Το δικαίωμα της απεργίας είναι ένα από τα ισχυρότερα όπλα, που διαθέτουν οι εργαζόμενοι ως αδύναμο μέρος της εργασιακής σχέσης απέναντι στην πανίσχυρη εργοδοσία, αφού προσωρινά παύουν να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η λειτουργία της επιχείρησης.
Η απεργία πρωτοεμφανίστηκε ως μία πραγματικότητα των εργατικών αγώνων, χωρίς νομική ρύθμιση. Θεωρήθηκε αρχικά από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και το κράτος ως παράνομη πράξη. Αντιμετωπίστηκε με βίαιο και πολλές φορές δολοφονικό τρόπο από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής και τους ιδιωτικούς εργοδοτικούς στρατούς.
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, το απεργιακό δικαίωμα με την πίεση που άσκησαν οι κοινωνικοί αγώνες, αναγνωρίστηκε διεθνώς και αποποινικοποιήθηκε, ενώ μεταπολεμικά ψηφίστηκαν οι δύο βασικές διεθνείς συμβάσεις εργασίας για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα στο πλαίσιο της ΔΟΕ (87/1948 και 98/1949). Στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1975.
Το απεργιακό δικαίωμα δέχεται σήμερα μια πρωτοφανή επίθεση. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των τελευταίων δεκαετιών επιχειρεί είτε την κατάργησή του είτε την αφυδάτωση του περιεχομένου του.
Ο νεοφιλελευθερισμός προωθεί την ανατροπή των αξιών του μεταπολεμικού κοινωνικού και εργασιακού μοντέλου, εισάγοντας ως κυρίαρχη την αξία της ατομικότητας σε αντιπαράθεση με κάθε εκδήλωση συλλογικότητας και αλληλεγγύης.
Το απεργιακό δικαίωμα δέχτηκε, επίσης, πολλές επιθέσεις στην περίοδο των μνημονίων με στόχο να τεθούν αυστηρές έως απαγορευτικές προϋποθέσεις στην άσκησή του.
Η επίθεση αυτή κλιμακώνεται από τη σημερινή κυβέρνηση, που, με αφορμή τις κινητοποιήσεις ορισμένων κλάδων εργαζομένων (μετρό κλπ), επιχειρεί να συκοφαντήσει τους απεργούς και να δημιουργήσει κοινωνικό κλίμα αποδοχής για τον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος, δήθεν για την ομαλή λειτουργία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην ουσία, όμως, για να εξυπηρετήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, που απαιτούν να λειτουργούν και να κερδοφορούν ασύδοτα.
Το συνδικαλιστικό κίνημα, οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να υπερασπίσουν το απεργιακό δικαίωμα. Ταυτόχρονα, το συνδικαλιστικό κίνημα θα οργανώνει τις αντιστάσεις του στις εφαρμοζόμενες αντικοινωνικές πολιτικές. Επίσης, αξιοποιώντας την εμπειρία των αγώνων του θα αναζητεί τις μορφές αγωνιστικής δράσης, που θα εξασφαλίζουν ενότητα, μαζικότητα, συντονισμό, ενεργοποίηση και συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, σε μια στρατηγική κλιμάκωσης και αποτελεσματικότητας, για να μην είναι ούτε δράσεις εκτόνωσης ούτε ένας ρηχός κινηματισμός επικοινωνιακού χαρακτήρα. Παράλληλα, η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, η διεύρυνση των στόχων του, οι κοινωνικές συμμαχίες είναι στοιχεία που θα καθορίσουν την αποτελεσματικότητα των αγώνων του.
*O Δημήτρης Στρατούλης είναι πρώην Βουλευτής και Υπουργός