Ένας και μοναδικός απλός άνθρωπος του νησιού, γεννημένος στο χωριό Βιρός χωρίς τίτλους Ευγενείας, είχε κριθεί άξιος να χωρέσει στην πρώτη «Ιστορία της Κέρκυρας» τη γραμμένη στα ιταλικά και τυπωμένη το 1672 στη Βενετία με τον τίτλο «Della historia di Corfu». Ήταν ο «Άξιζε Χίλιους Θανάτους»!
Φόβος και τρόμος το όνομά του. Δεν το πρόφεραν καν μη τυχόν και μείνει στα ανατρεπτικά κατάστιχα της Ιστορίας. Μη τυχόν και κάποιοι θελήσουν να τον μιμηθούν σε κάτι εκπληκτικό που κατάφερε!
Δεν ήταν από αρχοντική μεγαλογενιά, βλέπετε, όπως ο συγγραφέας της «Ιστορίας» εκείνης Ανδρέας Μάρμορας, μέλος του περίφημου «Συμβουλίου των 150» των γαιοκτημονικών-φεουδαρχικών οικογενειών που με τις ευλογίες των Βενετών κατακτητών-τοποτηρητών κυβερνούσαν μαζί τους το νησί σε τοπικές υποθέσεις του, άλλοτε «με το γάντι» κι άλλοτε με το μαστίγιο.
Ήταν άνθρωπος που κατά τον Μάρμορα με το ελάχιστα αποκρυπτόμενο ξέχειλο ταξικό μίσος του «άξιζε χίλιους θανάτους», αλλά επέζησε!
Αντώνης Μεγαλογένης του Ιουλίου, το σωσμένο σε βενετικά έγγραφα αθάνατο πια όνομά του.
Απ’ το χωριό Βιρός, απ’ τον Κάτω Βιρό μάλλον.
Το επίθετο έφεραν οικογένειες στην πόλη-Μπόργο των Κορφών, στο προάστιο Ανεμόμυλος, στον Βιρό.
Τριάντα δύο χρόνια νωρίτερα πριν ο Μάρμορας εκδώσει τη «Della historia di Corfu» με τους ύμνους στην τάξη του -που δύο αιώνες μετά κι ο Ιππότης ιστορικός Ανδρέας Μουστοξύδης θ’ αμφισβητούσε την αντικειμενικότητά της- εκείνος ο Αντώνης Μεγαλογένης, είχε, πώς να το πούμε αλλιώς καλύτερα φίλες και φίλοι, ταρακουνήσει το παλάτι του Ενετού βάιλου, δηλαδή του Ενετού προκαθήμενου Ευγενή διοικητή του νησιού, όσο ποτέ κανείς πριν.
Το 1640.
Τριακόσια ογδόντα χρόνια πριν, δηλαδή, καθώς φεύγει πια και το 2020.
Άλλοι τον φέρουν ηγέτη μιας εκρηκτικής αγροτικής εξέγερσης στην Κέρκυρα του 1640. Άλλοι τον φέρουν κεντρικό πρόσωπο μια εξέγερσης ανθρώπων του λεγόμενου «κοινωνικού περιθωρίου» που δρούσαν εκτός νόμου ως Άτακτοι και συμμάχησαν με πληρώματα εξαθλιωμένα των πλοίων του βενετικού στόλου και κάποιους στρατιώτες για να καταλάβουν με τυφλή βία το παλάτι, ν’ απελευθερώσουν τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι «άξιζε χίλιους θανάτους» και τι άλλο να πετύχουν, συγγνώμη, άγνωστο ακόμη. Ή, για να πούμε όλες τις εκδοχές, υποτίθεται χωρίς να έχουν άλλα, σαφή κοινωνικά και ίσως ταξικά αιτήματα του αγροτικού κόσμου.
Οι «Άθλιοι» του Βίκτορ Ουγκό σε πιο σκληρή εκδοχή άραγε;
Προσοχή, όπως κάναμε σαφές ελπίζουμε, φίλες και φίλοι!
Χρειάζεται περισσότερη έρευνα, δεν μπορούμε ακόμη να πούμε κατηγορηματικά τι ακριβώς συνέβη τότε, επισημαίνει ο κορυφαίος και έγκυρος σύγχρονος ερευνητής και μελετητής των επτανησιακών ιστορικών πραγμάτων Δημήτρης Αρβανιτάκης, εκφράζοντας τη λύπη του για μιαν ιδιαίτερη παρενέργεια των βάρβαρων ναζιστικών βομβαρδισμών και της πυρπόλησης της πόλης της Κέρκυρας τον Σεπτέμβριο του 1943. Διαφορετικά, φίλες και φίλοι μας, αν δεν είχε μεσολαβήσει εκείνη η ναζιστική βαρβαρότητα, ίσως να ξέραμε σήμερα πολύ περισσότερα και με σιγουριά για όσα απίστευτα συνέβησαν τότε!
Έχετε ακουστά τον επαναστάτη σοσιαλιστή λογοτέχνη Νίκο Λευτεριώτη που το 1915, σαν να ‘βλεπε τι προμηνούσαν για την τσαρική Ρωσία οι πρώτες επαναστατικές εκδηλώσεις του λαού της, έγραψε τότε στην Κέρκυρα το αιώνιο ποίημά του «Χαίρε Ρωσία»; Ο σύγχρονός του δημοσιογράφος Κώστας Δαφνής έχει βεβαιώσει ότι εκείνος πριν από τον Πόλεμο με πολύν μόχθο είχε ολοκληρώσει και παρουσιάσει στην Ιθάκη σε Πανιόνιο Συνέδριο, μέσα στον ζόφο της μεταξικής δικτατορίας, άρτια μελέτη με τίτλο «Εξεγέρσεις των χωρικών εν Κερκύρα επί Ενετοκρατίας» που ουδείς έχει αποτολμήσει ακόμη ίσαμε σήμερα. Το 1967 κυκλοφόρησαν τα πρακτικά αυτού του Συνεδρίου. Αλλά μόνον ο τίτλος της μελέτης υπήρχε! Ούτε περίληψή της δεν σώθηκε. Ολόκληρη έγινε ανάλωμα του πυρός, μαζί με πολλές άλλες εργασίες και την απέραντη βιβλιοθήκη του συστηματικού «σκαφτιά» της κερκυραϊκής Ιστορίας Νίκου Λευτεριώτη και πόσα και πόσα πολύτιμα αρχειακά υλικά και βιβλία της κερκυραϊκής Δημόσιας Βιβλιοθήκης όπου δούλευε τον καταστροφικό Σεπτέμβριο του ’43.
