Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν μια στρατηγική απόφαση, η οποία υιοθετήθηκε με την ενθάρρυνση της Ελλάδας και την επιμονή του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη.
Η επιδίωξη αυτή στηρίχθηκε πρωτίστως στον βασικό στόχο, ότι η ένταξη θα βοηθούσε στην επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό. Θα βοηθούσε και στο περιεχόμενο της συμφωνίας και παράλληλα θα επενεργούσε και ως καταλύτης. Συνδυάσθηκε, τότε και με τα ανοίγματα της Ένωσης προς την Τουρκία.
Η προσπάθεια ένταξης με ή χωρίς λύση του Κυπριακού αδυνάτισε εκ των πραγμάτων και τη διαπραγμάτευση για καλύτερους όρους εισδοχής. Κουβαλώντας μέχρι τη σύνοδο της Κοπεγχάγης, Δεκέμβριος 2002 και το άλυτο Κυπριακό, η μεγάλη προσπάθεια ήταν να μην αποτελέσει εμπόδιο το πολιτικό ζήτημα. Αυτό το εμπόδιο, ωστόσο, το «καθάρισε» η Τουρκία.
Όχι με τη λύση αλλά με την αδιαλλαξία της.
Για την ακρίβεια η Άγκυρα διά του Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος επικαλούμενος λόγους υγείας είχε στείλει στη Δανία τον Ταχσίν Ερτογρούλογλου, επανέλαβε εαυτόν. Οι απεσταλμένοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αλέκος Μαρκίδης και ο πρέσβης Τάσος Τζιωνής που κλήθηκαν στο ΥΠΕΞ τηςΔανίας για συζητήσεις,δεν χρειάσθηκε να πουν οτιδήποτε.
Η τουρκική πλευρά επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τη μαξιμαλιστική της στάση. Ο απεσταλμένος του ΟΗΕ, Ντε Σότο, μετά από δίωρη συνάντηση με τουςΤούρκους, ενημέρωνε την ελληνική πλευρά πως «σήμερα λύση του Κυπριακού δεν θα υπάρξει». Αποτελείωσαν την προσπάθεια πριν αρχίσουν οι συζητήσεις.
Μέχρι την τελευταία στιγμή, υπήρχαν μάχες χαρακωμάτων για την ένταξη. Από το 2000 διαμορφώθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και τους Αγγλοαμερικανούς μια διαδικασία συζητήσεων, με την κατάθεση ιδεών, που βαθμηδόν οδήγησαν στις διαφορετικές εκδοχές του σχεδίου Ανάν.
Το πλαίσιο συμφωνίας φορτώθηκε με πολλές στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες, που εξυπηρετούσε τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Κι αυτό για να… ενθαρρυνθεί η κατοχική Τουρκία να… συνεργασθεί για λύση. Ο Ερντογάν οικοδομούσε τότε, πρώτα του βήματα στη διεθνή σκηνή, εικόνα «ισλαμοδημοκράτη», κι όλοι σχεδόν τον στήριζαν. Ακόμη και οι γνωστοί κύκλοι σε Αθήνα και Λευκωσία.
Με βάση τους σχεδιασμούς των Αγγλοαμερικανών, της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών, με τον Ντε Σότο βασικό παίκτη και τον Λόρδο Χάνεϊ πρώτο βιολί και αθόρυβο διαμορφωτή των ιδεών, της «εποικοδομητικής ασάφειας», ο στόχος ήταν η ένταξη στην Ε.Ε. όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά του μορφώματος που θα εγκρινόταν σε χωριστά δημοψηφίσματα. Πιέζοντας τον χρόνο, επιβάλλοντας το σχέδιο με τις ετεροβαρείς ρυθμίσεις της επιδιαιτησίας, πρόλαβαν να διενεργηθούν τα δημοψηφίσματα έξι μέρες πριν την ημερομηνία ένταξης.
Οι Κύπριοι ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς τους. Το σχέδιο Ανάν, ένα στρεβλωτικό, αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό σχέδιο απορρίφθηκε συντριπτικά από τους πολίτες. Η πορεία προς την ένταξη δεν μπορούσε να ανατραπεί. Ούτε ο θυμός των μελλοντικών εταίρων μας ούτε και η αντίδραση των Αγγλοαμερικανών. Δεν έπιασαν οι απειλές του Ντε Σότο, των αξιωματούχων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Λόρδου Χάνεϊ.
Η Κυπριακή Δημοκρατία την 1η Μαίου 2004 εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πρώτο στάδιο οι δυσκολίες ήταν πρόδηλες. Δεν ζήσαμε, όπως τους υπόλοιπους που εντάχθηκαν, τον «μήνα του μέλιτος». Είμαστε τα «κακά παιδιά», που απέρριψαν σχέδιο «λύσης» του ΟΗΕ. Κανείς δεν ασχολήθηκε με την ουσία. Δεν ήταν αυτοί, άλλωστε, που θα ζούσαν σε ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας. Όχι τυχαία, η Άγκυρα επέμεινε οι παρεκκλίσεις να καταστούν πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πιέσεις επί πιέσεων οδήγησαν τη Λευκωσία να αποδεχθεί διάφορες φόρμουλες για να αποζημιωθούν οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι αποδέχθηκαν το σχέδιο Ανάν (γιατί να το απέρριπταν;).
Δεκαέξι χρόνια μετά την ένταξη, η Κυπριακή Δημοκρατία ασφαλώς και είχε οφέλη από τη συμμετοχή αυτή. Είναι προφανές πως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, πλην όμως, ο στόχος επιτεύχθηκε.
Την ίδια ώρα, όμως, η Κύπρος έχει γευτεί την αδυναμία της Ένωσης να εκφράσει εμπράκτως την αλληλεγγύη της, στις επιθέσεις που δέχεται από την κατοχική Τουρκία. Η Τουρκία αλωνίζει στην κυπριακή ΑΟΖ και η Ε.Ε. σφυρίζει αδιάφορα ενθαρρύνοντας με αυτή τη λογική τον Ερντογάν να συνεχίζει ανενόχλητος.
Περαιτέρω, η Κύπρος χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο στην κρίση του 2013. Δοκιμάστηκε μια ισοπεδωτική συνταγή για αντιμετώπιση της κρίσης. Με κούρεμα καταθέσεων και κλείσιμο τραπεζών, το μοντέλο δοκιμάστηκε μόνο στην Κύπρο, στην οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν υπήρξε αντίδραση.
Η αποτίμηση της ένταξής μας στην Ε.Ε. δεν είναι άσπρο – μαύρο. Πολλοί είναι αυτοί που θέτουν το ρητορικό ερώτημα: Έχετε φανταστεί εάν δεν είμαστε στην Ε.Ε., πώς θα συμπεριφερόταν η Τουρκία; Αλήθεια, πώς θα συμπεριφερόταν η Άγκυρα;
Είναι σαφές πως δεν έχουμε ενταχθεί σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο. Είναι ένας κόσμος διαφορετικών συμφερόντων, όχι μόνο εθνικών αλλά και οικονομικών, που ξεπερνά τα κράτη-μέλη. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη. Με ψευδαισθήσεις δεν ασκείται πολιτική. Η Ε.Ε. των συμφερόντων και όχι των λαών, έχει τους αιθεροβάμονες για να ασκείται στις καρπαζιές.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνεισφέρει στην πολιτική, οικονομική και στρατιωτική διεύρυνση της Ε.Ε. προς τη Μέση Ανατολή. Αποτέλεσε εναλλακτική δίοδο πρόσβασης στην περιοχή, προκαλώντας την αντίδραση της Άγκυρας, που είχε φροντίσει να δημιουργήσει προβλήματα με τις χώρες της γειτονιάς μας.
Αυτό, εάν αξιοποιείτο σωστά από πλευράς του Ελληνισμού, θα μπορούσε να μειώσει τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας.