με μάλλον πολύ προοδευτικές, εφάμιλλες απόψεις σε πολλά ζητήματα. Χρημάτισε και βουλευτής Επικρατείας κόμματος όταν θα γινόταν «Αλλαγή» και γίνανε μόνο αλλαγές, καθώς και ευρωβουλευτής, για να διαχωρίσει τελικά τη θέση του, χωρίς βαρύγδουπα λόγια. «Το καινούργιο δεν ήρθε», είπε. Δεν τον ενδιέφερε, δεν τον συγκινούσε καμία «κυβέρνηση διαχείρισης της εξουσίας» των ισχυρών και κατεστημένων νοοτροπιών και συμφερόντων.
Ήταν τόσο έντιμος δικαστής, λογοτέχνης, άνθρωπος, δημοκράτης!
Που το 1977 βγήκαν με κοινή δήλωση να τον υπερασπιστούν, εξαίροντας την ακεραιότητά του, τέτοιου μεγέθους και κύρους προσωπικότητες με διαφορετικές προοδευτικές και πιο συντηρητικές πεποιθήσεις όσο: η Έλλη Αλεξίου, η Ελένη Βακαλό, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Τάσος Βουρνάς, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο δικός μας Νάσος Δετζώρτζης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Παύλος Ζάννας, η Άλκη Ζέη, ο Νίκος Κεσανλής, ο Γιάννης Κοντός, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Μένης Κουμανταρέας, η Τατιάνα Μιλλιέξ, η Κωστούλα Μητροπούλου, ο φυλακισμένος επί χρόνια στην Κέρκυρα ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν που το 1957 είχε φτιάξει ευχετήριες κάρτες για όλους τους κρατούμενους με προσωπογραφία του Διονύσιου Σολωμού και είχε πρωτοστατήσει σε έρανο στη φυλακή για την αναστήλωση του σπιτιού του Ποιητή στα Μουράγια, ο Νίκος Παπαπερικλής, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Χρήστος Ροζάκης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Ζήσης Σκάρος, ο Κώστας Ταχτσής, ο Στρατής Τσίρκας, η Μαρία Φαραντούρη. Κι άλλοι πολλοί μαζί τους.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών Περικλή Παγκράτη και τα αφιερώματα του σολωμικού περιοδικού «Πόρφυρας» στον μεγαλωμένο στην οδό Σολωμού δικαστή, λογοτεχνικά ο Σπύρος Πλασκοβίτης επηρεάστηκε βαθιά από τον άλλο, κορυφαίο μεγάλο Κερκυραίο ομότεχνό του θαυμαστή του Διονύσιου Σολωμού: τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.
Υπήρξε, εκτός των άλλων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, ενώ στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής, όταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είχε τεθεί επικεφαλής της Ένωσης Επτανησίων Αθηνών καθιστώντας την τμήμα του ΕΑΜ για την Εθνική Αντίσταση, αυτός εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Στη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου δοκίμασε με άλλο ψευδώνυμο τον λογοτεχνικό βηματισμό του, όπως νωρίτερα απ’ αυτόν και ο Γιάννης Ρίτσος. Τιμήθηκε με Α’ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος. Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, καθώς και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων ως το 1996, τέσσερα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.
Να κι ένα περίγραμμα θέσεων του Σπύρου Πλασκ(ασ)οβίτη μέσα από δικά του δημοσιεύματα και συνεντεύξεις που όλες τους η Αθηνά Μεϊντάση έχει την καλοσύνη να συγκεντρώνει:
* «Όχι τίμιε δικαστή. Όσο κι αν το προσπαθούν, δεν θα το κατορθώσουν. Όσο υπάρχουν τίμιοι άνθρωποι. Όσο υπάρχει η νεολαία του Πολυτεχνείου και εκείνοι που πήραν τη σκυτάλη από τους ηρωικούς υπερασπιστές του!», έγραφε στη «Δικηγορική» το 1977 για τις ασταμάτητες προσπάθειες των ισχυρών να υποτάσσουν τη Δικαιοσύνη.
* «Η σύγκρουση των προοδευτικών λαϊκών δυνάμεων με τις δυνάμεις του καπιταλισμού ογκώνεται», είχε σημειώσει, σε πείσμα των καιρών, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» το 1986, όταν θέριευαν παλιά και νέα μεγάλα επιχειρηματικά «τζάκια».