Ωστόσο υπήρξαν ευτυχώς, έκτοτε, κάποιες σημαντικές απόπειρες να διαπιστωθεί τι ακριβώς συνέβη το 1640. Εξάλλου το 1863 ο Ζακύνθιος ιστορικός Παναγιώτης Χιώτης σε «Ιστορικά Απομνημονεύματά» του είχε διασώσει ορισμένα σχετικά, ατελή ιστορικά στοιχεία. Ακόμη, κάποια άλλα συναφή στοιχεία είναι υπό διερεύνηση σ’ ένα σπίτι με επτανησιακό άρωμα στο κέντρο της Αθήνας όπου συχνά κρυβόταν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου καταδιωκόμενος ο Μίκης Θεοδωράκης: το σπίτι της ακμαίας αν και υπέργηρης αγαπητής συμπατριώτισσάς μας φωτισμένης εκπαιδευτικού Έλλης Γιωτοπούλου -Σισιλιάνου που έχει συγκεντρώσει διάφορα στοιχεία για εκείνη την περίοδο κι έχει ρίξει μπόλικο φως, μεταξύ πολλών άλλων, σε μια πλήρως βεβαιωμένη αγροτική εξέγερση στην Κέρκυρα δώδεκα χρόνια μετά το 1640, το 1652 στην περιοχή Όρους και Αγύρου.
Που λέτε, τι δεν έκανε και για τι δεν κατηγορήθηκε ο Αντώνης Μεγαλογένης, με μέσα και χαρακτηρισμούς που μόνον κάποιος φόβος, κάποιο ταξικό ένστικτο σοβαρής διασάλευσης της κυριαρχίας της ιθύνουσας τάξης μπορεί να εξηγήσει!
Είτε ήταν είτε όχι πρώιμος Κλέφτης και αμαρτωλός Αρματολός αγρότης ή αρχηγός Ατάκτων του καιρού του είτε όπως τον είπαν «κακοποιός» μόνο, ίσως -γιατί όχι- από ‘κείνους «τους ξυπόλητους που τους έλεγαν αλήτες» όπως έγραψε ο ‘Δυσσέας Ελύτης λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ανθυπολοχαγών της Κέρκυρας για ήρωες του Μεγάλου Πολέμου, αυτός προκάλεσε μιαν εξέγερση, μιαν ανταρσία ίσως πιο σωστά, που συντάραξε την Κέρκυρα.
Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Γιώργο Λινάρδο και τη δημοσιευμένη το 1983 στα «Κερκυραϊκά Χρονικά» έρευνά του σε βενετικά Αρχεία, τον Μάιο του 1640 ο Μεγαλογένης ηγήθηκε ένοπλων Κερκυραίων. Ένοπλοι ντόπιοι τιμωρημένοι με εξορία και άλλοι ενώθηκαν με ένοπλους εξαθλιωμένους ναύτες -οπωσδήποτε και Κερκυραίους εικάζεται- των πλοίων του βενετικού Στόλου που ναυλοχούσαν στην Κέρκυρα.
Επιτέθηκαν στο βενετικό παλάτι.
Το κατέλαβαν.
Απελευθέρωσαν κρατούμενους.
Χρειάστηκε επέμβαση στρατιωτικής δύναμης του Στόλου για να σωθεί η ζωή του βάιλου και να φύγουν απ’ το παλάτι για να σωθούν όσοι σώθηκαν.
Ωστόσο, τα διαθέσιμα στοιχεία μάλλον δεν αξιοποιήθηκαν όλα σωστά κι επιτρέπουν κι άλλες, διαφορετικές εκδοχές, ερμηνείες. Ο Αντώνης Μεγαλογένης -εδώ όπως τον εμπνεύστηκε ο καλλιτέχνης Γιώργος Μικάλεφ ως οδυσσεϊκή μορφή- ήταν φυλακισμένος μάλλον μέσα στις φυλακές του παλατιού του Ενετού βάιλου όταν συνέβησαν όντως όλ’ αυτά. Ηγέτης απ’ τα σίδερα ήταν. Του είχαν φορτώσει, μεταξύ άλλων, την κατηγορία ότι είχε επιχειρήσει «να ληστέψει μια φτωχή οικογένεια» της πόλης, από ‘κείνες βέβαια που τους άφηναν αδιάφορους. Στην πραγματικότητα τον είχαν προ πολλού επικηρύξει. Τον είχαν εξορίσει τρεις φορές απ’ το νησί, για λόγους ακαθόριστους ακόμη.
Αλλά αυτός ο «κακούργος» σύμφωνα με τον Μάρμορα -που φαίνεται ότι συμπαθούσε μόνον όσους έφεραν οικόσημο- βρισκόταν ξανά εκεί.
Στην πόλη όπου σείστηκε πραγματικά το παλάτι του Ενετού βάιλου, για λίγο μόνο έστω, χωρίς ν’ απειληθεί η στερεότητα του εξουσιαστικού πολιτικού οικοδομήματος!
