Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό το θέμα της κριτικής των εικαστικών παρεμβάσεων στους δημόσιους χώρους. Εμπλέκεται με το μεγάλο θέμα της αισθητικής, του γούστου μιας κοινωνίας, το οποίο δεν αναγνωρίζεται συχνά ως θέμα ιδεολογικό, αφού, ως γνωστόν, όλοι ξεμπερδεύουμε εύκολα με αυτό με μια απλή φράση: “είναι θέμα γούστου…”.
Πώς νομιμοποιείται όμως να επιβάλλεται το γούστου ενός καλλιτέχνη, ή του δημάρχου που έδωσε την έγκριση, σε έναν δημόσιο χώρο, να μένει “κτήμα εσαεί”, να διαιωνίζει για τις επόμενες γενιές μια συγκεκριμένη αισθητική μιας περιόδου; Και ποιος ορίζει τα κριτήρια της νομιμοποίησης; Ο αιρετός άρχοντας; Κάποια επιτροπή καλλιτεχνών; Η “κοινή γνώμη”; Ποιος αποφασίζει ότι “αυτό” είναι το κατάλληλο γλυπτό ή άλλο εικαστικό έργο που θα σημαδεύει από δω και πέρα αυτήν την πλατεία, το δρόμο, τη γειτονιά; Ποιος αποφασίζει ποιο είναι το κατάλληλο έργο για τον “άγνωστο στρατιώτη”, για την “εθνική αντίσταση”, το “Πολυτεχνείο”, την “Ένωση της Επτανήσου”, το “Ολοκαύτωμα”; Ποιος αποφασίζει ποιου πνευματικού ανθρώπου, πολιτικού ή επιστήμονα η προτομή και ποιας τεχνοτροπίας θα νοηματοδοτεί κάποιο δημόσιο χώρο στην καθημερινή χρήση του από τους πολίτες; Και ποιος αποφασίζει αν ο δημόσιος χώρος θα διατεθεί για “τραπεζάκια έξω”, για ενίσχυση της συλλογικής μνήμης, ή για εμπέδωση μιας αισθητικής; Και ποιος νομιμοποιεί αυτόν που στο μέλλον θα διατάξει την αποκαθήλωση των συμβόλων, των αγαλμάτων και των παρεμβάσεων των προηγουμένων γενεών;
Το πρόβλημα προφανώς είναι παμπάλαιο κι ούτε πρόκειται να το λύσει καμιά γενιά, γιατί απλούστατα οι παρεμβάσεις αυτές στους δημόσιους χώρους είναι τα σημάδια που αφήνει στο χώρο και το χρόνο η ιδεολογία της κάθε κοινωνίας, τόσο η κυρίαρχη όσο και οι ανταγωνιστικές της, όταν κατορθώνουν περιστασιακά να επιβάλλονται. Δεν ξέρω αν υπήρχαν Αθηναίοι στην Αθήνα του Περικλή που δεν τους άρεσε το άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα ή ο ίδιος ο Παρθενώνας, παρά τον καθαρά θρησκευτικό τους χαρακτήρα. Ο πύργος του Άιφελ, όμως, τα αγάλματα του Λένιν, η όπερα του Σίδνεϊ, οι ουρανοξύστες του Μανχάταν σίγουρα δεν είχαν την πλήρη αποδοχή του συνόλου του πληθυσμού. Και βέβαια ένας αρχαίος Κούρος μπορεί να μην αρέσει σε κάποιον μεταγενέστερο, ειδικά αν έχει “Μαύρα Μεσάνυχτα”.
Οι εκστρατείες λοιπόν εναντίωσης στον “Phylax” του Π. Φαλήρου ή στο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο των Ιωαννίνων δεν πρωτοτυπούν. Δείχνουν όμως κάτι παραπάνω από ένα διαφορετικό γούστο: αποκαλύπτουν την απαίτηση ομάδων της κοινωνίας που μέχρι χθες ένιωθαν κυρίαρχες σε όλους τους τομείς – και στο γούστο – να υπερασπισθούν τα κεκτημένα τους, να μη νιώθουν ότι κάποιοι τους αγνοούν, να κρατήσουν τις δικές τους αξίες ως τις μόνες που αξίζει να σηματοδοτούν τη δημόσια ζωή σε όλες της τις πτυχές. Αποκαλύπτουν επίσης την τεράστια απόσταση ανάμεσα στο νεωτερικό και το παραδοσιακό, την απόλυτη καθήλωση του λαϊκού γούστου σε κριτήρια συντηρητικά, την ανυπαρξία διαλόγου ανάμεσα στον καλλιτέχνη και την κοινωνία, την κυριαρχία ακόμα και δεισιδαιμονιών και προλήψεων.Κι αυτά είναι τα άσχημα νέα, ανεξάρτητα από τι μας αρέσει και τι όχι.
Υ.Γ Ναι προτιμώ μια πλατεία με σύγχρονες εικαστικές παρεμβάσεις παρά με προτομές ηρώων. Προτιμάω τις Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου στη Θεσσαλονίκη από τον Μεγαλέξανδρο πάνω στο Βουκεφάλα. Όμως το θέμα δεν είναι τι προτιμάει προσωπικά ο καθένας μας, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι σε αυτήν την κοινωνία πρέπει να υπάρχει ο χώρος και η δυνατότητα έκφρασης όλων. Κανείς πια δεν μπορεί να μονοπωλεί τίποτα. Τίποτα.