* «Το πιο γνήσιο λαϊκό στοιχείο, ο χωριάτης, ο εργάτης, ο άνθρωπος της γειτονιάς, ο μικρέμπορος, ένας αριθμός διανοούμενων και ένας αριθμός φωτισμένων αστών», τόνιζε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1978, «είναι αυτοί που σηκώνουν πάντα τα βάρη των περιπετειών σ’ αυτή τη χώρα, τους αδιάκοπους δυσβάσταχτους αγώνες του τόπου για την κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας».
* «Η Κέρκυρα διαλέχτηκε σαν ένα αναπαυτήριο αυτοκρατόρων, πριγκίπων και βασιλιάδων. Ίσως σ’ αυτό οφείλεται ότι δημιουργήθηκε ένα τόσο έντονο δημοκρατικό αίσθημα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού» στο νησί, σημείωνε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Κερκυραϊκό Βήμα» το 1977.
* «Στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας (…) να γίνουν οι άνθρωποι της Τέχνης κατά κάποιον τρόπο απόστολοι (…) απέναντι στην καταπιεστική και παραπλανητική κοινωνία της εποχής», τόνιζε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 1988. «Ο ίδιος ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να ζει μέσα στην κοινωνία και την εποχή του και το έργο του να αποτελεί μαρτυρία της».
* «Χρειαζόμαστε γενναία ιδεολογική αντίδραση και πολιτική πράξη. Δεν περιμένω θαύματα και θαυματοποιούς (…) Πιστεύω ότι η ουσιαστική δημοκρατία, η απελευθέρωσή μας από τη χαμερπή συμφεροντολογία, από τη θεοποίηση του χρήματος (…) δεν μπορούν να προέλθουν παρά μέσα από έναν ανανεωμένο και τολμηρό σοσιαλισμό και από καρδιές θρεμμένες στην ανθρωπιστική παράδοση της μαρξιστικής θεωρίας», δήλωνε στην «Ελευθεροτυπία» το 1993.
* «Η νεο-καπιταλιστική έφοδος στον κόσμο» και άλλοι παράγοντες όπως «αδιέξοδα στον αγώνα για οικονομική επικράτηση και κοινωνική ισχύ», σημείωνε στην Κέρκυρα το 1992 μιλώντας σε συνέδριο για τον Κερκυραίο επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Κωνσταντίνο Θεοτόκη των αρχών του αιώνα του, αλλά μεταξύ άλλων και για την πτώση των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων στην ανθρώπινη Ιστορία, ανέστρεψαν «το αγωνιστικό φρόνημα της πεζογραφίας, που εδίδαξε με το υψηλό παράδειγμά του ο Κ. Θ. (…) Αν δεν ήταν από πολλά χρόνια μακριά του κόσμου τούτου ο Κ. Θ., θ’ άκουγε σίγουρα, από κάποιον κριτικό της ρουτίνας ότι (…) ιδεολογίες δεν υπάρχουν πια (…) Τέλος, θα του καταλόγιζαν και την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, ως καταδίκη για το “πιστεύω” του (…) Το να νιώθεις όμως την ομορφιά, τον αέρα της αλήθειας, όθε κι αν προέρχεται, είναι κάτι που δεν εξηγείται και δεν χαρίζεται άκοπα σε κανένα».
Ο Κωνσταντίνος Σοφούλης διέσωσε λίγα για τη φυλάκιση του σεμνού Κερκυραίου δικαστή-αγωνιστή από τη Χούντα που δεν έχασε ποτέ την αισιοδοξία του για τη Νίκη του ανθρώπου στον αιώνιο αγώνα για να δαμάσει ό,τι μοιάζει αδάμαστο:
«Είχα και αυτή την τύχη! Να υποδεχτώ, μαζί με τους άλλους συγκρατουμένους, τον Σπύρο Πλασκοβίτη στην πρώτη Ακτίνα των φυλακών της Αίγινας, όταν τον μετέφεραν τελικά εκεί μετά την δίκη του. Τον είδα να δρασκελά με αιδημοσύνη μικρού παιδιού την “κιγκλίδα”, δηλαδή το κατώφλι της καγκελόπορτας που χώριζε το προαύλιό μας από τον κεντρικό υπαίθριο διάδρομο της φυλακής. Με κουστούμι σχετικά σιδερωμένο, καλοξυρισμένος και καλοχτενισμένος να κουβαλά τα λίγα υπάρχοντα του και κασονάκι ασήκωτο με βιβλία, να στέκεται αμήχανος με ένα καλοσυνάτο υπομειδίαμα μπροστά στο σμάρι ημών των “παλιών” που σπεύδαμε να τον αγκαλιάσουμε και να τον φιλήσουμε σταυρωτά για το καλωσόρισμα. Ο Σπύρος ήταν ένα μεγάλο παιδί. Ένα σοφό παιδί, είναι αλήθεια, αλλά παιδί. Θα το διαπίστωνα σχεδόν καθημερινά για τα επόμενα τρία χρόνια που ζήσαμε μαζί στην Αίγινα και αργότερα στον Κορυδαλλό (…) Την βραδιά που έφεραν τον Παναγούλη στο κελί των μελλοθανάτων και τον ξενυχτούσαμε πίσω από τα σιδερόφραχτα παράθυρα με τραγούδια του Θεοδωράκη, ο Σπύρος συνεχώς μουρμούριζε “είναι μπλόφα. Δεν είναι δυνατόν να εκτελέσουν το παιδί” (…) Πάνω-κάτω στην αυλή, με βήμα γοργό, πάνω κάτω στο κελί με πιο σκεπτικό διασκελισμό, μετρούσαμε μέτρα που αθροίζονταν σε χιλιόμετρα. Μας έδιναν την ψευδαίσθηση ότι περιπατούσαμε στους λόγκους και τις ράχες. Ελεύθεροι».
