Φέρει επτανησιακή υπογραφή και αποτελεί ενδεχομένως, τολμούμε να πούμε, τη σημαντικότερη και πιο εμπεριστατωμένη συνθετική Αριστερή ιστορική – πολιτική μονογραφία για τη ζωή και το έργο του Κερκυραίου πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Συγγραφέας της είναι η Επτανήσια πολιτικός που ηγήθηκε του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας επί δύο και πλέον δεκαετίες.
Αναφερόμαστε στη μακροσκελέστατη μονογραφία της πρώην Γενικής Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγας με τον τίτλο «Η περίοδος διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια», που περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ «1821, Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους».
Αποτέλεσμα, προφανώς, πολύμηνης και πολύμοχθης έρευνας και μελέτης για την προσωπικότητα και τη δράση του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, το κείμενο αυτό εισφέρει, θα λέγαμε, νέες διαστάσεις στην προβληματική γύρω από την προσωπικότητα και τη δράση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας και θεμελιωτή του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους.
Τον τοποθετεί, καταρχάς, με αξιοσημείωτη διεισδυτικότητα στην εποχή του. Συγχρόνως, εξετάζει με πολιτικά και κοινωνικά-ταξικά κριτήρια την πολιτική και διπλωματική δράση του στην Κέρκυρα, στα άλλα Ιόνια νησιά, στο εξωτερικό όταν αυτός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε διεθνείς υποθέσεις από τη θέση του διπλωμάτη της τσαρικής Ρωσίας, καθώς και, κυρίως, στην επαναστατημένη Ελλάδα, όταν ανέλαβε την ευθύνη του Κυβερνήτη μέχρι τη δολοφονία του, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, τα βασικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα και τους περιορισμούς της εποχής του στην Ελλάδα και διεθνώς. Από αυτή την άποψη, αλλά και με τον πλούτο των στοιχείων, επιχειρημάτων και εκδοχών που παραθέτει, εισφέρει μια νέα και διαφοροποιημένη οπτική στην ευρύτερη, μέχρι τώρα, θεώρηση από την ανυπότακτη Αριστερά της ζωής και του έργου της προσωπικότητας που σφράγισε με τη δράση της τη δημιουργία της σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η εξαιρετική, επιτρέψτε μας να πούμε, ιστορική και πολιτική μονογραφία της πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Ι. Καποδίστρια δεν παραλείπει να καταρρίπτει αστήρικτες και άδικες κατηγορίες που έχουν ένθεν κακείθεν εκτοξευτεί κατά του Κυβερνήτη. Επίσης, επισημαίνει σειρά φωτεινών πρωτοβουλιών και διαφοροποιήσεών του στη διεθνή πολιτική σκηνή και εξηγεί το γενικότερο πλαίσιο δυνατοτήτων και περιορισμών μέσα στο οποίο αυτός κινήθηκε. Εστιάζει, πέραν των επί μέρους πλευρών, στην ουσία της πολιτικής του. Αναδεικνύει συγχρόνως, ως κυρίαρχο κριτήριο, την ταξική διάσταση της πολιτικής του, συνεκτιμώντας την προσωπική ιδεολογική σκευή του και το γεγονός ότι η ελληνική Επανάσταση δεν ήταν μόνο εθνικοαπελευθερωτική, αλλά και αστική, με σαφή ταξική διάσταση, αφού είχε ως ηγετική κινητήρια δύναμή της την ανερχόμενη αστική τάξη. Οι αναπόφευκτες συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης της εποχής, λόγω των αντικρουόμενων επί μέρους συμφερόντων και των διαφορετικών θέσεων αυτών των κοινωνικών δυνάμεων για τις προτεραιότητες και τη μορφή του νέου κράτους, ήταν άλλωστε και οι βασικές αιτίες, σύμφωνα με τη συγγραφέα της μονογραφίας, για την αντιπολίτευση που ο Ι. Καποδίστριας αντιμετώπισε στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Ακόμη, αποκαλύπτει τους ιδιοτελείς ταξικούς λόγους για τους οποίους η κυρίαρχη τάξη σήμερα, συχνά και δήθεν αταξικά, επιδίδεται πατριδοκαπηλικά σε πλειοδοσία ύμνων στο όνομα του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ολόκληρο εξάλλου το τετρακοσίων σελίδων βιβλίο παραθέτει πληθώρα στοιχείων για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης, που