Να πώς μετέφρασε για χάρη αυτού του θέματος ιστορικής μνήμης ο Νίκος Κούρκουλος τα γραφόμενα του Ανδρέα Μάρμορα στη «Della historia di Corfu» του 1672 για ‘κείνα τα γεγονότα του 1640, παραθέτοντας και κάποιους από τους όρους του πρωτότυπου. Να τι έγραψε μετά την εξιστόρηση γεγονότων κατά τα οποία ο στρατιωτικός αξιωματούχος Λουίτζι Κονταρίνι εκατατρόπωσε κάποιους πειρατές:
«Η τιμωρία τούτων των ληστών της θάλασσας μού φέρνει στο νου την τιμωρία που επέβαλαν οι Βενετσιάνοι το 1640 σε κάποιους ληστές της στεριάς, οι οποίοι θέλησαν να αποσπάσουν, σε πείσμα της Δικαιοσύνης, από τις φυλακές κάποιον κρατούμενο. Ο Προνοητής Ντομένικο Βεντραμίνο (που ποτέ δεν θα τον ξεχάσουν οι Κερκυραίοι, τους οποίους εκείνος είχε επιλέξει για ανάδοχους στη βάφτιση του γιου του, του Ντανιέλε), μετά από μια ολόχρυση διακυβέρνηση, είχε παραδώσει το αξίωμά του στον Μάρκο Αντόνιο Μέμο, ο οποίος είχε σταλεί σαν διάδοχός του, όταν, αφού έσμιξαν πολλοί κακούργοι (mal viventi), μέρα-μεσημέρι, στο Διοικητήριο (Palaggio Pretorio), έδρα του Βαΐλου, βρήκαν το θράσος να επιτεθούν στις φυλακές, να σπάσουν τις πύλες τους και να βγάλουν από κει κάποιον, που για τα τεράστια εγκλήματά του άξιζε χίλιους θανάτους. Οι περιστάσεις του γεγονότος, του τόπου, του χρόνου, του προσώπου και της συνωμοσίας έκαναν τόσο βαρύτερο τούτο το κρίμα ώστε η Ρεπούμπλικα, αφού ενημερώθηκε γι’ αυτή την αθλιότητα, έστειλε τον Λουίτζι Τζόρτζι με τον τίτλο του Γενικού Διοικητή, παρότι προοριζόταν για Γενικός Προνοητής των τριών νησιών. Ήταν άνθρωπος ακατάβλητης αυστηρότητας και το απέδειξε σωστά εναντίον των κακών (rei), από τους οποίους άλλους καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών κι άλλους, τους λιγότερο ένοχους, σε φυλάκιση, με την επιδοκιμασία των Αγαθών (buoni), που είδαν ν’ απαλλάσσονται από τον φόβο που προκαλούσε στον καθένα η σύμπραξη (unione) εκείνων των πανάθλιων ανθρώπων. Κατόρθωσε τελικά να τους ξεριζώσει ο Πιέτρο Ναβαλιέρ, ο οποίος, έχοντας γίνει Προνοητής το ’42, τη φύση του, φύση αμνού, τη θωράκισε με θάρρος λιονταριού ενάντια στους άθλιους και, καλοσυνάτος με τους Αγαθούς, είχε σφοδρή μανία ενάντια σε όποιον παρανομούσε (contro chi vivea male)».
Όταν γινόσουν επικίνδυνος τότε για την «τάξη» της εθισμένης σε καταχρήσεις και ιδιοτελή χρήση της Δικαιοσύνης καθεστηκυίας τάξης, φίλες και φίλοι, αυτή προτιμούσε να σ’ εξορίσει μακριά απ’ το νησί, κυρίως σε σημερινά ιταλικά εδάφη ή στη Μάλτα που είχε απλώσει κυριαρχία η Ισπανία.
Αλλά και να σου δώσει συχνά την ευκαιρία να σωθείς ως πάμφθηνος κωπηλάτης-σκλάβος σε γαλέρες της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» είτε -κι αυτό συνέβαινε συχνά- ως μπράβος οικονομικά ισχυρών χρήσιμος σε υποθέσεις «εκκαθάρισης» λογαριασμών και ανταγωνισμών κι εκβιασμών και δολοφονιών για το χρήμα και την εξουσία.
Φοβόνταν άλλωστε όχι μόνο την αδυσώπητη μερικές φορές εκδίκηση. Αλλά και την επικίνδυνη να προσλάβει γενικότερες διαστάσεις ανένδοτη άρνηση πληρωμής φόρων και χρεών που έπνιγαν την αγροτιά. Ακόμη και πολλοί «πολιτισμένοι» Ευγενείς, που είχαν φτιάξει στα φέουδά τους ιδιωτικές φυλακές όπου συχνά μόνο έμπαινες και ποτέ δεν έβγαινες -τα σαγράδα που αποκάλυψε ο Κωνσταντίνος Καραμούτσος στις «Αρχοντικές αγροικίες» του- πρότειναν στους Βενετούς να μην επιβάλλουν δημόσιες θανατικές ποινές στους κάθε λογής «απείθαρχους».
Κάποιος από τους τελευταίους το 1608, στρατιώτης σύμφωνα με τον Δημήτρη Αρβανιτάκη, είχε τραυματίσει μέλος της ονομαστής αριστοκρατικής οικογένειας των Καποδίστρια μέσα στην πόλη.
