«Το ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι οι θεσμοί είναι ισχυροί (…) Πρέπει να μάθει το πολιτικό σύστημα να απαντάει ενιαία στους εχθρούς του πολιτεύματος»1.
Μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου για τη Χρυσή Αυγή, οι αστικές δυνάμεις έχουν ξεδιπλώσει μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική εκστρατεία με δύο αλληλένδετες επιδιώξεις:
α) Από τη μία να εξαγνίσουν την αστική δημοκρατία, προβάλλοντας ότι το λεγόμενο «κράτος δικαίου» επιβάλλει μέσα από τους θεσμούς του τη νομιμότητα, αποτελώντας τον εγγυητή της πολιτικής «ομαλότητας».
Κρύβεται έτσι ότι η ΧΑ γαλουχήθηκε και γιγαντώθηκε στους κόλπους της αστικής δημοκρατίας, μέσα από τα πολυπλόκαμα φανερά και κρυφά νήματα που τη συνδέουν με τους κρατικούς μηχανισμούς, τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και την εργοδοσία. Επιβεβαιώνεται η επισήμανση που είχε κάνει το ΚΚΕ από την πρώτη φάση της εκλογικής ανόδου της ΧΑ (σε συνθήκες αναδιάταξης του αστικού πολιτικού συστήματος και αναγκαίων ελιγμών για τον εγκλωβισμό και το χτύπημα της λαϊκής αγανάκτησης), ότι ο φασισμός ως μακρύ χέρι του κεφαλαίου αποτελεί δύναμη που άλλοτε ενισχύεται και άλλοτε «αποσύρεται» από το σύστημα, με γνώμονα τις συνθήκες και τις ανάγκες της καπιταλιστικής διαχείρισης.
β) Παράλληλα, επιστρατεύεται η παγιωμένη μέθοδος επίθεσης ενάντια στο ταξικό εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ με τη συκοφαντική θεωρία των «δύο άκρων». Αναφέρεται ενδεικτικά σε σχετική αρθρογραφία: «Η απόφαση του δικαστηρίου, όμως, ήταν και ένα σαφές μήνυμα προειδοποίησης προς όλους όσοι στο μέλλον σκεφτούν να στραφούν κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος (…) Με τη βία, δεξιά και αριστερή, έχουμε ακόμη μέλλον»2.
Επιχειρείται έτσι να τσουβαλιαστούν οι αγώνες του λαού, οι μορφές πάλης που επιλέγει, με τη ναζιστική εγκληματική δράση. Να εξομοιωθούν οι εγκληματικές ενέργειες που στρέφονται ενάντια σε συνδικαλιστές, εργάτες και φτωχούς μετανάστες (βίαιες ενέργειες που θρέφονται και μέσα από διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό) με τη λαϊκή διαμαρτυρία που στρέφεται ενάντια στους καπιταλιστές και το σιδερόφρακτο κράτος τους.
Επιπλέον, η επίθεση αυτή υπενθυμίζει ότι ο πραγματικός εχθρός που βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο του κεφαλαίου και του κράτους του είναι οι αγώνες των εργαζομένων, η μαζική δράση του εργατικού – λαϊκού κινήματος, η πρωτοπόρα παρέμβαση των κομμουνιστών, που βαφτίζονται «εχθροί του πολιτεύματος».
ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μαζί στη θωράκιση του αστικού κράτους
Οσοι επικαλούνται το «κράτος δικαίου» και την αυστηρή τήρηση της νομιμότητας ενάντια στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, κρύβουν ότι στην καπιταλιστική κοινωνία το κράτος είναι ταξικό. Ούτε ουδέτερο είναι ούτε υπηρετεί αμερόληπτα τα συμφέροντα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Σε τελευταία ανάλυση, η λειτουργία του αστικού κράτους εξασφαλίζει τη δυνατότητα μιας μικρής μειοψηφίας να εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία, είναι η νομοθετική – πολιτική θωράκιση της οικονομικής κυριαρχίας της τάξης των καπιταλιστών.
Αυτήν την κυριαρχία υπηρετούν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, εξασφαλίζοντας με συνέπεια τη «συνέχεια» και τη θωράκιση της αστικής εξουσίας.
Μπορεί σήμερα η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ να τσακώνονται ψευδεπίγραφα σχετικά με το ποιος τα προηγούμενα χρόνια «χάιδεψε» περισσότερο ή λιγότερο τη ΧΑ επιδιώκοντας εκλογικά και πολιτικά οφέλη, αλλά και οι δύο ως κυβέρνηση υπηρέτησαν πιστά την ενίσχυση του αστικού κράτους και τον εμπλουτισμό του αντιλαϊκού νομοθετικού οπλοστασίου του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε νομοθετικά το δρόμο για το χτύπημα στο δικαίωμα στη απεργία, ενώ η ΝΔ συμπλήρωσε με τον κατάπτυστο νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων.
