Το Corfu Magazine ολοκλήρωσε το αφιέρωμα για τα αρχοντικά της Κέρκυρας που διασώθηκαν ανά τους αιώνες, με μια μικρή αναφορά σε εκείνα της υπαίθρου που αποτελούσαν και αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Τα αρχοντικά της υπαίθρου χτίζοταν είτε μέσα σε χωριά είτε μέσα στην εξοχή, όπου, δε, είχαν τη δυνατότητα τα έχτιζαν πάνω σε υψώματα και αυτό για να έχουν καλύτερη παρατηρητικότητα.
Αυτά που χτίζοταν στην εξοχή είχαν τη μορφή ενός συγκροτήματος κτιρίων που ήταν συνήθως περιτοιχισμένα, ενώ εκείνα που χτίζοταν μέσα στον οικισμό επειδή ο χώρος ήταν περιορισμένος, κάποιες υποδομές βρισκόταν έξω από το περιτοιχισμένο οικόπεδο του αρχοντικού.
ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΡΙΒΟΛΗ
Το αρχοντικό Τριβόλη χτίστηκε κατά τον 18ο αιώνα και είναι ένα από τα ελάχιστα που βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Συγκεκριμένα πρόκειται για μια αγροικία που η ομορφιά της αντέχει μέσα στο χρόνο.
Είναι κτισμένη πάνω σ΄ένα λόφο και βρίσκεται λίγο πριν τους Ρουμανάδες.
Τελευταίος κληρονόμος της οικογένειας ο Σπύρος Τριβόλης, ο οποίος είχε αναφέρει πως κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς χτίστηκε το αρχοντικό. Το μόνο που είναι γνωστό είναι ότι ξεκίνησε να χτίζεται από κάποιο μέλος της οικογένειας στα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή στο τέλος της Ενετοκρατίας. Γι΄αυτό και οι αρχιτεκτονικές του αναφορές είναι Βενετσιάνικες.
Όσο αναφορά το κόκκινο χρώμα του, το πήρε κατά απομίμηση του χρώματος που έχουν τα αντίστοιχα σπίτια στην Τοσκάνη.
Στην είσοδο του σπιτιού υπάρχουν πέντε πολεμίστρες, οι οποίες φτιάχτηκαν για την άμυνα της οικογένειας από τους ληστές, επίσης υπάρχουν και τρεις καταπακτές για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν από το κυρίως σπίτι στις αποθήκες του ισογείου.
Μάλιστα λέγεται πως από μία καταπακτή κατάφερε να σωθεί μέλος της οικογένειας Τριβόλη από τους Γερμανούς το έτος 1943.
Ένα μονοπάτι που ξεκινάει από το αρχοντικό οδηγεί στο εγκαταλελειμμένο παλιό χωριό των Ρουμανάδων. Αυτό το χωριό ερημώθηκε το 1815-1816 όταν η πανώλη έπληξε τους κατοίκους.
Ένας θρύλος που συνδέει το σπίτι με την ιστορία του νησιού, σύμφωνα με τους κατοίκους, είναι πως το 1880 εμφανίστηκε στους Ρουμανάδες ένας άνδρας που δεν μιλούσε ελληνικά και με νοήματα τους έδινε να καταλάβουν πως ήταν ναυαγός από κάποιο καράβι που είχε ναυαγήσει δυτικά της Κέρκυρας.
Αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να μάθει ποτέ ποιος ήταν τον φιλοξένησε η οικογένεια Τριβόλη και του έδωσε το όνομα Πέτρος. Μάλιστα ο θρύλος αναφέρει πως έτρωγε τσακάλια.
Έκτοτε έχουν γίνει αρκετές ανακαινίσεις στο εσωτερικό του σπιτιού, χωρίς ποτέ όμως να πειράξουν την εξωτερική του εικόνα.
Στην σημερινή του μορφή το αρχοντικό αυτό μπορεί να φιλοξενήσει όλους όσους αναζητούν ήρεμες διακοπές.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟ
Το Καστέλλο ή Βίλα Μιμπέλη ή Πύργος των Πολυλάδων βρίσκεται στην Κάτω Κορακιάνα. Σ΄αυτήν την θέση παλιότερα υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος Μεσαιωνικός πύργος της αρχοντικής οικογένειας Πολυλά. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης του Αντώνιος Πολυλάς τον κληρονόμησε η ανιψιά του Φανή Ροδοκανάκη η οποία παντρεύτηκε τον Ιταλό βαρώνο Λουκά Μιμπέλη από το Λιβόρνο. Ο Μιμπέλη αναπαλαίωσε τον πύργο και το 1905 έχτισε σε ρυθμό Ιταλογοτθικό ένα θεόρατο και υπέροχο, σε μεγαλοπρέπεια, κτίριο. Σημειώνεται δε πως το έργο αυτό ολοκληρώθηκε σε δέκα χρόνια.
