Μια μια λιτή τελετή, που έγινε την Τετάρτη το βράδυ, δόθηκε το όνομα του Μάχου Ρούσση στην πλατεία που βρίσκεται μεταξύ του Φοίνικα και του κτιρίου Πετσάλη.
Για τη ζωή και την προσωπικότητα του Μάχου Ρούσση, του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης που έχει συνδέσει το όνομά του με το λυρικό θέατρο και το μουσικό πολιτισμό της Κέρκυρας, μίλησε ο καθηγητής Γιώργος Ζούμπος, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο Δήμαρχος Κώστας Νικολούζος. “Η ονοματοδοσία” τόνισε ο Δήμαρχος “γίνεται σε υλοποίηση απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του 2007 και πραγματοποιείται χάρη στην επιμονή του γιου του, καθηγητή Γιώργου Ρούσση. Αποτελεί απόδοση από την Κέρκυρα οφειλόμενης τιμής στο Μάχο Ρούσση, και είμαι πολύ χαρούμενος για τη σημερινή τελετή”.
Ο συντονισμός της εκδήλωσης έγινε από το δικηγόρο Μάνο Ράπτη, ενώ ακούστηκε και ηχητικό υλικό από συνέντευξη του Μάχου Ρούσση στην ΕΡΑ – Κέρκυρας.
Παρόντες στην εκδήλωση ήταν ο γιος του Μάχου Καθηγητής Γιώργος Ρούσσης με την οικογένειά του, φίλοι και συναγωνιστές του καθώς και άνθρωποι που τον είχαν γνωρίσει στη διάρκεια της ζωής του.
Ολόκληρη η ομιλία του Γ. Ζούμπου:
Πολλοί Κερκυραίοι γνωρίζουν το Μάχο λόγω της πολυετούς και έντονης ενασχόλησής του με τα πολιτιστικά- ενώ λίγοι γνωρίζουν την αντιστασιακή του δράση και τη συμμετοχή του στα γεγονότα της Μέσης Ανατολής το 1944. Οι αναφορές στη ζωή του θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες, ενώ οι πλέον χαρακτηριστικές φράσεις γράφτηκαν λίγο μετά το φευγιό του, από τον Ερωτόκριτο Μωραΐτη:
«Ο Μάχος είναι εκεί περίπου ένα αιώνα να μας περιμένει, κι όσο και να περνούν τα χρόνια θα συνεχίζει να μας περιμένει, ως το τέλος του χρόνου. Και δεν εννοώ ένα τέλος χρόνου αφηρημένου, ημερολογιακού ή κοσμικού, αλλά τέλος του χρόνου της πόλης. Γιατί ο Μάχος είναι ένα στοιχειό της, από αυτές τις φυσιογνωμίες που είναι συγκεκριμένες και οικείες, και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, έχουν γίνει καθολικές και απρόσωπες μυρωδιές, σκιές κτηρίων, κάποιες ανήσυχες νότες που μένουν στο μυαλό αφού έχει τελειώσει η μουσική, δέντρα και πλακόστρωτα νοτισμένα απ’ την βροχή. Φυσιογνωμίες, που δεν αφήνουν έργο πίσω τους, μήτε ορατά ίχνη, κι όμως όσο ζούσαν είχαν τη δύναμη του θρύλου, όχι ενός θρύλου ιστορικού, όχι ό,τι πλάθει η νοσταλγία μας γύρω από τη νεκρική σιγή της απουσίας, αλλά την πραγματικότητα των εντυπώσεων της παιδικής ηλικίας…».
Τα πρώτα αριστερά σκιρτήματα
Γεννημένος στις 30 Οκτώβρη του 1908 από αστική οικογένεια, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική σε ηλικία 7 χρονών, μαθαίνοντας βιολί με το Μάριο Φαρούγγια. Είναι μια επαφή που επηρεάζει όλη του τη ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα με μια παρέα δημιουργεί ένα μικρό συγκρότημα και παίζουν στο σπίτι του, ενώ συμμετέχει και στην ορχήστρα της βραχύβιας Σχολής Ρομποτή. Παράλληλα επιδίδεται συστηματικά στο κρίκετ με την ομάδα του Γυμναστικού, ενώ την ίδια περίοδο εκδηλώνει και το θεατρικό του ταλέντο.