Και οι δύο αποδέχονται την επίσημη αντικομμουνιστική πολιτική της ΕΕ, που εξισώνει το φασισμό – ναζισμό με τον κομμουνισμό, και την περιβόητη ευρωπαϊκή πολιτική ενάντια στον λεγόμενο «ριζοσπαστισμό», που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τη φασιστική βία, τη θρησκευτική βία και τη δράση του λαϊκού κινήματος.
Και οι δύο συνέχισαν τη θωράκιση των αντιλαϊκών νόμων, με ενδεικτικό παράδειγμα το άρθρο 187Α, που θεσπίστηκε με τους λεγόμενους «τρομονόμους»: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν ακούμπησε την αντιλαϊκή νομοθεσία, αλλά την εκσυγχρόνισε και διεύρυνε το πλαίσιό της, ενώ ενισχύθηκε και μετά την «αλλαγή σκυτάλης» με την κυβέρνηση της ΝΔ.
Στο έδαφος αυτής της πολιτικής πείρας, το ΚΚΕ τόνισε από την πρώτη στιγμή ότι και για το ζήτημα της δίκης της ΧΑ απαιτείται λαϊκή εγρήγορση, ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εφησυχασμός, καμία αυταπάτη.
Η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου ασφαλώς εναρμονίζεται με την πραγματικότητα και τα συντριπτικά στοιχεία της εγκληματικής δράσης της ΧΑ, όπως επίσης με το λαϊκό αίσθημα και τη μαχητική καταδίκη ενάντια στο φασιστικό – ναζιστικό μόρφωμα, η οποία εκφράστηκε πολύμορφα από εργατικά σωματεία, λαϊκές κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ίδια δικαστήρια, με το ίδιο νομικό οπλοστάσιο, είναι εκείνα που βγάζουν απεργίες παράνομες, που αθωώνουν τα εργοδοτικά εγκλήματα, που καταδικάζουν τη συνδικαλιστική δράση πρωτοπόρων εργατών, που δικάζουν κομμουνιστές.
Το κράτος και το «μονοπώλιο της βίας»
Δεν υπάρχει επομένως νομιμότητα γενικά, αλλά νομιμότητα εκπορευόμενη από την κυρίαρχη τάξη, που ασκείται υπέρ της και εδράζεται στις κυρίαρχες, εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Η αστική κυριαρχία εδράζεται πρώτα απ’ όλα σε μια «αδιόρατη» αλλά πανταχού παρούσα δύναμη επιβολής, στον οικονομικό καταναγκασμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Δείχνοντας ότι το έδαφος των οικονομικών σχέσεων είναι εκείνο πάνω στο οποίο υψώνεται η πολιτική οργάνωση της βίας από την κυρίαρχη τάξη, ο Ενγκελς επισημαίνει: «Κάθε πολιτική βία στηρίζεται αρχικά σε μια οικονομική και κοινωνική λειτουργία (…) η βία είναι μόνο το μέσο, ενώ το οικονομικό όφελος είναι ο σκοπός»3.
Το αστικό κράτος είναι η οργανωμένη και θεσμοθετημένη βία της τάξης των καπιταλιστών που πηγάζει από αυτή την οικονομική της κυριαρχία. Συνεκτικά και με όλες του τις λειτουργίες, με πειθώ και πειθαναγκασμό, επιδιώκει να εξασφαλίζει τη συναίνεση και υποταγή στην αστική εξουσία. Είναι γνωστή η διατύπωση του μεγάλου αστού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ για το κράτος ως «κάτοχο του μονοπωλίου της νόμιμης βίας».