Γύρω από τον πύργο φυτεύτηκαν τα πιο σπάνια δέντρα, υπήρχε ακόμη και ζωολογικός κήπος. Οι ντόπιοι την αποκαλούσαν βίλλα του Μιμπέλη και ξεχώριζε με τους δύο πανέμορφους πύργους της, ο ένας φλωρεντιανού και ο άλλος γοτθικού ρυθμού. Εκτός του πύργου μέσα στο κτήμα, χτίστηκαν και άλλα μικρότερα κτίρια τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για αποθήκες, στάβλους, αμαξοστάσια και για το προσωπικό της οικογένειας που τότε ξεπερνούσε τα 60 άτομα. Εκεί φιλοξενήθηκαν βασιλιάδες και αυτοκράτορες, πρίγκιπες, βαρόνοι και κόμηδες. Αργότερα το 1940 όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, η οικογένεια Μιμπέλη εκδιώχθηκε από την Ελλάδα και η περιουσία της κατασχέθηκε από το Ελληνικό κράτος. Στη διάρκεια της κατοχής, η βίλα Μιμπέλη χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως στρατιωτικό νοσοκομείο και ως κατοικία του γερμανού διοικητή της περιοχής. Το 1958 το κτίριο νοικιάστηκε σε επιχειρηματία όπου το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με το όνομα Καστέλλο. Το ξενοδοχείο λειτούργησε μέχρι το 1981.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΜΕΡΛΙΝ
Το αρχοντικό Μέρλιν βρίσκεται στη Δασιά και το όνομα του το πήρε από έναν βρετανό Ολυμπιονίκη, τον Σίδνει Μέρλιν, ο οποίος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1852.
Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 και πήρε το χρυσό μετάλλιο στην σκοποβολή. Όμως η αθλητική του καριέρα σταμάτησε το 1906 όπου στους Μεσολυμπιακούς πήρε το χάλκινο μετάλλιο. Στην Κέρκυρα, από την Οικογένεια Θεοτόκη αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα και παντρεύτηκε την Ζαίρα, Γεωργίου Θεοτόκη με την οποία απέκτησαν μία κόρη.
Ο Μέρλιν ήταν βοτανολόγος, αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη του κτήματος του και ήταν αυτός που το 1925 μετέφερε την καλλιέργεια μιας καλιφορνέζικης ποικιλίας πορτοκαλιών της Washington Navel ( της γνωστής μας Μέρλιν) αλλά και τα μικρά ιαπωνικά εσπεριδοειδή που είναι τα γνωστά μας κουμ κουατ. Ο Μέρλιν πέθανε το 1952.
Η έπαυλη Μέρλιν είναι ένα δρομικό κτήριο το οποίο έχει τοποθετηθεί κάθετα στην πρόσοψη του κτήματος. Μια μνημιακή σκάλα οδηγεί σε έναν εξώστη με μπαλουστράδες και στον όροφο. Τα δύο επίπεδα του κτίσματος εμφανίζονται από την βόρεια κύρια πλευρά ενιαία αλλά στη νότια όψη είναι προφανής η σταδιακή κατασκευή του συνόλου καθώς οι πτέρυγες του κτιρίου εισέχουν και εξέχουν σε τέσσερις φάσεις. Όπως φαίνεται στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε μια προσπάθεια αισθητικά να ενοποιηθεί και να αναβαπτιστεί το κτίσμα που ως τότε έδινε την εικόνα ενός αγροτικού υποστατικού.
ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗ
Το αρχοντικό Κουρκουμέλη βρίσκεται στην περιοχή της Άφρας και είναι ένα από τα πλέον μεγαλοπρεπή αρχοντικά του νησιού. Το κτίριο αυτό χτίστηκε στα ερείπια ενός μοναστηριού του 13ου αιώνα, η αρχιτεκτονική του βασίζεται σε στιλ βενετσιάνικο και εγγλέζικο. Χτίστηκε το 1930 και την κατασκευή του επέβλεψε ο ίδιος ο Ροδόσταμος Κουρκουμέλης. Το εμβαδόν του ξεπερνούσε τα 2000 τ.μ ενώ τα έπιπλα και οι πίνακες της επτανησιακής σχολής που το διακοσμούσαν του έδιναν έναν ξεχωριστό αέρα.
Τέλος, αν και έχει πλήρως ανακαινιστεί η εικόνα του παραμένει ίδια με την αρχική, τότε που το Κερκυραϊκό αρχοντικό δέσποζε στην περιοχή.