Οι Αρχές από τότε, όπως το προσπαθούσαν πάντα, έσπερναν στην πόλη τον φόβο των «αγροίκων» αγωνιστών αγροτών. Όπως και των συχνά απλήρωτων ή τόσο κακοπληρωμένων πληρωμάτων απ’ τις βενετικές γαλέρες, που ξεσπούσαν αδιακρίτως μερικές φορές σε σπίτια για να επιβιώσουν. Επίσης, για να το πούμε κι έτσι, «το ‘ν’ αρχοντικό χέρι ένιβε τ’ άλλο» στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα: «βάστα με να σε βαστώ» έμοιαζαν με τα έργα τους να λένε, εν μέσω λεηλασίας του λαού και μεγάλης διαφθοράς και καταχρήσεων, οι Βενετοί και οι Κερκυραίοι άρχοντες κι αξιωματούχοι, με τη συνενοχή της ίδιας της μητροπολιτικής Βενετίας.
Προβλεπτής της Κέρκυρας τότε ή περίπου τότε, δηλαδή ανώτερος διοικητικός αξιωματούχος ή διοικητής, διορισμένος από το «Μεγάλο Συμβούλιο» και τον Δόγη της Βενετίας, ήταν ο Marc’Antonio Memo. Τον προσφωνούσαν και με τον τίτλο του προνοητή ή, λαϊκότερα, πρεβεδούρο, εκτός από προβλεπτή. Ολόκληρη Βαρονία ή Εμπαρουνία Memo ή Memmo, με ονομαστό φέουδο, υπήρχε από πολύ πριν, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, στην Κέρκυρα. Ένας άλλος Marc’Antonio Memmo ήταν Δόγης της τρικυμισμένης «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» τα χρόνια 1612-1615 κι είχε στη δούλεψή του ως αφέντης των μεγάλων ναυπηγείων της στη μεγάλη τους ακμή 15.000 νοματαίους με την προτομή του στην είσοδό τους, ενώ έξι αιώνες πριν το ίδιο αξίωμα κατείχε στη Βενετία ως 25ος στη σειρά Δόγης της ο Tribuno Memmo που δεν είχε διστάσει να μετατρέψει τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου σε ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, όπως έμελλε να γίνει και με το Ιερό Λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα.
Γόνος δηλαδή εκείνος ο Marc’Antonio Memo του 1640 μιας οικογένειας που δέθηκε στενά με ποιαν άλλη στην Κέρκυρα, λέτε;
Αυτή των Καποδίστρια. Που έφτασαν στην Κέρκυρα τα τέλη του 14ου αιώνα από τις δαλματικές ακτές ως αρχηγοί μικρών στρατιωτικών σωμάτων για την «προστασία» των κτημάτων των φεουδαρχών του νησιού και με κάθε λογής συνεταιρισμούς έγιναν μεγάλοι και τρανοί κι έμειναν μέχρι τέλους, πλην του νεαρού τότε Ιωάννη Καποδίστρια, φανατικά πιστοί στη Βενετία και στο καθεστώς της και γι’ αυτό ο πατέρας του Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας το 1799, σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη Λαυρέντιο Βροκίνη, είχε φυλακιστεί από τους Γάλλους Δημοκρατικούς. Μόλις το 1689 έγινε κόμης ένας από αυτούς και μόνο το 1796, λίγο πριν υποκύψει στον Ναπολέοντα, αναγνώρισε τον τίτλο η Βενετία.
Η συχνά όχι και τόσο εμφανής ή αφανής σημερνή «διαπλοκή» υπήρχε και τότε και δεν άφηνε την αγροτιά ν’ ανασάνει απ’ τον μόχθο της. Σώζονται ακόμη κοντά στο Λιβάδι του Ρόπα ίχνη εκείνης της συνύφανσης των διαφόρων επί μέρους δομών της στυγερής προ-καπιταλιστικής εξουσίας και της αργά και βασανιστικά εξελισσόμενης κοινωνίας στην Κέρκυρα της εποχής.
Αρχοντική αγροικία όπως και το φέουδο των Memo, μετά από γάμο ενός Ιωάννη Καποδίστρια με τη Μαρίνα Μιδέη, είχε περιέλθει στην οικογένεια Καποδίστρια ή Vitturi, αφού κι έτσι ήταν γνωστή με δαλματική επωνυμία, σε μια δυναμική κίνηση συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Το αποδεικνύει και σωζόμενη πέτρινη επιγραφή, σχετικά με την ένωση των γειτονικών φέουδων, σε παλιά αρχοντική καποδιστριακή αγροικία της περιοχής.
Καλύτερα από πολλούς και με εντυπωσιακή γενναιότητα έμελλε να διατυπώσει τη διαφθορά σ’ εκείνη την ενετοκρατική κερκυραϊκή κοινωνία της εποχής, με λόγια ενδεικτικά του φωτισμένου νου του, ο ίδιος ο σύγχρονος Ιωάννης Καποδίστριας το 1819, από τη Ρωσία, αρκετά χρόνια πριν γίνει Κυβερνήτης, έστω χωρίς να υπεισέρχεται στα οικονομικά αίτια: «Οι διοικούντες τα κοινά ανήκον εις την τάξιν των ευγενών, η οποία δεν ήτο η ελάχιστα διεφθαρμένη και η μάλλον ανεπτυγμένη. Η Ενετική Πολιτεία εβασίζετο εις την ισχύν της κυβερνώσης ταύτης τάξεως, υποθάλπουσα τας υπέρ αυτών προλήψεις, καθώς και την αντιζηλίαν μετά των άλλων τάξεων. Απονέμουσα προνόμια και κτήματα εις τους ευγενείς, παρείχε εις αυτούς τα μέσα να εξαγοράζωσι την συνείδησιν του λαού και καθιστώσι συστηματικήν την ανηθικότητα και την διαφθοράν του τόπου».
