Κείμενο του Περιφερειακού Τμήματος Ιονίων Νήσων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σχετικά με τη διάρθρωση του Δήμου Κέρκυρας, που εγκρίθηκε ομόφωνα από το Διοικητικό του Συμβούλιο.
Το κείμενο
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Από τη εφαρμογή του νόμου Καλλικράτη, ο οποίος καθόρισε την χωροταξική διάρθρωση των δήμων στην χώρα μας, μεταξύ αυτών και του νησιού της Κέρκυρας σε ένα ενιαίο δήμο, και κάθε φορά που πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ανοίγει ένας κύκλος δημόσιας συζήτησης για το αν ο Δήμος Κέρκυρας πρέπει να παραμείνει ενιαίος ή να διαιρεθεί σε περισσότερους του ενός.
Όσοι υποστηρίζουν την άποψη της διοικητικής διαίρεσης του Δήμου Κέρκυρας προβάλουν το κύριο επιχείρημα ότι η ενιαία δημοτική δομή δημιούργησε μια συγκέντρωση εξουσίας στο αστικό κέντρο της πόλης, ενώ παράλληλα εγκαταλείφθηκε η περιφέρεια, με δυσμενείς επιπτώσεις για τους κατοίκους των περιοχών αυτών, ως αποτέλεσμα των ανομοιογενών χαρακτηριστικών που διαθέτουν οι γεωγραφικές περιοχές που συνθέτουν το νησί της Κέρκυρας.
Όμως, όπως προκύπτει από τις κείμενες διατάξεις του νόμου Καλλικράτη, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από τον νόμο Κλεισθένη, προβλέπεται σαφώς η δυνατότητα εκχώρησης ουσιαστικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών από τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο προς του χωρικούς Αντιδημάρχους και τα Τοπικά Συμβούλια, αντίστοιχα. Επίσης, παρέχονται επαρκή εργαλεία στις διοικητικές δομές των δήμων για την ανάπτυξη των ημιαστικών και αγροτικών περιοχών οι οποίες βρίσκονται, κυρίως, στη περιφέρεια του νησιού. Η μη εκχώρηση αρμοδιοτήτων προς τους χωρικούς αντιδημάρχους καθώς και η υποβάθμιση του ρόλου των Τοπικών Συμβούλιών, αποτελεί συνειδητή επιλογή της εκάστοτε δημοτικής αρχής, όπως της παρούσας εν προκειμένω, ενώ η μη ανάπτυξη δράσεων για την ανάπτυξη της περιφέρειας, οι οποίες σαφώς προβλέπονται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, είναι αποτέλεσμα ανικανότητας, ανύπαρκτου σχεδιασμού και στοχοθεσίας.
Συνεπώς, το κύριο επιχείρημα που προβάλουν όσοι υποστηρίζουν τη διοικητή διαίρεση του δήμου Κέρκυρας δεν έχει ουδεμία ουσιαστική βάση και βρίσκει προφανέστατα έδαφος στην ολοκληρωτική πολυεπίπεδη αποτυχία της σημερινής δημοτικής αρχής να διαχειριστεί έστω και στοιχειωδώς τα δημοτικά δρώμενα, με αποκορύφωμα το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων, ένα πρόβλημα το οποίο έχει εκθέσει διεθνώς όχι μόνο την Κέρκυρα, αλλά και ολόκληρη τη χώρα μας.
Το Π.Τ. Ιονίων Νήσων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, με μια μακροσκελή ανακοίνωση του, το 2014, η οποία δημοσιεύθηκε στα τοπικά Μ.Μ.Ε., είχε εκφράσει την επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη, ότι η ενιαία υπόσταση του Δήμου Κέρκυρας θα πρέπει να διατηρηθεί, καθόσον, εξασφαλίζει τους καλύτερους όρους ανάπτυξης για το νησί της Κέρκυρας, στο έντονα ανταγωνιστικό εγχώριο και διεθνές περιβάλλον. Οι επιμέρους μικρότεροι δήμοι δεν θα έχουν την ίδια δυνατότητα κατάρτισης ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου, βέλτιστης διοίκησης, αποτελεσματικής άντλησης και ισόρροπης κατανομής των πόρων.