Από αυτή τη σκοπιά, κάθε αμφισβήτηση της «ιερότητας» της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας καταγγέλλεται, καταδικάζεται και ενίοτε διώκεται, καθώς αντιβαίνει στους νόμους του αστικού κράτους.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος σχολιασμού ακόμα και των μαθητικών κινητοποιήσεων από γνωστό επιφυλλιδογράφο, ο οποίος αναφέρει ότι σε μία – κατά τον ίδιο – «ευνομούμενη» πολιτεία «η αστυνομία θα είχε εντοπίσει, με βεβαιότητα, ποιο κόμμα ή ποιο γκρουπούσκουλο είχε μοιράσει τις σημαίες στα εφηβάκια. Το ίδιο βράδυ, ο αρμόδιος εισαγγελέας θα είχε απαγορεύσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου κόμματος και θα είχε μηνύσει τους αυτουργούς», ενώ καταλήγει σε υψηλούς τόνους αντικομμουνιστικών κηρυγμάτων της Γυάρου και Μακρονήσου: «Εβδομήντα χρόνια μετά από ένα οργανωμένο έγκλημα ένοπλης ανταρσίας, κόμματος ιδεολογικά ξενόφερτου, έξωθεν χρηματοδοτούμενου και εξοπλιζόμενου (…) αυτό το κόμμα, με τη λεοντή κοινοβουλευτικής ψιμυθίωσης, επιβάλλει τις συμβολικές του σημαιούλες στα σχολεία, προετοιμάζει, από την ντοπαρισμένη πιτσιρικαρία, τους αυριανούς αιθεροβάμονες νοσταλγούς του ”παραδείσιου” ολοκληρωτισμού»4.
Με άλλα λόγια, καταδικάζονται η δίκαιη λαϊκή διεκδίκηση και οι μορφές του αγώνα που καλλιεργούν την ανυπακοή απέναντι στο άδικο εκμεταλλευτικό σύστημα. Είναι γνωστό βέβαια ότι για τους αστούς η επίκληση στη λαϊκή κυριαρχία και στη λαϊκή βούληση γίνεται μόνο στο βαθμό που ο λαός αποδέχεται την καπιταλιστική εξουσία. Οταν ο λαός αποφασίζει να παλέψει ενάντιά της, τότε η περιβόητη λαϊκή βούληση εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον.
Ο λαός έχει τη δύναμη να χειραφετηθεί
Από τα παραπάνω παραδείγματα αναδεικνύεται ότι ο στόχος των αστικών δυνάμεων είναι βαθύτερος και με στρατηγική οπτική. Είναι ενδεικτική πρόσφατη (3/10/20) τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη: «Δεν θα ήμασταν επιτυχημένοι στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας αν δεν είχαμε καταφέρει να κάνουμε τους πολίτες να εμπλακούν πιο ενεργά και να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της κυβέρνησης – εννοώ το κράτος και όχι απαραίτητα την εκλεγμένη κυβέρνηση – και των πολιτών».
Δεν επιδιώκουν μόνο την αποδοχή του ενός ή του άλλου κυβερνητικού μέτρου, ή του εκάστοτε πολιτικού διαχειριστή της εξουσίας του κεφαλαίου. Αλλά την ενίσχυση της συναίνεσης στην αστική πολιτική συνολικά, της εμπιστοσύνης στους κρατικούς καπιταλιστικούς θεσμούς, της αποδοχής της θεσμοθετημένης βίας της κυρίαρχης τάξης.
Η επίθεση στο λαϊκό κίνημα και στο ΚΚΕ με το επιχείρημα ότι κινούνται «στα όρια της νομιμότητας» απλά επιβεβαιώνει ότι στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας μπορεί να γίνεται «ανεκτή» η διακήρυξη στα λόγια του στόχου του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, αρκεί αυτή να μη συνδέεται με μαζική δράση οργάνωσης και κινητοποίησης λαϊκών δυνάμεων ενάντια στα συμφέροντα και την εξουσία του κεφαλαίου.
Οταν η αστική εξουσία νιώθει να απειλείται, τότε αποκαλύπτεται πλήρως το αποκρουστικό πρόσωπο της δικτατορίας του κεφαλαίου. Οπως σημείωνε ο Μαρξ για τους επαναστατημένους Γάλλους προλετάριους: «Κάθε φορά που (…) έσβηνε ο ενοχλητικός θόρυβος του κοινοβουλίου (…) φαινόταν ολοκάθαρα ότι έλειπε μονάχα ένα πράγμα για να ολοκληρωθεί η πραγματική όψη αυτής της δημοκρατίας: (…) ν’ αντικατασταθεί η δημοκρατική επιγραφή: ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα, με τις απαρερμήνευτες λέξεις: πεζικό, ιππικό, πυροβολικό»5.
Υποσημειώσεις:
1. Από το κύριο άρθρο της «Καθημερινής» την επομένη της δικαστικής απόφασης για τη ΧΑ, 8/10/20.
2. «Καθημερινή», 11/10/2020.
3. Φ. Ενγκελς, «Αντι-Ντύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 204 και 233.
4. «Καθημερινή», 11/10/20.
5. Κ. Μαρξ, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 67.