Είθισται αυτές τις μέρες οι υποψήφιοι να συστήνονται στους συμπολίτες τους. Πιστός πάντα, λοιπόν, στις παραδόσεις αυτού του τόπου σας συστήνω τον εαυτό μου.
Γεννήθηκα πριν πολλά πολλά χρόνια, τον περασμένο αιώνα, εξάλλου, όπως λένε όταν σε καλοπιάνουνε, δεν έχει σημασία πόσο είσαι, αλλά πόσο νιώθεις. Όμως εγώ νιώθω πότε πιτσιρίκι και πότε γέρος, οπότε ας μη σας μπερδέψω με αυτό. Πρόλαβα πάντως το χωριό της μάνας μου χωρίς ρεύμα και με τον απόπατο τριάντα μέτρα μακριά. Σεβασμός λοιπόν. Το χωριό το λένε ακόμα σήμερα Μάρμαρο στο λιβάδι του Ρόπα, αλλά ακόμα σήμερα δεν έχω καταλάβει γιατί, αφού ποτέ δεν είδα εκεί μάρμαρα, μόνο φτωχά σπίτια και πολυφορεμένες χωριάτικες ρόμπες και ροκέτα. Ο πατέρας μου ήταν από τη Γαρίτσα, Μπακοτσιάνος δηλαδή, γι’ αυτό ήμουνα πάντα με τον Όλυμπο πιο πολύ κι όχι με τον ΑΟ Κέρκυρα. Και πολύ φχαριστήθηκα που η Περιφέρεια έδωσε λεφτά να φτιαχτεί το γήπεδό του Ολύμπου τώρα τελευταία.
Βέβαια εγώ γεννήθηκα στη χώρα, γιατί η μάνα μου πούλησε κάτι ελιές που ήταν το μερτικό της και έτσι άνοιξε ο πατέρας μου το πρώτο του μαγαζί στη Λαϊκή. Μετά άνοιξε και δεύτερο και μετά φαλήρισε και πέθανε από το κακό του.
Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στο Καμπιέλο, αλλά πήρε φωτιά και φύγαμε πριν αρχίσω να το θυμάμαι, και μετακομίσαμε στους Αγίους Πατέρες. Είδατε; Ήταν γραφτό να είμαι από μικρός στη γειτονιά του ΚΥΜΑ fm. Όλα έχουν μια εξήγηση στη ζωή. Από το σπίτι αυτό θυμάμαι τη λεμονιά έξω από το παράθυρο του ραφτικού, γιατί ράφτρα ήταν η κυρά Μαρία μέχρι που πέθανε. Τις τελευταίες νύχτες μετά το εγκεφαλικό που έπαθε στα 82 της μέσα στον επιθανάτιο ρόγχο της το χέρι της δούλευε ακατάπαυστα περνώντας βελονιές σε αόρατα ρούχα.
Εκεί στη γειτονιά γνώρισα τη Σταματέλα, που κανείς δε μου έλεγε τι δουλειά κάνει στο ισόγειο δωμάτιο που ζούσε, αλλά η μάνα μου την αγαπούσε και της διόρθωνε τσάμπα τα ρούχα και με έστελνε να της τα δώσω. Γιατί μετά όμως με περνούσε όλον με οινόπνευμα, δεν κατάλαβα. Επίσης στους Αγ. Πατέρες έμαθα τσιλίκι και πετροπόλεμο, δύο πράγματα πολύ σημαντικά που δεν μπορούν να λείπουν από το βιογραφικό μου, Επίσης έφαγα και έκανα μπούλινγκ κι ας μην ήξερα τότε πώς το λένε αυτό το πράγμα.
Μετά μετακομίσαμε πάλι στους Αγ. Αποστόλους με θέα την πλατεία Λεμονιάς , που δεν έβλεπες λεμονιές, αλλά κάτι ερείπια. Αργότερα έμαθα ποια ήταν και τι δουλειά έκανε η Λεμονιά. Από τη Σταματέλα στη Λεμονιά. Φαίνεται η Χώρα είχε πολλές τέτοιες εξυπηρετικές κυρίες για κάποιο λόγο. Από τότε έκανα πολλές ακόμα μετακομίσεις μέχρι να πάω να μείνω μόνιμα στο Βιρό. Γι’ αυτό ακούω μετακόμιση και τρέχω. Όλα έχουν την εξήγησή τους.