τεκμηριώνουν τον χαρακτηρισμό της από το ΚΚΕ ως αστικής και εθνικοαπελευθερωτικής. Όπως εξηγείται, οι ποταμοί αίματος που εισέφερε η επαναστατημένη φτωχολογιά δεν είχαν πολιτικό αντίκρισμα, λόγω αδυναμίας της να συγκροτήσει δικό της, διακριτό πολιτικό λόγο και πλαίσιο, αν και σε απομνημονεύματα του υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Φωτάκου, όπως επισημαίνεται, αγνοί αγωνιστές της φτωχολογιάς, σε αντίθεση με συγκριτικά προνομιούχους κοτζαμπάσηδες και προκρίτους, έβλεπαν στην Επανάσταση την έναρξη μιας νέας εποχής όπου «οι τελευταίοι έσονται πρώτοι», όπως θα λέγαμε σήμερα, προσδοκώντας μια εποχή δικαιοσύνης, ισότητας και αδελφοσύνης σύμφωνη τουλάχιστον με τις διακηρύξεις της γαλλικής αστικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, που κατά τον Κολοκοτρώνη είχαν «ανοίξει τα μάτια» τους.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε προ ημερών από τον εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή» με φροντίδα του Τμήματος Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων σ’ αυτό, οφείλουμε να πούμε, τρεις ακόμη μελέτες-εργασίες Επτανησίων. Πρόκειται για μελέτες της Μαρίνας Λαβράνου με θέμα τα Συντάγματα της Επανάστασης, του Μηνά Αντύπα για την οικονομική ανάπτυξη στον ελληνικό χώρο τα χρόνια πριν την Επανάσταση και τη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης και τον Διονύση Αρβανιτάκη σχετικά με την ιδιοκτησία της γης στον μετέπειτα ελληνικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο. Συνολικά, συμπεριλαμβανομένων χρονολογίου και βιβλιογραφίας για την Επανάσταση, παρουσιάζει δεκατρείς εργασίες-μελέτες για το ’21. Από τον εντυπωσιακό κατάλογο της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι για την επανεκτίμηση της Ιστορίας της δημιουργίας του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους, καθώς και της ζωής και του έργου του πρώτου Κυβερνήτη, έχουν ληφθεί υπόψη όχι μόνο δεκάδες παλαιές, αλλά και δεκάδες νεότερες μελέτες και επεξεργασίες Ελλήνων και ξένων ιστορικών και ερευνητών με ποικίλες ιδεολογικές αποχρώσεις για την Επανάσταση και τον Ι. Καποδίστρια. Ο όγκος των στοιχείων που παρατίθενται για τον ρόλο, τη θέση, τη συμβολή και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων είναι πραγματικά εντυπωσιακός.
Με προφανή γνώση της επτανησιακής Ιστορίας, ως Επτανήσια και η ίδια, η πρώτη γυναίκα αρχηγός ελληνικού πολιτικού κόμματος δεν στέκεται μόνο, όπως θα υπέθετε κανείς από τον τίτλο της εργασίας της, στα κυβερνητικά πεπραγμένα του πρώτου Κυβερνήτη της σύγχρονης Ελλάδας. Στις σαράντα σελίδες της συνθετικής και στοιχειοθετημένης με εκτεταμένη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία μελέτης της για τον Καποδίστρια εκκινεί από τα πρώτα διπλωματικά και πολιτικά βήματά του στην Κέρκυρα και την υπό ρωσοτουρκική κυριαρχία Επτάνησο Πολιτεία της εποχής του, σημειώνοντας ότι, ενώ αποτελούσε γόνο αριστοκρατικής οικογένειας της Κέρκυρας, από την περίοδο των σπουδών του στην Πάντοβα ήλθε «σε επαφή με τις ιδέες του ιταλικού και γενικότερα του ευρωπαϊκού αστικού διαφωτισμού, του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας και πολιτικής για την οριστική νίκη της αστικής τάξης κατά της φεουδαρχικής». Παραθέτει σειρά στοιχείων για τις ανάμειξή του στις υποθέσεις κατοχύρωσης συνταγματικού χάρτη με διοικητική αυτονομία στα Επτάνησα, αλλά και για τη συμμετοχή του σε καταστολή λαϊκών αντιδράσεων, καθώς επίσης για την αντίδρασή του αργότερα από τη θέση εκπροσώπου της διπλωματίας της Ρωσίας, την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας στα νησιά του Ιονίου, στις βαθιά αυταρχικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο πρώτος Άγγλος αρμοστής στα Επτάνησα. Η ανάμειξή του στις υποθέσεις της Επτανήσου αποτέλεσε το «εφαλτήριο για την ανάδειξή του στη ρωσική και ευρωπαϊκή διπλωματία».
