Φαίνεται ότι η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας δεν μπορούν να προωθήσουν άμεσα, όπως σχεδίαζαν, με το νέο έτος την ψήφιση και εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την εκπαίδευση αντιλαμβανόμενοι συν τοις άλλοις και τις διαθέσεις αντιστάσεις των εκπαιδευτικών. Αναδιπλώνονται, σχεδιάζουν και εξαπολύουν προπαγανδιστικές βολές για να προετοιμάσουν το έδαφος για την αρχή της επόμενη σχολικής χρονιάς, για να συνεχίσουν στον δρόμο των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ για την «εμπέδωση της κουλτούρας αξιολόγησης» σύμφωνα με τις κατευθύνσεις και τις συμβουλές των ΟΟΣΑ και ΔΝΤ.
Αξιολόγηση: οξυγόνο ή δηλητήριο για την εκπαίδευση;
Ο πρόεδρος του ΙΕΠ Αντωνίου έχει δηλώσει ότι η αξιολόγηση αποτελεί το «οξυγόνο» των εκπαιδευτικών συστημάτων, το εργαλείο για την ανάπτυξη της δυναμικής τους και της προσαρμογής τους στις ανάγκες της εποχής, και ότι η «Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια έμεινε έξω από αυτόν τον γενικό κανόνα, που αποτελεί δομικό στοιχείο των εκπαιδευτικών συστημάτων του πολιτισμένου κόσμου». (ΕΘΝΟΣ της Κυριακής. Επιπλέον η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως: «Σχεδιάζουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης πρώτα των σχολικών μονάδων και εν συνεχεία των εκπαιδευτικών, με αποκλειστικό στόχο τη διαρκή βελτίωση, την επιβράβευση αλλά και την αναβάθμιση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου συνολικά. Η αξιολόγηση θα συνδέεται με την αντιμετώπιση αδυναμιών σε επίπεδο σχολικής μονάδας και με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, που θα είναι εστιασμένη στις ανάγκες τους. Πιστεύουμε και επενδύουμε στους δασκάλους και στους καθηγητές μας».
Όποιες διακηρύξεις, όποιων κυβερνήσεων και να διαβάσει κανείς για την αξιολόγηση θα διαπιστώσει ότι προβάλλεται σαν το μαγικό ραβδί «δια πάσαν νόσον» που θεραπεύει με αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση, όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.
Η Νταϊάν Ράβιτς, διακεκριμένη Αμερικανίδα καθηγήτρια με ειδίκευση στην εκπαιδευτική πολιτική, εξηγεί γιατί, μετά την εμπειρία της ως υφυπουργός Παιδείας επί Τζορτζ Μπους πατρός, έπαψε να υπερασπίζεται την αξιολόγηση:
«Σήμερα δεν πιστεύω πια πως η αξιολόγηση ή η επιλογή σχολείου μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως είχαμε ελπίσει. … Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία…. Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. … Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές..»
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
Αξιολόγηση: μηχανισμός ανατροπής εργασιακών σχέσεων και ιδεολογικής χειραγώγησης
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΕΠ Ι. Αντωνίου το σχέδιο για την αξιολόγηση θα καθορίζει με λεπτομέρειες την αξιολογική πυραμίδα, τις κατηγορίες και τα υποκριτήριά τους, βάσει των οποίων αξιολογείται κάθε παράγοντας της αξιολογικής πυραμίδας, δηλαδή σχολεία, στελέχη Εκπαίδευσης και εκπαιδευτικοί…. Απαντώντας στις ανησυχίες των εκπαιδευτικών, ο κ. Ι. Αντωνίου -λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας του ΙΕΠ είχε δηλώσει ότι «αντιπαρέρχομαι τη μυθολογία περί τιμωρητισμού, δηλώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η αξιολόγηση που θα εφαρμόσουμε δεν τιμωρεί, διορθώνει. Υπάρχει η εμπειρία της εφαρμογής αξιολογικού συστήματος, που προέβλεπε το ΠΔ 152, η οποία έφτασε έως τα στελέχη της Εκπαίδευσης το 2014, το σύστημα που εφαρμόστηκε στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία το 2013-14 και το σύστημα αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων την ίδια περίοδο.
Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση». Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Στρατηγικός στόχος να οικοδομήσουν ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.
Να θυμίσουμε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152, που υπερασπίζεται ο πρόεδρος του ΙΕΠ και οι επιτελείς της κυβέρνησης, κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών:
Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5):
α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί,
β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί
γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και
δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.
Οι εκπαιδευτικοί που σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 4 «χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτήρια σε μια εκ των κατηγοριών χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, ασχέτως συνολικής βαθμολογίας». Έτσι «εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011(ΦΕΚ Α 226)» για το ενιαίο μισθολόγιο που προβλέπει: «Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προακτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δυο (2) έτη»
Δεν υπάρχουν «αντικειμενικά» και «μετρήσιμα» κριτήρια. Ανταγωνισμός και χειραγώγηση
Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές, από το κλίμα στην τάξη μέχρι τη χρήση νέων τεχνολογιών ή την προετοιμασία για τη διδασκαλία.
Η αξιολόγηση ως αυταρχική διαδικασία, αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική τάξη και το σχολείο εντείνει τον ανταγωνισμό, εθίζει στη δουλοπρέπεια με αποτέλεσμα η ελεύθερη σκέψη και η όποια παιδαγωγική αυτονομία να αντικαθίστανται από την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο. Επιπλέον προκαλεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, κατατάσσοντάς τους σε κατηγορίες : «ελλιπείς», «επαρκείς», «πολύ καλοί», «εξαιρετικοί». Ταυτόχρονα, η διαπλοκή του κομματικού – κυβερνητικού μηχανισμού με την αξιολογική ιεραρχία, απειλεί να εγκαθιδρύσει μια ιδιόμορφη «δικτατορία των αξιολογητών»!
Προβάλλει τον εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες ουσιαστικά δεν αποτελούν αντικείμενο της αξιολόγησης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.
Ας τους …απορρίψουμε!
Οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός).
Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να αντισταθεί με προσανατολισμό την ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και της πολιτικής κυβέρνησης – Ε.Ε. – Ο.Ο.Σ.Α. Να διεκδικήσει παράλληλα την κατάρεγηση του νόμου για τις νέες δομές και όλο το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης. Να προβάλει το αίτημα: Όχι στην αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση. Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο.
Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση – όχι για να εξωραϊσουμε την αξιολόγηση – και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια «άλλη» κοινωνία.
Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου και του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά