Η νίκη του Τζο Μπάιντεν στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές επί του συντηρητικού λαϊκιστή Ντόναλντ Τράμπ, σηματοδοτεί την έναρξη μιας τεράστιας αλλαγής στην πολιτική στάση των ΗΠΑ ως προς τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα καθώς και στην σχέση τους με τον υπόλοιπο πλανήτη.
Γενικώς μπορούμε να διαγνώσουμε μια ανακούφιση σε σχέση με το αποτέλεσμα. Η πρωτοφανής έπαρση του Τράμπ ως Πρόεδρος, η αδιαφορία για τα γεγονότα, για την κλιματική αλλαγή, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, τα παθολογικά ψεύδη που έλεγε, έθεσε από την πρώτη ημέρα της προεδρίας του πολύ σοβαρά θέματα αξιοπιστίας του. Ψυχολόγοι και σχολιαστές από όλα τα ιδεολογικά στρατόπεδα από νωρίς απέδωσαν μια ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας στη συμπεριφορά του Τράμπ.
Ωστόσο, κρίνοντας από τον αριθμό των ψηφοφόρων που ψήφισαν στις εκλογές, η βάση υποστήριξης του Τράμπ παραμένει στα 70 εκατομμύρια. Ήταν θυμωμένοι και πριν τις εκλογές και πιθανώς, είναι ακόμα πιο θυμωμένοι. Η μισή Αμερική ψήφισε τον Τράμπ, επέλεξε έναν άντρα που υποβαθμίζει την υγειονομική κρίση («Συνεχώς ακούω covid, covid, covid», «Βρήκαμε την θεραπεία») που θέλει να καταστρέψει έως και την τελευταία στιγμή την εκλογική διαδικασία («Σταματήστε την ψηφοφορία», «Κλέβουν τις εκλογές»), και αμφισβητεί την ίδια η δημοκρατία.
Αυτή ή λογική δεν θα πάει πουθενά, είτε ο Τράμπ βρίσκεται στον Λευκό Οίκο είτε όχι.
«Σημαία» του Τράμπ αποτελούσε το «αντι-πρότυπο» ενός πολιτικού. Δεν ήταν μια κλασσική φιγούρα εμπιστοσύνης, δεν ενδιαφερόταν να καταδείξει την αυθεντία του κράτους, αλλά παντελώς ανάποδα το ευτέλιζε, με δηλώσεις του επιπέδου δημοτικού («Είμαι τέλειος, όλα είναι τέλεια, η οικονομία είναι τέλεια») απλώς απέρριπτε κάθε είδους κριτική. Κοινωνικά, το έθνος ήταν ήδη διχασμένο όταν ο Τραμπ έγινε πρόεδρος, ανά φυλή και εθνικότητα, περιοχή, εκπαίδευση, εθνική καταγωγή, θρησκεία και τάξη. Εκείνος εκμεταλλεύτηκε αυτές τις διαιρέσεις για να προχωρήσει. Η κοινωνική διαφοροποίηση εισοδήματος στις ΗΠΑ παρέμεινε και οξύνθηκε από το 2016 έως και σήμερα. Το 61% των Αμερικανών δηλώνει ότι υπάρχει υπερβολική οικονομική και κοινωνική ανισότητα στη χώρα σήμερα.
Επιπλέον, φαίνεται πως σε οικονομικό επίπεδο τα πήγε καλύτερα απότι περίμενε κανείς (όχι τόσο καλά όσο ισχυρίζεται ο ίδιος) παρά την αλλοπρόσαλλη πολιτική του (απαγόρευση δραστηριοποίησης σε χιλιάδες). Οι επίσημες ανακοινώσεις εκτιμούν ότι (προ κορονοϊού) το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε 2% με ετήσιο ρυθμό από το 2016 έως το 2019. Οι καταναλωτικές δαπάνες και οι επενδύσεις σε κατοικίες σημείωσαν αξιοσημείωτα κέρδη, προωθώντας την αύξηση του ΑΕΠ και θέτοντας το στάδιο για μελλοντική οικονομική επέκταση.
Αυτό είναι γοητευτικό σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο όπως λέμε και παραπάνω, ακόμα και τώρα που φεύγει ο Τράμπ από το Λευκό Οίκο, θα συνεχίζει να βρίσκεται γύρω μας.
Ο Τράμπ είναι μόνο το σύμπτωμα αυτού που πραγματικά συμβαίνει στη χώρα (και το κόσμο). Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ένιωσε και νιώθει αποκλεισμένο (left out) από την παγκοσμιοποίηση, περιορισμένο από την πολιτική ορθότητα και τα κοινωνικά δρώμενα με τον τρόπο που προωθούνται. Μπορεί τώρα ο Μπάιντεν να εμφανίζεται ενωτικός, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να μην απευθυνθεί σε αυτό το πρόβλημα που ακόμα κοχλάζει.
Κρύβοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί απλά κρύβουμε τις ευθύνες μας και τελικά αυτά καταλήγουν να πολλαπλασιάζονται. Η εκλογή Τράμπ, καλώς ή κακώς, άνοιξε έναν διάλογο που θα ήταν άδικο να αγνοήσουμε.
«Έκανα εκστρατεία για να αποκαταστήσω την ψυχή της Αμερικής, να ανοικοδομήσω τη ραχοκοκαλιά αυτού του έθνους, τη μεσαία τάξη και να κάνω την Αμερική να σεβαστεί ξανά τον κόσμο», δήλωσε ο εκλεγμένος πρόεδρος Μπάιντεν.
Ελπίζουμε να απευθυνθεί πραγματικά σε όλες τις τάξεις, ξανά.