Τα πρώτα αριστερά σκιρτήματα έρχονται μετά το 1922 οπότε γίνεται μάρτυρας εργατικών διαδηλώσεων με αντικείμενο την οκτάωρη εργασία. Όμως, η καθοριστική στροφή γίνεται το 1936 όταν ξεσπάει ο Ισπανικός Εμφύλιος. Τότε γίνεται κομμουνιστής και παραμένει μέχρι το τέλος.
Κατοχή και Μέση Ανατολή
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει δημοτικό υπάλληλο και μάλιστα στη σημαδιακή για αυτόν θέση του γραμματέα του Δημοτικού Θεάτρου. Σύντομα συλλαμβάνεται από την Καραμπινιερία, βασανίζεται στο κτίριο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στην ακτίνα Κ των Φυλακών και στη συνέχεια φυλακίζεται στο Λαζαρέτο. Στις 10 Ιούνη του 1943 μεταφέρεται μέσω Μπρίντιζι, με άλλους 13 Κερκυραίους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Πιστίτσι στη Νότια Ιταλία. Εκεί μετά λίγες μέρες μεταφέρονται ακόμα 15 Κερκυραίοι. Απελευθερώνονται στις 14 Σεπτέμβρη και μετά μια κοπιαστική διαδρομή πεζή και με τραίνο, επιβιβάζονται στο Α/Τ «Αδρίας» με προορισμό τη Μέση Ανατολή.
Βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο, και στη συνέχεια κατατάσσεται στο 1ο Σύνταγμα Θωρακισμένων στη Μιριάτα, 18 χιλιόμετρα από την Τρίπολη του Λιβάνου. Με πρωτοβουλία και συμμετοχή του, οργανώνει πολλές θεατρικές παραστάσεις για τους φαντάρους και τον Ελληνισμό της Αιγύπτου και της Βεγγάζης και τιμάται και από την αγγλική διοίκηση. Μετά από μια παράσταση, την «Παριζιάνικη Ντουντού», την οποία είχε επενδύσει μουσικά με άριες και χορωδιακά από την όπερα του Βέρντι «Ένας χορός μεταμφιεσμένων», τον καλεί ο άγγλος στρατηγός και το επιτελείο του.
Ο Μάχος παρουσιάζεται:
«Υποδεκανέας Τηλέμαχος Ρούσης» και ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία:
«Εσείς γράψατε και ανεβάσατε αυτό το έργο;»
«Μάλιστα»
«Και από ποιο μέρος της Ελλάδας είστε;»
«Από την Κέρκυρα»
Ο στρατηγός και το επιτελείο βάζουν τα γέλια και λένε:
«Α, γι’ αυτό» και του σφίγγουν το χέρι λέγοντας:
«Είσθε από την Κέρκυρα, γι’ αυτό γράψατε τέτοιο έργο και βάλατε τέτοια μουσική»
Το επεισόδιο δεν έσβυσε ποτέ από τη μνήμη του Μάχου και συχνά το ανέφερε. Έργα του που ανέβηκαν τότε είναι «Επαναστάτης στην κόλαση», «Ο καπετάν Τραμουντάνας», «Ο Φίλιππος», «Το ψαράδικο χωριό», «Οι δύο τραπεζίτες».
Βραβεύεται με μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων για την αντιστασιακή του δράση και τη σύνταξη του καλύτερου ποιήματος-εμβατηρίου για τον ελληνικό στρατό το οποίο μελοποίησε η κερκυραία βιολονίστρια Μαρία Νικάκη.
