Η συνήθεια να τραγουδούν τα κάλαντα τις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών γιορτών ξεκινά απο την αρχαιότητα με τους αγερμούς – τραγούδια που τα παιδιά τραγουδούσαν απο πόρτα σε πόρτα με σκοπό να μαζέψουν χρήματα. Αυτό το έθιμο πέρασε στο Βυζάντιο ενσωματωμένο στη νέα θρησκεία.
Η εκκλησία κατ΄αρχήν το είχε απαγορεύσει γιατί θεωρούσε ότι ήταν έθιμο των εθνικών. Ήταν όμως τόσο ισχυρό που κατόρθωσε και επικράτησε.
Τα κείμενα των Καλάντων, που σήμερα τραγουδούν είναι νεώτερα και έχουν υποστεί μίξη λέξεων ή φράσεων απο ορισμένους κληρικούς, ακόμη έχουν και στοιχεία εξωεκκλησιαστικά αφελούς λαϊκής πίστης π.χ ο άγιος Βασίλης αναφέρεται ως ζευγολάτης.
Το Σάββατο του Λαζάρου στην Κέρκυρα, ένας άνθρωπος που φορούσε πάνω απο τα ρούχα του μια κόκκινη μπλούζα, δεμένη στη μέση μ΄ένα κορδόνι απο πλεγμένες κορδέλες, κρατούσε στα χέρια του ένα κοντάρι, το οποίο στην κορυφή του είχε σκαλισμένο σε ξύλο ένα πρόσωπο που παρίστανε το Λάζαρο. Πάνω στο κοντάρι κρέμονταν κορδέλες, ψεύτικα μαργαριτάρια, μαντίλια, κούκλες και καθρεφτάκια. Τον συνόδευαν δύο οργανοπαίχτες, ο ένας έπαιζε πίπιζα, ο άλλος ντέφι και αυτός τραγουδούσε τα κάλαντα. Αυτοί οι τρεις καλαντιστές γυρνούσαν σε μαγαζιά και σπίτια και μάζευαν χρήματα. Η κάθε οικογένεια θεωρούσε απαραίτητο να αγοράσει κάποιο απο τα στολίδια που ήταν κρεμασμένα στο κοντάρι. Στη συνέχεια το έπαιρναν για να το κρεμάσουν πάνω απο το προσκεφάλι σαν φυλαχτό.
Σήμερα απόμεινε μόνο ο μουσικός σκοπός σε ρυθμό εμβατηρίου ο οποίος ακούγεται απο ομάδες μουσικών και παιδιών το βράδυ της γιορτής του Λαζάρου, παραμονή της Κυριακής των Βαϊων.
Φωτογραφία: Σταμάτης Καταπόδης