Αναμφισβήτητα, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μεγαλύτερη δυνατότητα άντλησης πόρων και εκμετάλλευσης των ευκαιριών που παρέχονται, δίνεται σε μεγάλους τοπικούς σχηματισμούς, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το μέγεθός τους, κάνοντας καλύτερη κατανομή των πόρων τους σε όλα τα επίπεδα (ανθρώπινο, οικονομικό, υλικοτεχνικό), μπορούν να πραγματοποιούν και να θέτουν μακροπρόθεσμους και αποτελεσματικότερους σχεδιασμούς και στόχους, που θα ωφελούν μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες εντός της χωρικής τους αρμοδιότητας.
Η ενδεχόμενη διοικητική διαίρεση του Δήμου Κέρκυρας, όχι μόνο δε θα δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες αποτελεσματικής διοίκησης και άντλησης πόρων, αντιθέτως θα δημιουργήσει ένα πρόσθετο διοικητικό κόστος το οποίο θα δεσμεύσει επιπλέον πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλους τομείς όπως για παράδειγμα τα αναπτυξιακά έργα υποδομής αλλά και συντήρησης.
Ακόμη, όμως και αν για καθαρά μικροκομματικούς και μικροπολιτικούς λόγους, όπως πολύ συχνά δυστυχώς συμβαίνει, επικρατήσει η άποψη της διοικητικής διαίρεσης του δήμου Κέρκυρας, η ενέργεια αυτή, καθίσταται τεχνικώς, από πολύ δύσκολη ως εντελώς αδύνατη, καθόσον δημιουργούνται τεχνικής φύσεως ζητήματα τα οποία πολύ δύσκολα μπορούν να αντιμετωπισθούν.
Ενδεικτικά, ορισμένα εξ αυτών των ζητημάτων τα οποία προκύπτουν είναι τα εξής:
Πως θα γίνει ο καταμερισμός των χρεών του υπάρχοντος ενιαίου Δήμου στους νέους που θα προκύψουν, και με ποια κριτήρια, δεδομένου ότι οι προμήθειες και πολλά έργα έχουν πραγματοποιηθεί με ενιαίο τρόπο για όλες τις δημοτικές ενότητες ;
Ποιος από τους δήμους, που ενδεχομένως θα προκύψουν, θα αναλάβει την σύνταξη των Οικονομικών καταστάσεων του ενιαίου δήμου που θα αντικατασταθεί και θα βρίσκονται σε εκκρεμότητα;
Με ποια στοιχεία θα προκύψει ο Ισολογισμός έναρξης των δήμων που θα προκύψουν προκειμένου να είναι εφικτή η λογιστική τους παρακολούθηση;
Πως και με ποια κριτήρια θα γίνει ο καταμερισμός της δημοτικής περιουσίας, κινητής και ακίνητης και βάσει ποιων οικονομικών καταστάσεων, οι οποίες για σειρά ετών ακόμη εκκρεμούν για τις παρελθούσες χρήσεις;
Πως θα γίνει ο καταμερισμός του ελλιπέστατου προσωπικού και πως θα γίνει αναπλήρωση αυτού δεδομένου της στενότητας των οικονομικών πόρων;
Πως θα γίνει η διάσπαση των Νομικών προσώπων του Δήμου Κέρκυρας, συμπεριλαμβανομένου της ΔΕΑΥΑΚ και με τι προσωπικό θα στελεχωθούν τα νέα νομικά πρόσωπα που θα προκύψουν.