Μετά το Κίνημα της Μέσης Ανατολής τον Απρίλη του 1944, και τη διάλυση του ελληνικού στρατού από τους Άγγλους, γνωρίζει τα αποτρόπαια στρατόπεδα της ερήμου με κορυφαίο το ΤΜΙΜΙ, το «πόστο του διαβόλου», όπου εξορίζονται χιλιάδες έλληνες στρατιώτες. Τότε, στα «Σύρματα» της Λιβύης, γράφει και τους στίχους του τραγουδιού «Συντρίβουμε των αλύσων δεσμά» στο οποίο προσαρμόζει τη μελωδία επαναστατικού τραγουδιού που άκουσε στο Πιστίτσι από συγκρατούμενούς του Σέρβους. Πολύ αργότερα, στα 1977, κυκλοφορεί, με το ψευδώνυμο Φρίξος Λιβυκός, το βιβλίο «ΤΜΙΜΙ» όπου περιγράφει τα πολύ δύσκολα χρόνια από όταν έφτασε στη Μέση Ανατολή μέχρι την απελευθέρωσή του από τα «Σύρματα». Το βιβλίο ήταν γραμμένο από το 1946. Τότε δημοσιεύτηκαν τέσσερα κεφάλαιά του στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Γράφει στις 24 Νοέμβρη του 1946 ο Δημήτρης Φωτιάδης στο Μάχο:
«Αγαπητέ φίλε,
Από καιρό ήθελα να σας γράψω, για να σας πω πόση χαρά μας δώσατε με τα κομμάτια σας από το δράμα της Μέσης Ανατολής. Η κριτική μας; Μ’ αυτή έγινε, δημοσιέψαμε δύο κομμάτια και στο ερχόμενο φύλλο δημοσιεύουμε τρίτο. Κατορθώσατε να κάνετε αληθινή τέχνη ένα μέρος από τους πολύπλευρους αγώνες του Ελληνικού λαού. Ολοκληρώσατε τα η δουλειά αυτή, με τον ίδιο παλμό και με την ίδια καλλιτεχνική αντίληψη. Πρέπει να βγουν σε βιβλίο»
Το βιβλίο βγήκε, αλλά με καθυστέρηση 30 και περισσότερο χρόνων.
Στην Κέρκυρα, σε όλη την κατοχική περίοδο η σύντροφός του Γεωργία δραστηριοποιείται στην «Αλληλεγγύη», της οποίας είναι γραμματέας, με μεγάλη προσφορά στην προσπάθεια επιβίωσης του πληθυσμού.
Πίσω στην Κέρκυρα
Μετά την Απελευθέρωση, ο Μάχος γυρίζει στην Ελλάδα, βρίσκεται εκτός Δήμου και προσπαθεί να σταθεί επαγγελματικά, ενώ ασχολείται με τα πολιτιστικά του νησιού και φυσικά με τη λατρεία του, το μελόδραμα και το θέατρο. Κάνει βίωμά του την άποψη ότι «ο πολιτισμός είναι ένας τρόπος ζωής, τόσο βαθιά ριζωμένος στους επτανήσιους, που δεν αρνούνται την ίδια στιγμή να αντιστέκονται στην κτηνωδία της ζωής όχι με μια καταιγιστική, αφανιστική ουτοπία, αλλά με το γέλιο και τη σάτιρα». Άλλωστε, πάντα υποστήριζε με σθένος ότι «σκοπός της επανάστασης είναι να κάνει όλους τους ανθρώπους αριστοκράτες και όχι αντίθετα να τους εξισώσει σε προλετάριους». Και πάντα υπήρχε μια νότα αυτοειρωνείας για τον πολιτικό χώρο που βρισκόταν.
Δεν είναι συμπτωματικό που ο Μάχος είναι ο πρώτος που σκέφτεται τη δημιουργία μιας τοπικής ορχήστρας, αλλά και οργανώνει για χρόνια το κερκυραϊκό καρναβάλι με πάθος, τότε που δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος μέσα στην πόλη που που να μη συμμετέχει ενεργά σε αυτό.
Να μη μας φαίνεται καθόλου παράδοξο, ότι τότε που η πόλη φυτοζωούσε πνευματικά και οικονομικά, ήτανε μια πόλη ζωντανή, που την κατοικούσαν έμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες.
Φαιακία και θέατρο
Ο Μάχος ανάλωσε χιλιάδες ώρες ερευνώντας για την Φαιακία, το βασίλειο των Φαιάκων. Τη δουλειά του παρουσίασε με το πρωτοποριακό σωματείο «Ιόνιος Πνοή» στη Δημόσια Βιβλιοθήκη γύρω στα 1960, μιλώντας σε πολυπληθές ακροατήριο. Στον ίδιο χώρο συμμετέχει στη θεατρική ανάγνωση του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα και αργότερα σε μουσικοφιλολογική βραδυά που οργανώνεται στην Παλιά για τον Μπετόβεν.
Στα 1966 έχουμε σε όλη τη χώρα μια περίοδο γενικής πολιτιστικής ανάτασης.