Πήγαινα στο 5ο δημοτικό, το παλιό, όχι το καινούριο, και εκεί γνώρισα πολύ καλούς δασκάλους που τους θυμάμαι με πολύ αγάπη, αλλά πιο πολύ θυμάμαι την κυρά Ελπίδα, την καθαρίστρια, τη μισόκουφη, που μια φορά που με έπιασε κόψιμο και δεν πρόλαβα να σημαδέψω την τρύπα τα καθάρισε και μου είπε μη στεναχωριέσαι, δεν πειράζει, να είσαι καλό παιδί και δεν θα το πω σε κανέναν. Τότε ήταν νομίζω που έγινα κι εγώ καλό παιδί. Τι σας έλεγα; Όλα έχουν μια εξήγηση στη ζωή.
Όταν πέρασα πρώτος στις εξετάσεις για το Γυμνάσιο καμάρωναν πολύ στο σπίτι για μένα ακόμα κι η γιαγιά που γενικά με είχε χεσμένο, και δεν καταλάβαινα γιατί, αφού εμένα δε μου φαινόταν κάτι φοβερό. Κι από τότε συνεχίζα να απορώ όταν μου λέγανε μπράβο, και δεν καταλάβαινα αυτούς που καμάρωναν σα γύφτικα σκεπάρνια για ασήμαντα και μικρά πράγματα. Αργότερα έμαθα ότι αυτό το λένε ματαιοδοξία και μερικοί την έχουν πολύ μεγάλη – με το συμπάθιο – και το βλέπω και στο φέισμπουκ τώρα, ενώ παλιά τα ψώνια τα έβλεπες μόνο στο Λιστόν.
Μετά πήγα κι εγώ στο Πανεπιστήμιο, γιατί αλλιώς θα με έβαζε ο πατέρας μου στο μαγαζί κι εγώ δεν ήθελα να βρίζομαι κάθε μέρα με τους πελάτες, γιατί σε μας ο πατέρας είχε πάντα δίκιο κι όχι ο πελάτης. Πέρασα στη Φιλοσοφική της Θεσσαλονίκης, ναι της Μακεδονίας της δικής μας, όχι της άλλης, της πατρίδας του Μεγαλέξανδρου, του Παπαγεωργόπουλου, του Ψωμιάδη, του Άνθιμου, καταλαβαίνετε. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα κι είχα πολύ σπουδαίους καθηγητές, αληθινά μορφωμένους και δημοκρατικούς, όχι σαν κάτι άλλους, ονόματα δε λέμε, που γίνανε τηλεοπτικοί αστέρες στα χρόνια της μετριότητας (να, βλέπετε, αυτό το έμαθα στο πανεπιστήμιο μαζί με κάτι από Πλάτωνα, Θουκυδίδη, Καντ, Φουκό και λίγο Μερλό-Ποντί, αυτό το λέω για να σας κάνω εντύπωση). Πολύ στεναχωρήθηκα που κάποιοι από τους καθηγητές αυτούς πέθαναν, μα πιο πολύ ο Μαρωνίτης και πρόσφατα ο Βώκος, γιατί ήταν δικοί μου, αφού τους κουβαλούσα μέσα μου.
Στο πανεπιστήμιο μπήκα και στο Ρήγα Φεραίο κι εκεί στα αμφιθέατρα έμαθα ότι “Αλίκη Βουγιουκλάκη Κώστας Κακαβάς είναι η ιδεολογία της δεξιάς” και το φωνάζαμε και γελούσαμε, αφού εμείς βέβαια είχαμε τον Αγγελόπουλο και τον Κατράκη. Και μετά η Αλίκη πήρε την εκδίκησή της και ανακηρύχτηκε σε εθνική σταρ κι έτσι εξηγείται γιατί η ΔΑΠ σε λίγα χρόνια είχε γίνει πρώτη δύναμη. Είπαμε, όλα εξηγούνται. Φωνάζαμε και το άλλο “τακούνι, μίνι φούστα και κραγιόν είναι η ιδεολογία των δεξιών”. Εμείς τότε είχαμε τις ινδικές φούστες για λάβαρα, ίσως γιατί μπορούσαμε οι αρσενικοί να τυλιγόμαστε πιο εύκολα σε αυτές. Από τότε όμως και μέχρι σήμερα κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μόνο τακούνια κι έτσι δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ κι εμείς πήραμε την Περιφέρεια. Ευτυχώς με φώτισε ο Αλμοδοβάρ κι ο φίλος που μου έδωσε να διαβάσω την Τακουνοκεντρική έμπνευση του Γιάννη Σκαρίμπα και κατάλαβα ότι κάπου έμπαζε το σύνθημα και η γραμμή. Κι έτσι πάλι όλα εξηγούνται.
