Πολλά είναι τα επαγγέλματα που έχουν χαθεί μέσα στο χρόνο και καμιά αλλαγή δε μπορεί να τα ξαναφέρει πίσω. Πλέον δε μπορούμε να μιλάμε για γανωτήδες, γαλατάδες, γυρολόγους, καρβουνιάρηδες, καρεκλάδες, πεταλωτές κτλ.
Την ώρα που με το πάτημα ενός κουμπιού στέλνεις την είδηση από την μία άκρη του πλανήτη στην άλλη, την ώρα που χρόνος και χώρος μηδενίζονται, τίποτα δεν γίνεται να είναι όπως παλιά.
ΑΜΑΞΑΣ
Μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο σημερινός ταξιτζής. Ένα επάγγελμα γραφικό, και πολυτραγουδισμένο εκείνη την εποχή. Ήταν ένα τετράτροχο αμάξι που το έσερναν ένα ή δύο άλογα και το οδηγούσε καλοντυμένος, κρατώντας το καμουτσίκι του ο αμαξάς. Δίπλα του είχε πάντα ένα κουδουνάκι που το χτυπούσε κατά τη διαδρομή, για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Ο αμαξάς φρόντιζε ιδιαίτερα την άμαξα του να είναι στολισμένη, ενώ δεν παραμελούσε και τα άλογα που τους κρεμούσε χάντρες και χαϊμαλιά. Τα βράδια μάλιστα άναβε τα φαναράκια που ήταν κρεμασμένα στις τέσσερις γωνίες της άμαξας δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερη εικόνα μέσα στη νύχτα.
Αν ανατρέξουμε παλιά, ψάχνοντας το μέρος που είχαν πιάτσα οι άμαξες, θα πρέπει να φέρουμε στο μυαλό μας, μια άλλη εικόνα της πάνω πλατείας, πριν τη σημερινή διαμόρφωση της. Τότε που η πάνω πλατεία ήταν ένα χορταριασμένο χωράφι με μοναδικό της στολίδι το περιστύλιο του Μέτλαντ, κάτω από τη στέρνα, με την ξεθωριασμένη επιγραφή του 1821 από τον ίδιο αρχιτέκτονα των ανακτόρων. Την πλατεία χώριζε κάθετα στα δύο, ένας μακρόστενος δρόμος. Μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο κύκλο σε χτίστινη βάση ήταν τοποθετημένο ένα ξύλινο πάλκο όπου συχνά οι δύο φιλαρμονικές ψυχαγωγούσαν το κοινό.
Όλη την ημέρα έβοσκαν ελεύθερα ζώα και έπαιζαν παιδιά. Πιο κάτω και στο τέρμα ήταν αραδιασμένα τα αμάξια. Αργότερα γύρω στο 1930 η πλατεία άρχισε να παίρνει διαφορετική όψη, διαμορφώθηκαν δρομίσκοι και αντικαταστάθηκε το ξύλινο πάλκο. Μετά τον πόλεμο με νέα έργα που έγιναν ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση της πλατείας. Τότε τα αμάξια μεταφέρθηκαν σε άλλα σημεία της πόλης. Δύο ήταν οι επιχειρηματίες με τους στάβλους και τα αμάξια που αποτελούσαν άλλωστε και το μόνο μεταφορικό μέσο. Ο στάβλος του Κασφίκη στην πλατεία της Ιωνικής και ο άλλος του Ταρταίρα απέναντι του ξενοδοχείου των Πατρών, εκεί που αργότερα χτίστηκε το εστιατόριο «Ηλύσια». Και οι δύο είχαν τις «πόστες» τους και σε αυτούς έδιναν την προφορική παραγγελία και το αμάξι ερχόταν στην ώρα του.
Τώρα τα λιγοστά αμάξια που απόμειναν εξυπηρετούν κάποιους τουρίστες, προσπαθώντας να διατηρήσουν κάτι, από την εικόνα του παρελθόντος.