Τότε ο κερκυραϊκός καλλιτεχνικός όμιλος «Πορεία» συσπειρώνει γύρω του ότι καλύτερο κι ανήσυχο υπάρχει εκείνη την εποχή και επιδίδεται στην ερασιτεχνική δημιουργία, το σινεμά, το θέατρο τη μουσική. Ο Μάχος είναι από τους πρωτεργάτες του ομίλου.
Στο χειμερινό Φοίνικα η «Πορεία» ανεβάζει τον «Έμπορο της Βενετίας». Η παράσταση προετοιμάζεται όλο το χειμώνα και πραγματοποιείται το Μάη. Εμπνευστής, σκηνοθέτης και διασκευαστής είναι ο Μάχος, ο οποίος ερμηνεύει το ρόλο του Βασάνιου με έμφυτο υποκριτικό ταλέντο επαγγελματικού επιπέδου. Οι πρόβες γίνονται τ’ απογεύματα στη σάλα του ξενοδοχείου «Ιόνιο» στο λιμάνι και χρησιμοποιείται η μετάφραση του Βασίλη Ρώτα.
Οι ηθοποιοί είναι όλοι μεσήλικες, παλιοί Επονίτες η Λαμπράκηδες οι περισσότεροι και ανάμεσά τους είναι καταστηματάρχες, έμποροι, λογιστές, νοικοκυρές. Η παράσταση είναι αναγνωστική, δηλαδή σαν πρόβα με το βιβλίο στα χέρια.
Την ημέρα της παράστασης ο Φοίνικας είναι πήχτρα από ενωρίς και το κοινό ενθουσιάζεται από τις πρώτες ατάκες. Η παράσταση αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων όλο το καλοκαίρι του 1966.
Μετά από λίγες μέρες μετά δίνεται αγώνας Κρίκετ του Γυμναστικού με μια ομάδα του αγγλικού στόλου που βρίσκοταν στην Κέρκυρα. Ακολουθεί γεύμα στο «Σάλβο» όπου ο Μάχος απαγγέλει «Έμπορο» και « Ριχάρδο Γ’» στα ελληνικά και αφήνει όλους άναυδους. Μέχρι πού του προτείνει ο ναύαρχος να δώσουν παραστάσεις για το Βρετανικό Στρατό. Ποιος όμως να αφήσει κείνη τη Κέρκυρα τότε;
Όλη όμως η δημιουργική ορμή αναχαιτίζεται από το πραξικόπημα και οι παρέες σκορπίζουν μέσα στο φόβο, το κυνηγητό και τις εξορίες.
Πέρασμα στην ιστορία της πόλης
Μετά τη Δικτατορία δραστηριοποιείται και κυριολεκτικά δίνεται στον «Οργανισμό Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων» και στο «Φεστιβάλ Κερκύρας» που πραγματοποιείται κάθε καλοκαίρι από το 1981 για περισσότερα από 10 χρόνια. Το Φεστιβάλ αυτό άφησε εποχή και ποτέ δεν επαναλήφθηκε κάτι παρόμοιο. Με πρωτοβουλία του Μάχου ιδρύεται ο σύλλογος «Φίλοι του Λυρικού Θεάτρου» που παρουσίασε πλούσια δράση. Συμμετέχει και παρακολουθεί την καλλιτεχνική κίνηση του νησιού μέχρι τις 3 Δεκέμβρη του 2001, οπότε σταματά να γυρίζει στα καντούνια της αγαπημένης του πόλης και γίνεται μέρος της ιστορίας της.
Διηγήματά του, μεταφράσεις και σημειώματα πολιτιστικού περιεχομένου είναι δημοσιευμένα στα «Κερκυραϊκά Νέα», τον «Πόρφυρα», το «Κερκυραϊκό Βήμα» και την «Ενημέρωση». Ωστόσο, σημειώνει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του: «Η ενασχόλησή μου για χρόνια στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν μου άφηναν το χρόνο, εκτός από τη λογιστική μου υπευθυνότητα, να ενασχοληθώ με το είδος του θεάτρου που έχει ανάγκη η Κέρκυρα. Το εύθυμο σε περιεχόμενο, με κάποιες λογοτεχνικές απαιτήσεις και ωραία μουσική που στέκει στην νοοτροπία μας και την παράδοσή μας».