Σεξουαλική εκμετάλλευση, εργασιακή σκλαβιά (κυρίως στον αγροτικό τομέα) και αναγκαστική επαιτεία είναι οι τρεις μορφές εμπορίας ανθρώπων που απαντώνται συχνότερα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, την περίοδο 2014-2018 εντοπίστηκαν 142 περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων με τον αριθμό των αναγνωρισμένων θυμάτων να ανέρχεται σε 229.
Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων ήταν γυναίκες (178 θύματα, δηλαδή ποσοστό 77,7%), ενώ ιδιαίτερα ανησυχητική θεωρείται η ύπαρξη ανήλικων μεταξύ των θυμάτων (60 ανήλικα θύματα, ποσοστό 26,2%). Επίσης, παρά τη γενική αντίληψη ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων είναι μόνο αλλοδαποί, τα 32 από τα θύματα ήταν Έλληνες πολίτες.
Ωστόσο, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Εθνικός Εισηγητής για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων, Ηρακλής Μοσκώφ, τα στατιστικά στοιχεία δεν αντικατοπτρίζουν την ακριβή εικόνα των πραγματικών διαστάσεων του φαινομένου.
Πέραν των επίσημα αναγνωρισμένων θυμάτων, υπάρχουν πολλά πιθανά θύματα, δηλαδή άνθρωποι που δεν καταγγέλλουν ότι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης, αλλά ζητούν φροντίδα από οργανώσεις και ο αριθμός των οποίων γίνεται προσπάθεια να καταγραφεί. «Για την περίοδο αυτή ο συνολικός αριθμός των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των πιθανών ήταν πολλαπλάσιος», επισημαίνει ο κ. Μοσκώφ και προσθέτει ότι ο εντοπισμός και η αναγνώριση των πιθανών θυμάτων παραμένει μια πρόκληση, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια καθώς η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών στη χώρα μας, «σημαίνει μεγαλύτερο αριθμό ευάλωτων στην εκμετάλλευση ατόμων, αλλά και μεγαλύτερη δυσκολία στον διαχωρισμό των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων (trafficking) από τα θύματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων (smuggling)».
Η 30η Ιουλίου έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων και σε μήνυμά του ο Εθνικός Εισηγητής σημειώνει ότι «αν σταθούμε στην πραγματικότητα των αριθμών για τους συνανθρώπους μας που διασώσαμε και αντίστοιχα στον αριθμό των εμπόρων της ελπίδας που καταδικάσαμε, ο απολογισμός μας ωθεί σε ανησυχητικές διαπιστώσεις που συντείνουν στην ανάγκη μιας ριζοσπαστικής αλλαγής κατεύθυνσης».
Ο κ. Μοσκώφ υπενθυμίζει ότι το τράφικινγκ εξελίσσεται γοργά καταφέρνοντας να είναι συχνά ένα βήμα μπροστά από τις διωκτικές αρχές και τους προνοιακούς φορείς, καθώς και ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα «είναι η ανοχή μας σε αυτό το φαινόμενο». «Τα θύματα είναι δίπλα μας. Τα συναντούμε στους δρόμους, τα φανάρια, τα χωράφια, τα “στούντιο”, χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, νοσηλεύονται στα νοσοκομεία κλπ. Και όμως οι περισσότεροι τα παρακολουθούμε αποσβολωμένοι “κάνοντας την δουλειά μας”», εξηγεί. «Η εκμετάλλευση τους», συνεχίζει ο ίδιος, «συνδέεται με μια εύρωστη αγορά “προϊόντων” και υπηρεσιών. Από τα εργοστάσια ένδυσης μέχρι τα χωράφια, και από τα “στούντιο” της πορνείας μέχρι την επαιτεία ασυνόδευτων παιδιών, την οικιακή δουλεία, τα παιδιά στρατιώτες, την εξώθηση τους σε παράνομες δραστηριότητες τύπου βαποράκια, τσαντάκηδες, στο εμπόριο βρεφών σε παράνομες υιοθεσίες, ιστών, ωαρίων, κλπ».
Από την 1η Ιανουαρίου του 2019 το γραφείο του Εθνικού Συντονιστή σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ) του υπουργείου Εργασίας υλοποιούν τον Εθνικό Μηχανισμό Αναφοράς (ΕΜΑ), που αποτελεί εργαλείο συντονισμού όλων των εθνικών υπηρεσιών προστασίας των θυμάτων και πλατφόρμα συγκέντρωσης δεδομένων γύρω από το φαινόμενο.