ΓΑΝΩΤΗΣ Ή ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ Ή ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ
Είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Πολλοί τοποθετούν αυτό το επάγγελμα ακόμη και από τα Βυζαντινά χρόνια. Πλανόδιοι, γύριζαν στις γειτονιές και τα σοκάκια μ΄ένα τσουβάλι στον ώμο κατάμαυρο από την πολύ χρήση φωνάζοντας «ο γανωωωτής». Στο άκουσμα του οι νοικοκυρές έτρεχαν κουβαλώντας τηγάνια, κατσαρόλες, μπρίκια ακόμη και κουταλοπίρουνα. Αυτός γέμιζε το τσουβάλι του και τραβούσε για το εργαστήρι του. Το επάγγελμα του γανωτή ήταν αυτοδίδακτο. Οι περισσότεροι μετέδιδαν την τέχνη τους από γενιά σε γενιά. Η διαδικασία του γανώματος ήταν δύσκολη δουλειά. Επειδή τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια, ειδικά στην μαγειρική ήταν μπακιρένια (χάλκινα), με τον καιρό και την πολλή χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα. Για αυτό έπρεπε κατά καιρούς να περνάνε την επιφάνεια τους με κασσίτερο. Έτσι ο γανωτής έπρεπε να γνωρίζει καλά την τέχνη για να έχει και ασφαλές αποτέλεσμα. Σήμερα που τα μαγειρικά σκεύη έχουν αντικατασταθεί από τα ανοξείδωτα το επάγγελμα του γανωτή έχει πλέον ξεχαστεί.
ΥΠΑΙΘΡΙΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η φωτογραφία εφευρέθηκε στην Γαλλία το 1839. Στην Ελλάδα οι πρώτοι υπαίθριοι φωτογράφοι εμφανίστηκαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Οι πρώτοι κερκυραίοι φωτογράφοι εμφανίζονται μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα ( 1864). Οι πρωτοπόροι της κερκυραϊκής φωτογραφίας είναι ο Αύγουστος Κόλλας και ο Βικέντιος Μπόρις οι οποίοι είχαν έρθει από την Ιταλία, καθώς και ο Κερκυραίος Χαράλαμπος Βιτουλαδίτης. Το φωτογραφείο του Μπόρι ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο ΣΑΝ ΖΟΡΖ στον τελευταίο όροφο μιας πενταόροφης οικοδομής. Χαρακτηριστικό το πώς χρέωνε ο Βιτουλαδίτης την φωτογραφία είναι «εικόνα εις μέτριον έλασμα, ένα κωλονάτο, ενώ για μία σε μεγάλο έλασμα οχτώ σελίνια».
Στην Κέρκυρα όμως λόγω της ευρωπαϊκής επιρροής υπήρχε φωτογραφική δραστηριότητα και από ξένους φωτογράφους πριν την ένωση των Επτανήσων.
Κύριο γνώρισμα των υπαίθριων φωτογράφων, είναι ότι εμφανίζουν και τυπώνουν τη φωτογραφία μέσα σε λίγα λεπτά, στον τόπο που βρίσκονται. Η φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιούσε ο υπαίθριος φωτογράφος ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο που στηριζόταν σε ένα τρίποδα. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κυκλικό τζάμι όπου υπήρχε ο φακός και κάτω ακριβώς το κασελάκι με τα συρταράκια που περιείχαν όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Το πλαίσιο ήταν γύρω γύρω στολισμένο με παλιές φωτογραφίες. Κάτω στον τρίποδα υπήρχε ο κουβάς με το αρνητικό υγρό όπου γινόταν η εμφάνιση των φωτογραφίων.
Ο υπαίθριος φωτογράφος δούλευε από το πρωί που έβγαινε ο ήλιος μέχρι αργά το απόγευμα όσο κρατούσε το φως της ημέρας. Όταν σουρούπωνε φορώντας πάντα την άσπρη μπλούζα του, κρεμούσε στον ώμο του τη φωτογραφική του μηχανή, κουβαλώντας αναμνήσεις, προσδοκίες, ανεκπλήρωτες ελπίδες, όλα κλεισμένα μέσα στο μικρό ξύλινο κουτί. Μια φιγούρα που τώρα όμως έχει χαθεί για πάντα στο παρελθόν, έχει γίνει και ο ίδιος μια ανάμνηση που με το πέρασμα των χρόνων όλο και ξεθωριάζει.
BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Παραδοσιακά επαγγέλματα / Αναμνήσεις μιας περασμένης ζωής / Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας
Θα ηθελα ενα αφιερωμα,και απο αλλα ξεχασμενα επαγγελματα, που να συνοδευονται απο φωτογραφιες παρακαλω. Θα περιμενω με ανυπομονησια! ! !.ευχαριστω σας.