Μ’ αυτή τη σπάνια ομολογία καταδίκης της τάξης του επιζητούσε από τους Βρετανούς ν’ αναγνωρίσουν δικαιώματα διοίκησης στην ανερχόμενη κερκυραϊκή κι επτανησιακή αστική τάξη, παραμερίζοντας κάπως την αριστοκρατική που σιγά-σιγά ενσωματωνόταν σ’ αυτή ή μεταμορφωνόταν η ίδια σε τμήμα της ισχυροποιούμενης νέας αστικής τάξης είτε ξέπεφτε και χανόταν υποκύπτοντας στην αναπόδραστη κοινωνική εξέλιξη. Τα αιώνια κερκυραϊκά φέουδα, που για να πούμε όλη την αλήθεια ήταν πρωταρχικό δημιούργημα Βυζαντινών με χρυσόβουλα και βούλες και όχι των Βενετών, έπαυαν να είναι η ατμομηχανή της οικονομίας.
Αλλά χμ, το 1640, ο Αντώνης Μεγαλογένης και οι άλλοι πολλοί «κακούργοι» του είχαν γίνει τόσο επικίνδυνοι που η κατά τα άλλα «Γαληνοτάτη» εξουσία έβγαλε τη μάσκα κι έδειξε όλο το απεχθές θυελλώδες πρόσωπό της.
Εκείνο που έχουμε δει σε ταινίες με εικόνες όπως αυτή από την καταστολή μεγάλων αγροτικών και άλλων λαϊκών εξεγέρσεων στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία τον 17ο αιώνα.
Πόσο πολλοί ήταν; Ο Παναγιώτης Χιώτης, ισορροπώντας διαφορετικά προς την εκδοχή του Μάρμορα, μας πληροφόρησε όχι μόνο ότι «πολλοί των φαυλοβίων προσέβαλαν το παλάτιον του πραιτωρίου έδραν του Βαΐλου», αλλά κι ότι και κάποιοι ισχυρότεροι ανάμεσά τους ήταν «δυσηρεστημένοι». Με τι αλήθεια, λέτε, να ‘ταν δυσαρεστημένοι με τόσους «Αγαθούς» που κυβερνούσαν;
Τι προκύπτει από διάφορες πηγές ότι έκανε με σωστές πράξεις για τους «Αγαθούς» προφανώς σαν τον ίδιο τον Μάρμορα εκείνος ο απεσταλμένος της Βενετίας Λουίτζι Τζόρτζι, ο άνθρωπος «ακατάβλητης αυστηρότητας» μόνο «εναντίον των κακών» εισπράττοντας «την επιδοκιμασία των Αγαθών» της τάξης του προφανώς που είχαν φωνή, αφού οι άλλοι αμέτρητοι «Αγαθοί» δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα;
* Αποκεφάλισε έξι από ‘κείνους τους μη Αγαθούς που συνέλαβε στο προάστιο Μαντούκι και τα κεφάλια τους «μεταφέρθηκαν στην πόλη κι εκτέθηκαν στα συνηθισμένα μέρη».
* Επέβαλε την ίδια ποινή σε άλλους τρεις τους.
* Έστειλε άλλους άγνωστου αριθμού με ελαφρότερες ποινές δέσμιους στις βενετικές γαλέρες.
* Φυλάκισε «πολλούς άλλους» υποστηρικτές τους με σκοπό «την περαίωση και εκτέλεση της καταδίκης τους».
* Σχεδίασε για πέντε άλλους φυγάδες πρωτεργάτες την σε σύντομο χρόνο σύλληψη και «εξόντωσή» τους.
* Περισσότερο από τους άλλους δύο κρατούμενοι, σύμφωνα με σχετική «διατύπωση που περιέχεται στην καταδικαστική απόφαση βασανίστηκαν σκληρά μέχρι θανάτου για να έχουμε απλώς από το στόμα τους κάθε δυνατή πληροφορία» σχετικά με «το κυριότερο γεγονός των βιαιοτήτων που έγιναν στο Παλάτι και τις φυλακές του Εκλαμπρότατου Βαΐλου», όπως έγραψε στον Δόγη της Βενετίας.
* Με κυνηγητό σε όλο το νησί και υποσχέσεις μετριασμού ποινών και συλλήψεις ενέταξε άλλους 170 στον βενετικό στόλο, σύμφωνα με μαρτυρία αξιωματούχου του.
Ο αριθμός των εκατέρωθεν ίσως νεκρών μένει στην πραγματικότητα αδιευκρίνιστος. Ο Μεγαλογένης είχε συλληφθεί τις 15 Μαΐου με την κατηγορία πως είχε πάρει μέρος ανάμεσα σε άλλους σε κλοπή φτωχικού σπιτιού. Μια πρώτη επίθεση στο παλάτι, ανεπιτυχής, έγινε την επομένη. Το δειλινό της 17ης Μαΐου, όμως, οπλισμένο με πέτρες και αρκεβούζια, δηλαδή παλαιά πυροβόλα όπλα τύπου τουφεκιού, το πλήθος ήταν τόσο που εξουδετέρωσε τη φρουρά, έσπασε τις πύλες, μπήκε.
Αργότερα συνελήφθη κι ένας αστός της πόλης με την κατηγορία ότι παρείχε άσυλο σε κάποιους διωκόμενους Άτακτους εξόριστους. Διαδόθηκε στις μέρες μας, από τον μελετητή Γιώργο Λεοντσίνη κυρίως, η υπόθεση ότι μια αφυπνιζόμενη αστική τάξη της εποχής επιχείρησε ν’ αξιοποιήσει για δικούς της σκοπούς τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια. Ήταν νωπά άλλωστε τα γεγονότα του «Ρεμπελιού των Ποπολάρων» το 1628 στη Ζάκυνθο, ενώ για καιρό μετά στ’ αμπάρια βενετικών πλοίων δούλευαν Ζακυνθινοί υποστηρικτές εκείνης της εξέγερσης. Τίποτα φυσικά δεν αποκλείεται, τουλάχιστον μέχρι να μάθουμε -όπως ο Δημήτρης Αρβανιτάκης εμμέσως προτείνει και με το θαυμάσιο νέο βιβλίο του «Η αγωγή του πολίτη» στο Ιόνιο- περσότερα για εκείνον που «Άξιζε Χίλιους Θανάτους» και όσους πολλούς άλλους «άνομους» τάχθηκαν στο πλευρό του.
Ο μελετητής Γεράσιμος Χυτήρης, από την πλευρά του, έχει εντάξει τα γεγονότα σε αγροτικές-λαϊκές εξεγέρσεις του τόπου. Όπως με στοιχεία που οπωσδήποτε χρήζουν περαιτέρω έρευνας και ο Γεώργιος Λινάρδος. Που κατέληξε στο εύλογο ως έναν βαθμό συμπέρασμα ότι στην κερκυραϊκή ύπαιθρο έδρασε τότε μια «μυστική οργάνωση», έστω απελπισμένων χωρίς ευρύ διεκδικητικό πλαίσιο, τόσο ικανή όμως που ένωσε εξόριστους, φυγόδικους, αγρότες και ναύτες και στρατιώτες με αιχμή, όπως συμπέρανε, τα φεουδαρχικής υφής «τιμαριωτικά χρέη» των πολλών και δηλωμένο ή αδήλωτο ζητούμενο να βελτιωθεί η άθλια οικονομική κατάσταση και η ζωή του Κερκυραίου αγρότη-δουλοπάροικου.
«Αν δε κατ’ αλήθειαν εξακριβώσωμεν των ημετέρων χωρικών την κατάστασιν, αν όχι μεν δικαιώματι και κατά ρητόν νόμον, πράγματι δε κατά την συνήθειαν, εδύνατο να θεωρηθώσι μάλλον ως δουλοπάροικοι», έγραψε στη Ζάκυνθο το 1856 για τους Επτανήσιους αγρότες ο Ερμάννος Λούντζης στην συνοπτικά καλούμενη «Ενετοκρατία» του. Οι κυρίαρχοι ξεσπούσαν εναντίον όλων όσων υπέθεταν ότι επιζητούσαν «ανακαινισμούς δι’ ων έμελλεν αφεύκτως να προκύπτει η ανατροπή των καθεστώτων και ο όλεθρος», υποτίθεται.
Πόσα αφορούσαν σε διάφορες χρονικές περιόδους οι «τιμαριωτικές» εξουσίες των φεουδαρχών πάνω στους αγρότες που η Βενετία, πιο προοδευτική, δεν αναγνώριζε σε άλλα εδάφη της αλλά ενίσχυε στα Επτάνησα; Τα αποκάλυψε ο Νίκος Πανταζόπουλος σε Πανιόνιο Συνέδριο το 1965: «Η κυριαρχική επί των καλλιεργητών εξουσία του τιμαριούχου είχεν ως περιεχόμενον δικαστικήν δικαιοδοσίαν, κηδεμονίαν των ανηλίκων, προσωπικάς δουλείας-αγγαρείας, παροχήν προσθέτων επιβαρύνσεων προς προίκισιν θυγατέρων, εξαγοράν του αιχμαλωτισθέντος αυθέντου, κάλυψιν των προσθέτων φόρων μεταβιβάσεως ή κληρονομίας του τιμαρίου ή τμήματος τούτου, αποκλειστικόν δικαίωμα αλιείας και θήρας, προνομιακήν εκμετάλλευσιν μύλου ή κλιβάνου, κατάληψιν αδεσπότων ζώων, παροχήν δώρων» με τα γνωστά ρεγάλα.
Ποιοι Οθωμανοί της άλλης υπόδουλης Ελλάδας!
Πόσος σκοταδισμός!
Πώς άντεξαν!
Μόλις το 1641, λίγους μήνες μετ’ από ‘κείνα τα γεγονότα μια επίσημη αναφορά Βενετού αξιωματούχου στη Βενετία αποκάλυπτε ότι «κάποιοι Πολυλά» φυσικά της γραμμένης στη Χρυσή Βίβλο των Ευγενών απ’ το 1443 οικογένειας «φυλάκισαν σε δική τους φυλακή έναν χωρικό για να ομολογήσει υποτιθέμενες κλοπές. Τον έδεσαν με τα χέρια ψηλά και τον βασάνισαν».
Τα νησιά μας -δεν έφταναν αυτά- ήταν υποχρεωμένα «να προσφέρωσιν εκ των κατοίκων της εξοχής τους αναγκαιούντας κωπηλάτας και πληρώματα ωρισμένου αριθμού κατέργων, ναυπηγουμένων και οπλιζομένων εν Βενετία», ενώ φυσικά «το κωπηλατήν εν κατέργω ήτο μία των σκληροτέρων ποινών εις ας καταδικάζοντο οι κακουργούντες» για 18 τουλάχιστον μήνες σε γαλέρα και ενίοτε σιδεροδεμένοι στα πόδια, έγραψε το 1871 ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
Από τις αρχές του 15ου αιώνα η Βενετία διαβεβαίωνε ότι «θέλει σεβασθή πάσας τας αρχαίας προνομίας και απαλλαγάς, ως και πάντα τα άλλα δίκαια» των λίγων ισχυρών, «τόσον τα υπό των Ανδηγαυών Ηγεμόνων παραχωρηθέντα, όσον και τα υπό των αρχαίων Ελλήνων Αυτοκρατόρων και Δεσποτών» του Βυζαντίου, καθώς είχε αγοράσει την Κέρκυρα το 1402 απ’ τον βασιλιά της Νεάπολης αντί 30.000 χρυσών δουκάτων, δεκαέξι χρόνια μετά την εγκατάστασή της στο νησί για τα καλά, κατόπιν πρόσκλησης ηγετικής ομάδας των φεουδαρχών.
Ολόκληρη Σύγκλητος της Βενετίας, όπως βεβαιώνει σχετικό έγγραφο, ασχολήθηκε παρακαλώ με ‘κείνα τα γεγονότα τον Σεπτέμβριο του 1640, φίλες και φίλοι. Εκφράζοντας φυσικά την ικανοποίησή της για την καταστολή και τις βαναυσότητες με τα κρεμασμένα κεφάλια προς «παραδειγματισμό».
Μακριά από ‘μας η γραμμική αντίληψη της Ιστορίας, μα λέτε αλήθεια να συνέβη παγκοσμίως μόνο στην Κέρκυρα το αδιανόητο να καταλάβουν κάποιοι λίγοι απλώς «κακούργοι» το παλάτι μιας Εξουσίας ενός νησιού τόσο μεγάλου και στρατηγικής σημασίας για τον κατακτητή του με στρατιώτες πολλούς ολούθε και πλοία πολλά και τέτοιο άπαρτο Κάστρο με κανόνια; Σαν απίθανο δεν ακούγεται;
Ή εκείνα τα γεγονότα ήταν κι αυτά όντως μοναδικά ή και ιδιόμορφα μα συγχρόνως και παρόμοια σε τελική ανάλυση μ’ όσα η Ιστορία «με χίλιες βρύσες κρένει», για να το πούμε και με σολωμικό στίχο του Ποιητή απ’ τα Μουράγια, πως η ίδια δεν είναι κάτι άλλο παρά η Ιστορία της πάλης των τάξεων όπως απέδειξε δύο αιώνες μετά ο Καρλ Μαρξ που έγραψε και για τούτη την άκρη της Γης;
Πάντα για τους κυρίαρχους οι Άλλοι, οι υποτελείς, οι εκμεταλλευόμενοι, δεν ήταν «κακούργοι», καθώς και «αλήτες» και «συμμορίτες» και «εκδοροσφαγείς» ακόμη, άξιοι για το πυρ το εξώτερον, όταν σήκωναν κεφάλι; Παντού και πάντα έτσι δεν κατηγορήθηκαν οι επαναστάτες και οι Επαναστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του ’21, απ’ όσους κινδύνευαν να χάσουν ή πραγματικά έχαναν προνόμια; Δεν συσκοτίζονταν και δεν κρύβονταν και οι διαστάσεις και τα ίχνη ακόμη των δικών τους κακουργηματικών ταξικών εγκλημάτων την ώρα που υποτίθεται ότι πάτασσαν τους Άλλους; Εν κενώ λέτε να λειτουργούσαν οι ανυπότακτοι εκείνοι «κακούργοι»;
Ο Ανδρέας Μάρμορας δεν έμελλε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Σε τελική ανάλυση τη δουλειά του έκανε. Με τα κανονικά ταξικά γυαλιά του έγραψε.
Μόνο χάρη σε επέμβαση της Βενετίας, σύμφωνα με τον Γιάννη Πιέρρη και τα «Κερκυραϊκά Οικόσημά» του, το 1638 ο ίδιος και ο πατέρας του είχαν γίνει δεκτοί στο «Γενικό Συμβούλιο» που «έλυνε κι έδενε» στο νησί και μοιραζόταν όλα τα αξιώματα με τους Βενετούς. Ιππότης του Αγίου Μάρκου ανακηρύχθηκε. Με διάταγμα του δόγη τού καταχωρήθηκε βαρονία στη Μέση Κέρκυρα.
Τον Απρίλιο του 1640, ενώ Βενετός παραδεχόταν πως η Δικαιοσύνη στα νησιά μας ήταν «μια εμπορευματική υπόθεση», άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον αθώο ίσως δικαστή Τζουάννε Ροδόσταμο άλλης αρχοντικής οικογένειας που είκοσι χρόνια πριν είχε «προικοδοτηθεί» με ισόβια παραχώρηση ιχθυοτροφείου στην περιοχή Γουβιά δίπλα στον βενετικό ναύσταθμο και συγγένευε, μεταξύ άλλων, με την οικογένεια Φιομάχου, που τόσο ωραία τον ξεπεσμό της ο επαναστάτης λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης περιέγραψε στους «Σκλάβους στα δεσμά τους» τρεις αιώνες αργότερα, στην αυγή της Ρωσικής Επανάστασης, μιλώντας για τον Καρλ Μαρξ κι έναν νέο κόσμο.
Η ίδια η Βενετία ομολογούσε ότι τα Επτάνησα τα μάστιζαν αιώνιες διαφορές ή, όπως τις αποκαλούσε, «ιδιωτικές έχθρες» με ανομολόγητο ταξικό υπόβαθρο, που η Μαρί Ασπιώτη όλα εκείνα τα μετέφρασε τον περασμένο αιώνα ως αντίδραση του λαού στον αριστοκρατικό «προαιώνιο εχθρό» του.
Το ίδιο θα λέγαμε, δηλαδή να κάνει τη δική του ταξική δουλειά, προσπαθεί σήμερα ο Χρήστος Μεγαλογένης μεγαλογενιάς αγωνιστών. Στο χωριό Μπενίτσες.
Όπου, μεταξύ άλλων, ο Μάρκος Μπότσαρης κάποτε πάτησε περήφανα τη γη του και ήλθε σε γάμο.
Με ανθρώπινα εικονίσματα πλάι σ’ εκείνο του άγιου Σπυρίδωνα στέκει στο ζεστό κι όμορφο και πολύ φιλόξενο και πλούσιο σε ωραία συναισθήματα μικρό σπιτικό του ο Χρήστος Μεγαλογένης.
