Το νησί μας, η Κέρκυρα, αυτός ο μαγευτικός, καταπράσινος τόπος -ακόμα τουλάχιστον- εδώ και μερικές δεκαετίες “αναπτύσσεται” ταχύτατα ως “τουριστικό προϊόν”.
Εκεί λοιπόν που κάποτε το πράσινο έφτανε στη γραμμή του ορίζοντα και ανακατευόταν με το γαλαζοπράσινο του ουρανού, ξεφύτρωσαν βίλες με πισίνες και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, εκεί που οι παραλίες γαλήνιες γέμιζαν κόκκινο-μωβ του δειλινού, ξεφύτρωσαν ταβέρνες και μπαρ με μουσικές στο διαπασών που ανακατεύονται μεταξύ τους δημιουργώντας έναν κακοποιητικό μουσικό παροξυσμό.
Σαν τα μανιτάρια, άναρχα, ο καθένας έστηνε όπου ήθελε το δικό του μικρό ή μεγαλύτερο τουριστικό κατάλυμα, το δικό του μαγαζί. Άνθρωποι που μεγάλωσαν στα χωράφια και στις ελιές, επένδυαν τους κόπους της ζωής τους για να χαρίσουν μια καλύτερη ζωή στα παιδιά τους, πιο “ξεκούραστη”, ή έτσι νόμιζαν τουλάχιστον.
Κι έπειτα, ήρθαν τα μεγαθήρια ξενοδοχεία το ένα μετά το άλλο, τα “εργοστάσια του τουρισμού” με το “all inclusive”. Κάποιοι έπρεπε να δουλεύουν σε αυτά, να τα λειτουργούν (μιλώντας πάντα για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και όχι για τις μικρές, οικογενειακές, που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα συνήθως μόνοι τους…).
Αυτοί που είχαν την τύχη να γεννηθούν από πλούσια σπερματοζωάρια και να έχουν χρήμα για να τα φτιάξουν ή γνωριμίες με τραπεζίτες, δεν μπορούσαν να τα λειτουργούν από μόνοι τους. Χρειάζονταν κι εμάς. (Χωρίς εσένα “γρανάζι δεν γυρνά” που λέει και το σοφό σύνθημα).
Έτσι, εγκαταλείφτηκαν οι ελιές και λόγγιασαν, άρχισαν να κόβονται οι επιδοτήσεις και η τιμή του ελαιόλαδου που καθόριζε η ΕΕ, μαρτυρούσε ότι η ενασχόληση με τα αγροτικά και γενικότερα τον πρωτογενή τομέα, τον τομέα της παραγωγής, δεν μπορούσε να ζήσει τους κατοίκους.
Με τις σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες που έχουμε πλέον, το κέρδος από αυτού του είδους την ενασχόληση είναι πολύ λίγο για να είναι αρκετό.
Ο τουρισμός μας έδωσε μια λύση λοιπόν, είχε μια πρόταση: “Ελάτε να με υπηρετήσετε” μας είπε και θα “καλυφθείτε επαρκώς οικονομικά”.
Δουλεύοντας με τρελά ωράρια και η πλειοψηφία χωρίς ρεπό, μ’ αιματηρές οικονομίες, αγοράζαμε το “I phone 3.678”. Έτσι στο τρίλεπτο που ξεκλέβαμε για τουαλέτα, μπορούσαμε να δούμε στο facebook και στο Instagram τις φωτογραφίες του δειλινού στη Βουλιαγμένη, στην Καλαμάτα, στην Αυστραλία. Παρηγοριά στο πικρό μας παράπονο “δεν έχω κάνει μπάνιο στη θάλασσα εδώ και 20 χρόνια, κι ας μένω δίπλα της…”.
Ο τουρισμός για το κέρδος, έχει κι άλλες αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες. Πάνω από το 80% των ακτών της Μεσογείου, διατρέχουν άμεσο κίνδυνο περιβαλλοντικής και οικονομικής κατάρρευσης λόγω υπερεκμετάλλευσης. Επίσης έχει υψηλές ενεργειακές απαιτήσεις, και κατέχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης στις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου, στη ρύπανση των υδάτων, στην παραγωγή βουνών από σκουπίδια, το ζήσαμε κι εδώ στην Κέρκυρα και ξέρουμε…
Το φετινό καλοκαίρι, εντελώς διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα… Και τον χλωμό σερβιτόρο που δεν πάτησε στη θάλασσα εδώ και 20 χρόνια, τον βλέπεις μαυρισμένο Λατίνο εραστή που απολαμβάνει το μπάνιο με τα παιδάκια και τη γυναίκα του.
Με ελάχιστα ή καθόλου λεφτά στην τσέπη, τον βλέπεις να χτίζει κάστρα στην άμμο παρέα με το μικρό του που ακόμη μπουσουλάει και μ’ ένα πικρό χαμόγελο αναρωτιέσαι: Μήπως πήραμε τη ζωή μας λάθος;
Αντιγράφοντας τον Ντάριο Φο, ναι, θα μπορούσαμε να ζήσουμε με λιγότερες φανφάρες. Χωρίς πλαστικό και με λιγότερα ξενοδοχεία-τέρατα, με λιγότερα σκουπίδια. Μπορούμε να παράγουμε το λάδι, τα κηπευτικά μας και να μην τα εισάγουμε. Με λιγότερη δουλειά, μόνιμη, χωρίς καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων.
Μπορούμε να γκρεμίσουμε αυτή τη φυλακή. Και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο με περισσότερο χρόνο για τη θάλασσα, για τα παιδιά, για τον εαυτό μας. Για πολιτισμό, τέχνες, αθλητισμό. Έναν κόσμο που δεν θα αποφασίζει το κέρδος μιας χούφτας ολιγαρχών για την Υγεία, την Παιδεία, το περιβάλλον, τη ζωή όλων μας. Που διακοπές και ξεκούραση θα ‘ναι δικαίωμα όλων! “Δεύτερη ζωή, δεν έχει“… Αυτήν εδώ έχουμε μονάχα! Ας τη ζήσουμε σαν άνθρωποι ελεύθεροι!