Έκανα και μεταπτυχιακό στην ταβέρνα του Λιμανιώτη, αλλά δεν πήρα ποτέ το δίπλωμα μου. Τότε δε δίναμε και σημασία στα διπλώματα, ήταν για τους φλώρους. Αυτό όμως με βοήθησε αργότερα, όταν καθηγητής στους Παξούς δούλεψα στην καφετέρια του Σταμάτη στο Γάη. Εκεί είχα ένα παλικάρι για βοηθό που μετά έγινε γυμναστής και μετά δήμαρχος και καμάρωσα που ο βοηθός ξεπέρασε το δάσκαλο. Γιατί έτσι πρέπει να γίνεται κι έτσι όλα εξηγούνται.
Στο Λιμανιώτη ήταν τιμή μου που δούλεψα με τον μπάρμπα…Μήτσο που μου έμαθε ότι Κερκυραίος και μάγκας δε γίνεται, κι ας μου έκανε χοντρή πλάκα που με έστειλε να πάω φαγητό στη Σταυρούλα που έμενε από πάνω και με υποδέχτηκε με το ένα βυζί απέξω και δεν είχα πάρει χαμπάρι το φωτάκι που έμενε όλη μέρα αναμμένο έξω από την πόρτα της. Ίσως γιατί με το φως της μέρας δε φαινόταν. Είπαμε όλα έχουν μια εξήγηση στη ζωή.
Μετά έγινα για τριάντα δύο χρόνια καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, πράγμα που είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον για μένα, αλλά σίγουρα όχι για σας, που δεν γουστάρετε έτσι κι αλλιώς τους καθηγητές, οπότε γιατί να το γράψω;
Απόκτησα και δυο αγόρια, για τα οποία είμαι περήφανος για όσα κάνουν, ακόμα κι αν είναι μαλακίες, ίσως γιατί τότε μοιάζουν στον πατέρα τους περισσότερο.
Α, τα αγόρια δεν τα απόκτησα μόνος μου. Μαμά τους είναι η Λιάνα, εκπαιδευτικός, συγγραφέας και γυναίκα καριέρας, όπως δηλώνει και μετά προσθέτει “τρομάρα μου”. Είναι από τη Θεσσαλλλλονίκη, αυτή του Μεγαλέξανδρου κλπ. που λέγαμε, αλλά αυτή ήταν με τον Μπουτάρη και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, ακόμα κι όταν αυτές δεν υπήρχαν, Τώρα όμως τη δικαίωσε ο Τσίπρας με την Προοδευτική Συμμαχία και μου το χτυπάει συνεχώς και με βουλώνει. Και κάνει καταπληκτικό γάβρο μαρινάτο, γιατί είναι “από τη Θεσσαλλλλονίκη και το αρέζει”. Είπαμε όλα έχουν μια εξήγηση στη ζωή.
Το 2014 μου ανακοίνωσε η Νικολέττα ότι θα είμαι υποψήφιος στην Περιφέρεια και δεν περίμενε την απάντησή μου. Έτσι πρέπει να γίνονται αυτά, δημοκρατικά. Όταν εκλέχτηκα, ο Θόδωρος με έβαλε πρόεδρο, να τραβάω κουπί στο Περιφερειακό Συμβούλιο, γιατί ίσως είχε μάθει ότι στα νιάτα μου ήμουνα κωπηλάτης. Όλα εξηγούνται.
Και τώρα είμαι ξανά υποψήφιος με τον Θόδωρο, που ευτυχώς δεν είναι Κερκυραίος, γιατί με βασανίζει πάντα η κουβέντα του μπάρμπα Μήτσου “Κερκυραίος και μάγκας δε γίνεται”, οπότε με τον Κεφαλονίτη κάτι γίνεται με όλο αυτό το πράγμα που βαλθήκαμε να τακτοποιήσουμε. Γιατί θέλει μαγκιά.
ΥΓ. Αν σας έμεινε καμιά απορία για το βιογραφικό μου, ευχαρίστως θα την απαντήσω με τον καφέ που θα κεράσετε μαζί με τους σταυρούς που θα μου φέρετε.
Τι σούργελο είσαι εσύ πάλι
Μην ξεχνάτε τη κουτάλα…!!!
Μαγκιά…είναι πέντε χρόνια μασας ακόμη