Σε ξεχωριστό κεφάλαιο εξετάζεται ο ρόλος του στη ρωσική διπλωματία και στη δημιουργία της «Νέας Ευρώπης», στο πλαίσιο διεθνών διπλωματικών συνεδρίων και αποστολών. Αν και κατά περίπτωση παρουσίαζε διαφοροποιήσεις, «ο συνταγματικός φιλελευθερισμός του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως εμφανίστηκε όταν ήταν εκπρόσωπος της Ρωσίας», επισημαίνει η Αλέκα Παπαρήγα, «εκφραζόταν με την ιδέα της δημιουργίας ενός συμβουλευτικού ή και νομοθετικού σώματος που θα αντιπροσώπευε τις αστικές δυνάμεις, με το επιχείρημα ότι αυτές αποτελούσαν διαφωτισμένα τμήματα του λαού». Συγχρόνως, «επέμενε στην τυπική διατύπωση για τα ίσα δικαιώματα των μικρών λαών».
Παραθέτοντας σειρά σχετικών στοιχείων, η πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σημειώνει ότι «η πολιτική δραστηριότητα και πείρα του Καποδίστρια, πριν γίνει κυβερνήτης της Ελλάδας, αναπτύχθηκε σε μια περίοδο όπου κυοφορούνταν αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις και αστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στα περισσότερα εκ των οποίων συμμετείχαν ένοπλοι αγρότες, ακόμα και εργάτες, υπό την ηγεσία της αστικής τάξης, που επιδίωκε την πλήρη κατάκτηση της εξουσίας». Για να προσθέσει: «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν εχθρός των κοινωνικών επαναστάσεων όταν έπαιρναν μέρος ένοπλες λαϊκές δυνάμεις που εξέφραζαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό και τη δυσαρέσκεια για τη φτώχεια και την καταπίεσή τους». Οι τοποθετήσεις του, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνες που αφορούσαν τη συγκρότηση συνταγματικών καθεστώτων με μονοπρόσωπες Αρχές χωρίς την ταυτόχρονη θεσμοθέτηση και πλήρη λειτουργία κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης όπου κατ’ αυτόν οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες, «αντιπροσώπευαν μια συμβιβαστική μεταρρυθμιστική θέση για το πολιτικό πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό», αλλά «έπαιρναν υπόψη τους την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής» και «δεν ταυτίζονταν με προσπάθεια συντήρησης των φεουδαρχικών καθεστώτων».
Σε επόμενο κεφάλαιο για τη στάση του Καποδίστρια στην ελληνική Επανάσταση παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, στοιχεία για τη συνάντησή του το 1819 στην Κέρκυρα με οπλαρχηγούς, όπου οι τελευταίοι του είχαν πει «Μας ομιλείτε για το μέλλον και την ανατροφή των παιδιών μας τη στιγμή που μας λείπει και το καθημερινό ψωμί και δεν έχουμε τίποτα», για τη θέση του ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να απελευθερωθεί χωρίς ν’ αντικατασταθεί «το τουρκικόν σαρίκι με πίλον ευρωπαϊκό» και την πεποίθησή του ότι χρειαζόταν προπάντων η «ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας». Ακόμη, εξετάζονται οι πολλαπλές εκδοχές και ερμηνείες για την πολιτική στάση του έναντι της Φιλικής Εταιρείας και της απόφασης για την έναρξη της Επανάστασης.
Αναλύοντας το έργο του ως Κυβερνήτη, αλλά και τις αντιθέσεις που αυτό προκάλεσε, η κυρία Παπαρήγα καθιστά σαφή τα όρια τόσο της πιο συντηρητικής και της πιο προοδευτικής πολιτικής πλευράς του με τα συγκεκριμένα μέτρα της διακυβέρνησής του, καταγράφοντας σε ξεχωριστά κεφάλαια τις γενικές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες της διακυβέρνησής του, τις κινήσεις του για τη συγκρότηση συγκεντρωτικού αστικού κράτους και εθνικού τακτικού στρατού, καθώς και για τη διοικητική οργάνωση της επικράτειας. Επίσης, στέκεται στην κοινωνικο-οικονομική πολιτική και τον ανεπιτυχή σχεδιασμό του για τη διανομή των εθνικών γαιών σε ακτήμονες, καθώς «πρόκρινε την ενίσχυση της μικροϊδιοκτησίας από την περαιτέρω ενίσχυση των μεγαλογαιοκτημόνων-προκρίτων, παρότι δεν ήταν αντίθετος στις μεγάλες εκμεταλλεύσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό». Σε άλλα κεφάλαια εξετάζει ακόμη τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική του, τις προσπάθειες δημιουργίας δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την οργάνωση της Δικαιοσύνης και την εκπαιδευτική πολιτική της διακυβέρνησής του.
Περιγράφοντας τις ακόμα και ένοπλες συγκρούσεις και τις διαμάχες συγκεκριμένων οικονομικά ισχυρών και άλλων μερίδων που διεκδικούσαν την πρωτοκαθεδρία σε επί μέρους περιοχές και συνολικά στο νέο κράτος για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και προτεραιοτήτων, η Αλέκα Παπαρήγα σημειώνει ότι ήταν «ιστορική αναγκαιότητα» να συγκροτηθεί «ένα κέντρο εξουσίας της απελευθερωμένης Ελλάδας, που θα ερχόταν σε ρήξη με τις οθωμανικές δομές και τις φεουδαρχικές σχέσεις», έστω με «συνταγματική μονοπρόσωπη πολιτική εξουσία» σε πρώτη φάση. Εκτιμά ότι «αυτή η αναγκαιότητα εκφράστηκε με τη νίκη της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης που συγκεντρώθηκε γύρω από τους εφοπλιστές», κυρίως.
Εξετάζοντας τη θέση του λαού στη διάρκεια της καποδιστριακής διοίκησης, η Επτανήσια πολιτικός σημειώνει χαρακτηριστικά για την πολιτική που ακολουθήθηκε: «Οι λαϊκές δυνάμεις, οι ακτήμονες και η φτωχολογιά, αν και ζούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης και παρότι ο Καποδίστριας προχώρησε σε απειροελάχιστες παροχές προς αυτούς, που δε βελτίωναν καθόλου τη θέση τους από τη σκληρή εκμετάλλευση των γαιοκτημόνων, στο βαθμό που οι υποσχέσεις του για διανομή της γης δεν υλοποιήθηκαν, δεν ήταν σε θέση -τη συγκεκριμένη περίοδο- ν’ αντιτάξουν λαϊκή αντιπολίτευση». Με την ελπίδα της αναδιανομής της γης και χωρίς πλαίσιο αιτημάτων είχαν εγκλωβιστεί «ανάμεσα στη διαπάλη των ηγετικών δυνάμεων της Επανάστασης».
Στο δοσμένο περιβάλλον κοινωνικών-ταξικών αντιθέσεων, ο Ι. Καποδίστριας, σύμφωνα με την Αλέκα Παπαρήγα, «κινήθηκε, σε γενικές γραμμές, στην κατεύθυνση της ενοποίησης της εσωτερικής αγοράς, που αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής». Ταυτόχρονα, στο πεδίο των διεθνών συμμαχιών του νέου κράτους έδρασε «ως ρεαλιστής αστός πολιτικός».
Σε ξεχωριστό κεφάλαιο η μελέτη αναλύει με πληθώρα στοιχείων τη δράση, τους συντελεστές και το ταξικό υπόβαθρο της αντιπολίτευσης στη διακυβέρνησή του, καθώς και τον ρόλο των ξένων Δυνάμεων στην κορύφωση της αντιπολιτευτικής αντεπίθεσης συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων.
Επίσης, σε επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια, όπου και θέτει, μεταξύ άλλων, ένα σημαντικό θέμα που θα έπρεπε ίσως να είχε ήδη απασχολήσει και τους κυβερνώντες, ενόψει και του εορτασμού των 200 χρόνων της Επανάστασης: Στα βρετανικά κρατικά αρχεία, εκατόν ενενήντα περίπου χρόνια περίπου μετά τη δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, παραμένει απόρρητος ο φάκελος που αφορά τη δολοφονία του!
Η κυρία Παπαρήγα επισημαίνει, ακόμη, ότι μετά τη δολοφονία του, παρόλο που ακολουθήθηκε η ίδια πολιτική της περιόδου 1827-1831, «αναδείχτηκαν περισσότερο οι αρνητικές πλευρές της δράσης του Ι. Καποδίστρια και υποβαθμίστηκαν οι προσπάθειές του για τη συγκρότηση των βάσεων ενός αστικού κράτους». Εκτιμά ότι στη διάρκεια της θητείας του ο Καποδίστριας «υπηρέτησε, σε δύσκολες συνθήκες, τους ταξικούς στόχους της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, με αποφασιστικότητα, αλλά και με ελιγμούς, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, ανάλογα με τις συνθήκες και τα εμπόδια που είχε ν’ αντιμετωπίσει, κατά την προσωπική του πολιτική πείρα και σκέψη».
Στο κείμενό της δίνει τη δική της εξήγηση όσον αφορά το κάτω από ποιες συνθήκες και πώς ο Ι. Καποδίστριας, ενώ δεν πρέσβευε γενικά την καταστολή της κοινοβουλευτικής λειτουργίας και αντιπολίτευσης, «προτίμησε την κατάργηση του Συντάγματος, την αναστολή της λειτουργίας της Εθνοσυνέλευσης, τον παραγκωνισμό ικανών αστών ηγετών», χωρίς να παραλείπει να επισημαίνει κατακριτέες πολιτικές μεθοδεύσεις του στην εκλογή πληρεξουσίων. Επίσης, απορρίπτει τις κατηγορίες ότι ο Κυβερνήτης ήταν όργανο της τσαρικής Ρωσίας, σημειώνοντας: «Ο Ιωάννης Καποδίστριας απέβλεπε στη ρωσική στήριξη, όμως δεν πολιτεύτηκε ως όργανό της, όπως κατηγορήθηκε σκοπίμως και αδίκως».
Η πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και νυν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ τοποθετεί λοιπόν τον Κυβερνήτη στην εποχή του, εξετάζει όλες τις πλευρές και εκδοχές του δύσκολου έργου του και συμπεραίνει, καταληκτικά, ότι «η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στα πρώτα βήματα της συγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους ήταν σημαντική και ουσιαστική». Επιπλέον, ερμηνεύοντας τους ύμνους που συχνά διατυπώνονται από πολιτικούς εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης για το πρόσωπό του, επισημαίνει ότι ακριβώς ο λόγος που προαναφέρθηκε είναι η αιτία για την οποία «η σημερινή αστική τάξη και οι ιστορικοί της επιστήμονες στην πλειοψηφία τους τον υμνούν», καθώς τον θεωρούν «τον πρώτο ιδρυτή του αστικού κράτους και των οργάνων του στην πρωτόλεια για το ξεκίνημα μορφή τους, ως αφετηρία για την ανάπτυξη των αστικών σχέσεων και την προοδευτική κατάργηση των προκαπιταλιστικών, φεουδαρχικών ή μεταβατικών προς τον καπιταλισμό σχέσεων».