Σ’ ένα έχει τον εικονιζόμενο πάνω με τη μητέρα του Ευλαμπία πατέρα του Νικηφόρο Μεγαλογένη, που κι αυτός ήταν καταζητούμενος. Σε πολύ πιο κοντινά μας χρόνια. Αυτά της Κατοχής. Εκείνα του Εμφυλίου επίσης. Ως αντιστασιακός, ως επαναστάτης. Στο βουνό των Αγίων Δέκα, κοντά στον Βιρό είχε καταφύγει. Για να μην συλληφθεί.
Άλλου είδους, άλλου τύπου η δική του μεγαλογενιά, όπως πέραν των άλλων και ο θείος του Σπύρος Μεγαλογένης σε άλλο εξίσου τιμημένο οικογενειακό εικόνισμα. Τρεις αιώνες μετά το 1640, το 1940, εκείνος ήταν Γραμματέας του Πρωτοδικείου της Πρέβεζας και πίστευε σε μια Δικαιοσύνη για τον λαό και σε μια δίκαιη, άλλη κοινωνία. ΕΑΜίτης αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Που γλίτωσε απ’ τους Γερμανούς αλλά όχι κι από σφαίρα των στρατευμάτων εκείνου του Ηπειρώτη στρατηγού που το μικρό του όνομα είχε συνδεθεί με τον αέρα της Γαλλικής Επανάστασης και της Λευτεριάς στα νησιά μας το 1799 και ο ίδιος φτάνοντας απ’ την Πρέβεζα διωγμένος στην Κέρκυρα το 1944 σκόρπισε τον ζόφο: του Ναπολέοντα κατά τα άλλα Ζέρβα. Λέτε κι ο Σπύρος Μεγαλογένης ν’ «Άξιζε Χίλιους Θανάτους»; Ή ισχύει και στην περίπτωσή του, έτσι όπως αγωνίστηκε και σκοτώθηκε αγέρωχος, ότι κάποιοι με το παράδειγμά τους μένουν αθάνατοι; Κι ότι όπως ο Σολωμός είπε για τους Μεσολογγίτες «χίλιες φορές πεθαίνουν»;
«Λένε διάφοροι τώρα ότι οι κομμουνιστές έγιναν περιττοί, όμως ο Μαρξ έδειξε ποιο θα είναι τελικά το φωτεινό μέλλον μας», αναφέρει χαμογελαστός, αισιόδοξος και υπερήφανος για τους προγόνους του ο Χρήστος Μεγαλογένης, θαρρείς με βεβαιότητα ότι ο ασίγαστος αγώνας των τάξεων κινεί και γράφει κι επιταχύνει την Ιστορία, προαναγγέλλοντας ό,τι νικηφόρο για τους λαούς έρχεται και χάνεται και ξανάρχεται ώσπου να στεριώσει, για τα καλά.
Πόσες και πόσες φορές στην ανθρώπινη Ιστορία η ζωή πήγε μπροστά με άοπλους κι ένοπλους Ατάκτους μέχρι να οργανωθεί και να φωτιστεί ο λαός!
Έχουμε φίλες και φίλοι και στη Μονή της Πλατυτέρας, δίπλα στον Καποδίστρια και τον Μουστοξύδη -ας θυμηθούμε καθώς σε λίγες ώρες συμπληρώνουμε 200 χρόνια απ’ το ’21- έναν. Κι’ αυτόν κάποιοι εδώ στην Κέρκυρα ταξικοί απόγονοι του Ανδρέα Μάρμορα που ως Ιόνιος Γερουσία είχαν αποκηρύξει την Επανάσταση του ’21, για Άτακτο τον είχαν και μ’ όσα τον κατηγορούσαν οι Οθωμανοί στην απέναντι στεριά θα ‘λεγαν ίσως λίγο-πολύ, όπως ο «εκλεκτός» της Βρετανίας Αλή Πασάς, πως κι εκείνος «Άξιζε Χίλιους Θανάτους» καθώς διατάρασσε τον νόμο και την τάξη του ωφέλιμου για τις μεγάλες τσέπες τους καθεστώτος που επιθυμούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Τον φωτισμένο Φώτο Τζαβέλα.
Της άναρχης με τα μέτρα της εποχής σουλιώτικης φάρας των Τζαβελαίων. Τον φτασμένο στην Κέρκυρα μ’ άλλους Κλέφτες κι Αρματολούς της Ηπείρου. Έτρεμαν πολλοί «το σπαθί του Φώτου».
Εκείνον για τον οποίο όσα «εκτός νόμου και τάξης» κι αν του καταλόγιζαν, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης -που απόγονοί του έζησαν και σπούδασαν κι απέκτησαν οικογενειακούς δεσμούς στην Κέρκυρα- είπε: «Ο Φώτος ήτο το τέλειο».
Εικόνα κι απ’ το δικό μας παρελθόν κι απ’ το δικό μας μέλλον, κατά κάποιον τρόπο, ετούτη απ’ την ταινία του 1974 «Αλονζανφάν» των αδελφών Ταβιάνι.
Τι λέτε, δεν θα ‘ρθ’ η ώρα που θ’ αναπαραστήσουμε με τη συμβολή ίσως του Τμήματος Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου με μιαν υπέροχη ταινία ή μ’ ένα ντοκιμαντέρ ή μ’ ένα έντυπο είτε ηλεκτρονικό βιβλίο συνεργασίας Ιονίων ιστορικών ερευνητών, με αναστατικές ας πούμε ζωγραφιές Επτανησίων κιόλας, τις απίστευτες ηρωικές κάθε μορφής και λίγο-πολύ λαϊκές εξεγέρσεις κι ανταρσίες στην πολυκύμαντη ιστορία όλης της Επτανήσου, μαζί ή αν δεν το δικαιολογούν όλα τα στοιχεία χωρίς κι εκείνη του 1640;
* Το εικαστικό έργο στην κορυφή όλων αυτών των γραμμών είναι δημιουργία του Γιώργου Μικάλεφ, φτιαγμένη γι’ αυτό ειδικά το θέμα.