Ο έλεγχος του δεύτερου κύματος της πανδημίας έχει χαθεί. Οι αντιφάσεις και οι σπασμωδικές κινήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Και αυτό δεν προμηνύει τίποτα καλό για τη συνέχεια.
Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες θυμίζουν τον τίτλο του γνωστού έργου του Λουίτζι Πιραντέλο «απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Και, δυστυχώς, ο αυτοσχεδιασμός παρατηρείται σε όλα τα επίπεδα: επιστημονικό, κρατικό, κυβερνητικό.
Όμως, αυτή τη φορά δεν μπορεί να προβληθεί το επιχείρημα «αντιμετωπίζουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις». Αυτό ίσχυε στην πρώτη φάση της πανδημίας την περασμένη άνοιξη. Από αυτήν αποκτήθηκε «τεχνογνωσία», το παραδέχτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στα απανωτά μηνύματά του, λέγοντας ότι τώρα, στη δεύτερη φάση, είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι και εξοπλισμένοι.
Έτσι θα έπρεπε να είναι. Αλλά δεν είναι. Ας το δούμε με παραδείγματα σε όλα τα επίπεδα:
Πρώτον, η εικόνα που εκπέμφθηκε το τελευταίο διάστημα από το επιστημονικό επιτελείο που συμβουλεύει την κυβέρνηση είναι, το λιγότερο, αντιφατική. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης είναι ενδεικτικό. Πριν από ένα μήνα ο κ. Τσιόδρας είπε την περίφημη φράση «η Θεσσαλονίκη πάει καλά» και την αντιδιέστειλε με την Αθήνα, που «δεν πήγαινε καλά» . Λίγες μέρες μετά ήρθε η διάψευση και η συμπρωτεύουσα μπήκε σε ολική καραντίνα. Αλλά και με τις εκτιμήσεις τους για την Αθήνα οι επιστήμονες δεν τα πήγαν καθόλου καλά. Αφού στο τέλος Σεπτεμβρίου δεν τα πήγαινε καλά, γιατί άργησε η λήψη μέτρων; Και γιατί λοιμωξιολόγοι, που παρέλασαν στα τηλεοπτικά κανάλια τις τελευταίες ημέρες, έλεγαν ότι το λεκανοπέδιο ήταν σε καλύτερη κατάσταση; Τι άλλαξε μέσα σε λίγες μέρες; Μήπως η επιστημονική ομάδα δεν γνωρίζει την αληθινή επιδημιολογική εικόνα και αναγκάζεται να αυτοσχεδιάζει;
Δεύτερον, το επιτελικό-τρομάρα του- κράτος τα έχει κάνει μούσκεμα. Όχι μόνο στα μεγάλα, αλλά και στα μικρά. Για παράδειγμα, ποιος εγκέφαλος σκέφθηκε προχτές να απαγορευθεί το take away(ή, κατά Μπαμπινιώτη, «για το σπίτι») στη Θεσσαλονίκη; Και ποιος ήρε την απαγόρευση χτες; Τι ισχύει, τελικά; Είναι επικίνδυνο ή όχι να πηγαίνουμε να παίρνουμε φαγητά και καφέδες μόνοι μας και να μην τα αφήνουμε όλα στο delivery(κατά Μπαμπινιώτη, τροφοδιανομή); Δεύτερο παράδειγμα: τα σχολεία, στα οποία μπορεί να συνωστίζονται σε μια αίθουσα από 15 έως και 27 παιδιά, παραμένουν ανοιχτά. Τα ωδεία, όπου μπορεί σε μια αίθουσα να βρίσκεται μόνο ένας μαθητής(με το δάσκαλό του), κλείνουν. Εχει λογική αυτό; Ποιος εγκέφαλος «ειδικού» το σκέφθηκε και το εισηγήθηκε; Και γιατί δεν βρέθηκε ένας μη ειδικός(κρατικός υπάλληλος, υπουργός) να πει «αυτό είναι χαζομάρα»;
Τρίτον και χειρότερο, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει χάσει τον έλεγχο. Ο υπουργός Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης θεωρεί «εξαιρετικά άστοχη» μια απόφαση επιβολή καθολικής απαγόρευσης. Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας είπε το πρωί της Τετάρτης ότι δεν είμαστε κοντά σε επιβολή lockdown στην Αττική. Το βράδυ τον διέψευσε ο υπουργός Υγείας Β. Κικίλιας, ο οποίος έσπευσε να κλέψει τη δόξα, ανακοινώνοντας πρώτος το καθολικό λουκέτο. Αλήθεια, ο Μητσοτάκης και ο Τσιόδρας τι περισσότερο θα πουν σήμερα; Και αυτό το αλαλούμ είναι εικόνα σοβαρής κυβέρνησης, που διαχειρίζεται μια τόσο σοβαρή κατάσταση;
Δυστυχώς, η επιτυχής διαχείριση της άνοιξης και η κτηθείσα τότε εμπειρία φαίνεται ότι πήγαν στράφι. Ο έλεγχος του δεύτερου κύματος της πανδημίας έχει χαθεί. Οι αντιφάσεις και οι σπασμωδικές κινήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Και αυτό δεν προμηνύει τίποτα καλό για τη συνέχεια. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι, αντί το βάρος να πέσει στις διορθώσεις που πρέπει να γίνουν, πέφτει στις δικαιολογίες.
Κάτι ήξερε ο Αμερικανός πολιτικός Βενιαμίν Φραγκλίνος που έλεγε πριν από 250 χρόνια: «Όποιος είναι καλός στις δικαιολογίες σπανίως είναι καλός σε οτιδήποτε άλλο».