Πρόκειται, όπως είναι φανερό νομίζουμε, για σημαντική και υποδειγματική συμβολή στην ιστορική έρευνα και κριτική αποτίμηση του πολύπλευρου έργου του πρώτου Κυβερνήτη μας. Απουσιάζουν από τη μονογραφία άδικοι και εντυπωσιοθηρικοί αφορισμοί ή και αταίριαστα και αδόκιμα, ιδεαλιστικά μεταφυσικά υμνολόγια για ό,τι ωφέλιμο για τον λαό έπραξε ο Ι. Καποδίστριας, η σορός του οποίου, ας θυμίσουμε εδώ, είχε μεταφερθεί από συγγενείς του στην Κέρκυρα από το Ναύπλιο έξι μήνες μετά τη δολοφονία και είχε ενταφιαστεί στη Μονή Πλατυτέρας νυχτερινές ώρες και μυστικά, κατόπιν απαίτησης της αγγλικής διοίκησης και υποτελών τοπικών αρχών του νησιού, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης των εθνικών αισθημάτων και της αντίδρασης του λαού της Κέρκυρας στη βρετανική καταπίεση στα Ιόνια νησιά.
Το κείμενο της Αλέκας Παπαρήγα, όπως σημειώνεται στον πρόλογο του βιβλίου που θέτει και το γενικότερο ζήτημα της επαναστατικής ανάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους κοινωνικούς συμμάχους της για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αναδεικνύει πρωτίστως «τον αστικό χαρακτήρα του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση». Η αστική τάξη, όπως προστίθεται, ενώ αποτελούσε συντελεστή προόδου για την ανθρωπότητα τις αρχές του 19ου αιώνα, έχει πια μεταβληθεί σε τροχοπέδη της προόδου.
Δεν είναι και τόσο αθώοι, λοιπόν, οι μονοδιάστατοι, αφειδώλευτοι και δήθεν αταξικοί διθύραμβοι που σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς ακούμε όλο και πιο συχνά από επίσημα χείλη στην Κέρκυρα και στα άλλα νησιά του Ιονίου για τον Ιωάννη Καποδίστρια, από όσους τον εννοούν κατά βάθος ως πολιτικό Πατριάρχη της ηγεμονίας της ελληνικής αστικής τάξης, που ανέλαβε τότε την εξουσία. «Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της φορείς», επισημαίνεται στον πρόλογο της έκδοσης, «χρησιμοποιούν τις επετείους της Επανάστασης του 1821, προκειμένου να προωθήσουν το βασικό αστικό ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας. Με άλλα λόγια, ταυτίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, προκειμένου να προωθήσουν τις εκάστοτε προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας».
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, δεν γνωρίζουμε άλλη καλύτερη από αυτήν της Επτανήσιας κυρίας Παπαρήγα, ολοκληρωμένη, με σφαιρική αντίληψη, υπεύθυνη και τεκμηριωμένη, συνθετική πολιτικοκοινωνική παρουσίαση του Ιωάννη Καποδίστρια χωρίς μεταφυσική. Έλειπε τόσον καιρό!
Ας μας επιτραπεί, τέλος, να αφιερώσουμε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση στη μνήμη του εμβληματικού Κερκυραίου κομμουνιστή φιλόλογου Νίκου Βαρότση (1881-1977), που είχε πρωτοστατήσει το 1918 στη συμμετοχή της τοπικής σοσιαλιστικής οργάνωσης στο ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (από το 1924: ΚΚΕ), αγωνίστηκε σθεναρά για τις ιδέες του, την 21η Απριλίου 1967 σε ηλικία 86 ετών είχε κληθεί από τους τοποτηρητές της Χούντας να προσέλθει στο Παλαιό Φρούριο της πόλης φέροντας μαζί του σκεύη φαγητού, παραπανίσια ρούχα και κουβέρτες ενόψει εγκλεισμού του στο Φρούριο και παραπομπής του σε στρατοδικείο και τη δεκαετία του 1960 είχε μεταφράσει 176 ξενόγλωσσες επιστολές του Ιωάννη Καποδίστρια για να φωτίσει τις ιδέες και το έργο του.
* Στη φωτογραφία εικονίζεται η κυρία Αλέκα Παπαρήγα σε πολιτική συγκέντρωση του ΚΚΕ στην Κέρκυρα τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990.