Η προίκα των νεών Δήμων στο νέο τους δύσκολο ξεκίνημα θα είναι τα χρέη του παλιού Δήμου Κέρκυρας και των αναπτυξιακών επιχειρήσεων που κάποτε τους ανήκαν και δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί, στα οποία θα πρέπει να ανταπεξέλθουν με αβέβαιους και μικρούς πόρους ;
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η λογική της διάσπασης του δήμου Κέρκυρας , η οποία δυστυχώς επικράτησε και στο Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο έλαβε μια απόφαση μη αντιπροσωπευτική (μόλις 27 εκ του συνόλου των 49 δημοτικών συμβούλων συμμετείχαν) με σχετική οριακή πλειοψηφία (15 υπέρ και 11 κατά), στερείται οποιασδήποτε βάσιμης επιχειρηματολογίας, δεδομένου ότι έστω και στοιχειωδώς δεν δίνει απαντήσεις στα δύο βασικά ζητήματα που προκύπτουν από την ενέργεια αυτή: Με ποιον τρόπο, οι περισσότεροι του ενός δήμου εξασφαλίζουν καλύτερες προϋποθέσεις ανάπτυξης και πώς θα γίνει τεχνικώς εφικτή η διοικητή διαίρεση του ενιαίου δήμου.
Όσον αφορά δε την τη διαδικασία λήψης της εν λόγω απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου η οποία ακολουθήθηκε, επισημαίνεται ότι για άλλη μια φορά αγνοήθηκε ο επιστημονικός μας φορέας (ο οποίος είναι και ο αρμοδιότερος για ζητήματα αναπτυξιακού χαρακτήρα) για ένα τέτοιο ζήτημα μείζονος σημασίας όπου εμπεριέχει αναπτυξιακές διαστάσεις, όπως αυτό που αφορά τη διοικητική διάρθρωση του Δήμου Κέρκυρας, καθόσον για άλλη μια φορά δεν προσκλήθηκε, ειδικώς, για να εκφράσει άποψη στην συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε για το ζήτημα αυτό.
Βεβαίως, η μη ειδική πρόσκληση του επιστημονικού μας φορέα, από το Δημοτικό Συμβούλιο προκειμένου να εκφράσει άποψη και γνώμη για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα αναπτυξιακού χαρακτήρα, δεν αποτελεί πρωτοφανές γεγονός, αφού ουδέποτε στο παρελθόν το Οικονομικό Επιμελητήριο έχει δεχθεί τέτοιου είδους πρόσκληση. Αντιθέτως, η παροιμιώδης προχειρότητα με την οποία λαμβάνονται αποφάσεις από το Δημοτικό Συμβούλιο για τέτοιου είδους και σοβαρότητας ζητήματα, δυστυχώς, είναι γεγονός συνεχές και επαναλαμβανόμενο, ειδικότερα τα τελευταία έτη.
Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, την άποψη ότι ο Δήμος Κέρκυρας θα πρέπει να παραμείνει μια ενιαία αυτοδιοίκητή οντότητα και επισημαίνουμε, για άλλη μια φορά, ότι η διοίκηση ενός μεγάλου οργανισμού, όπως ο δήμος Κέρκυρας, εκτός από πολιτικό όραμα και ολοκληρωμένο σχέδιο, απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες. Η Διοίκηση, δε, είναι επιστήμη και μόνο αυτοί που την κατέχουν μπορούν να την ασκήσουν.
Η λογική της διάσπασης του δήμου Κέρκυρας, εις βάρος των αναπτυξιακών δυνατοτήτων που προσφέρει ο ενιαίος δήμος, δεν είναι μόνο μια ενέργεια καταστροφική αλλά προεξοφλεί και τη μελλοντική ανικανότητα των αυτοδιοίκητων προσώπων, παρόμοια με αυτών που διοικούν σήμερα, γεγονός το οποίο δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό από τους πολίτες της Κέρκυρας, οι οποίοι βεβαίως φέρουν και την ευθύνη των επιλογών τους.