Το παρόν άρθρο δεν περιορίζεται στην ελαφρότητα του επωνύμου κυρίου Λιάγκα, αλλά επεκτείνεται ώστε να περιλάβει και τους/τις χιλιάδες κυρίους/ες Λάμδα. Και δεν περιορίζεται στην ελαφρότητα της συγκεκριμένης τηλεοπτικής εκπομπής, αλλά επεκτείνεται στις δεκάδες όμοιες. Το ζητούμενο είναι να παράξουμε γέλιο με σπέρμα και με αίμα χάριν της τηλεθέασης. Και για όσο καιρό αυτό θα είναι το κριτήριο της υψηλής τηλεθέασης, θα είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι του αμαρτήματος.
Ένα άλλο αστείο, ενδεικτικό των ελαφρών ηθών μας, παρουσία του κυρίου Ψι – δεν γράφω Ψωμιάδη, πάλι για να περιλάβω και τους/τις χιλιάδες Ψι που μετείχαν ή ενέκριναν: Μπάρμπεκιου της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών έξω από hot-spot μεταναστών για πρόκληση των συνηθειών των εγκλείστων Μουσουλμάνων. Ή, παλαιότερα, δημόσιο μπάρμπεκιου των Αθέων Ελλάδος την Μεγάλη Παρασκευή για πρόκληση των συνηθειών των Χριστιανών.
Ο (γιατρός) ήρωας του Μίλαν Κούντερα αντιτάσσει το βίωμα της «αβάσταχτης ελαφρότητας της ύπαρξής» του (που είναι και ο τίτλος του βιβλίου του Κούντερα), στην αβάσταχτη βαρύτητα της ύπαρξης της νεαρής ερωμένης του. Και οι δύο είναι θετικοί και συμπαθέστατοι ήρωες, και το μυθιστόρημα εξελίσσεται συναρπαστικά μέχρι την τελευταία σελίδα του (ενός τελικού μετεωρισμού και της φυσικής πτώσης υπό την ελαφρότητα και την βαρύτητα συγχρόνως). Το μυθιστόρημα αυτό, όπως κάθε σοβαρό λογοτεχνικό έργο, μπορεί να διαβασθεί και ως φιλοσοφικό δοκίμιο περί ύπαρξης. Η ζωή είναι (αντι-νιτσεϊκά) μοναδική. Δεν επανέρχεται κυκλικά.
Η «ελαφριά» υπόθεση του κυρίου Λάμδα και του κυρίου Ψι δεν είναι βεβαίως καθόλου φιλοσοφική. Είναι απλώς αστόχαστη, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπισθεί. Δεν διώκονται – πρέπει να πούμε – τα κρύα αστεία, τα ρατσιστικά ή σεξιστικά αστεία, οι κάθε είδους σαδιστικές ή άλλες αστόχαστες προκλήσεις του διάσπαρτου καθημερινού light φασισμού. Αντιμετωπίζονται μόνο παιδευτικώς και πνευματικώς.
Το γέλιο, στην σύντομη αυτή ζωή μας, πρέπει να ρέει άφθονο και, συγχρόνως, να καλλιεργεί την ανεκτικότητα όλων έναντι όλων. Ο σαρκασμός, και κυρίως ο αυτοσαρκασμός, να είναι στοιχείο της κριτικής μας διάθεσης. Όμως, είναι ο μεγάλος Τσάρλι Τσάπλιν αυτός που, κάνοντας μεταπολεμικώς την αυτοκριτική του για τον «Δικτάτορα» (1936), έθεσε τα όρια. Υπάρχουν πράγματα με τα οποία δεν γελάμε και δεν παίζουμε, παρατήρησε ο σοφότερος των κωμικών!