Ο δικός μας Νίκος Κούρκουλος, θυμίζουμε, στην τελευταία κινηματογραφική του παρουσία το 1982 πρωταγωνίστησε, λες και ανταπέδιδε κάτι εκ μέρους όλων μας, στην ταινία -και τηλεοπτική σειρά μετά- του έργου του Πλασκοβίτη «Το Φράγμα».
Επρόκειτο για ταινία που πήρε μέρος αργότερα στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ο Επτανήσιος λογοτέχνης, κριτικός και τιμημένος με Α’ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, ανιψιός του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, το 1980 στο περιοδικό «Διαβάζω» στάθηκε στον τρόπο με τον οποίο ο Πλασκοβίτης είδε στο λογοτεχνικό του έργο την «ανάπλαση» της Κέρκυρας, ως Βανδέας της ελληνικής μοναρχίας.
Ερμήνευσε ως εξής τις προειδοποιήσεις του αν ο λαός χαλαρώσει:
«Κέρκυρα, η τιμωρία σου θα ‘ναι ακόμα μεγαλύτερος οικονομικός εκπεσμός!».
«Μας χρειάζονται τέτοια παραδείγματα για να κρατάμε συνεχώς ψηλά το κεφάλι, παλεύοντας για τα μεγάλα μας ιδανικά: για τη λευτεριά και την πρόοδο», είχε γράψει για εκείνον στον «Ριζοσπάστη» το 1975 η Λιλή Ζωγράφου.
Κριτικοί λογοτεχνίας, πανεπιστημιακοί, δικαστές και αγωνιστές της ζωής και της προστασίας του Περιβάλλοντος με λίγο-πολύ διαφορετικές οπτικές συμπέραναν, ο καθένας με τα δικά του λόγια και ιδιαιτέρως ο καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Μιχάλης Μερακλής το 1992, ότι ο Σπύρος Πλασκοβίτης είχε καταφέρει να μην αλλοτριωθεί από το πολιτικό σύστημα. Εξέφραζε απεριόριστα τον θαυμασμό του για τον φτωχό, τον καθημερινό άνθρωπο-βιοπαλαιστή. Στο πρόσωπο των απλών ανθρώπων αντίκριζε όλους εκείνους που αντιμετώπισαν δύσκολες καταστάσεις. Που πολέμησαν για τον τόπο και για το καλό του λαού. Που μπορούν και να σώσουν την Κέρκυρα, τον λαό της από κάθε «κλέφτη» και «φονιά» της ομορφιάς της.
Ως κοινωνικός αγωνιστής και, κυρίως, ως ακέραιος χαρακτήρας προασπίστηκε τις αρχές της δημοκρατίας, της ισονομίας, της ισοτιμίας και της ελευθερίας.
Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Διακήρυσσε ότι ο λαός, όσες «μοιραίες κάμψεις» κι αν παρουσιάζει, «δεν παραδίνεται εύκολα».
Ατρόμητος ως δικαστικός λειτουργός, ιδιαιτέρως όταν το Περιβάλλον γινόταν βορά ατομικού ιντερέσο, ακόμη κι όταν μειοψηφούσε ή μπορεί να γινόταν στόχος μεγάλων συμφερόντων.
Είχε εκδώσει διήγημα με τον τίτλο «Οι γονατισμένοι», χωρίς ο ίδιος να γονατίσει.
Έριχνε άπλετο φως σε σκοτεινές υποθέσεις, όπως στο διήγημά του «Η θύελλα και το φανάρι».
Γαλήνιος.
Χαμογελαστός.
Με κεφαλαίο όπως είπαμε το δέλτα Δικαστής!