Η κερκυραϊκή ενδυμασία, όπως οι περισσότερες, έχει δεχθεί επιδράσεις από τις κοινωνικές αναγκαιότητες και παρακολουθεί τη ζωή των κοινωνικών ομάδων που τη διαμόρφωσαν.
Κοινό χαρακτηριστικό των κερκυραϊκών ενδυμασιών της υπαίθρου είναι ο διαχωρισμός τους σε εορταστικά και κοστούμια της δουλειάς, καθημερινά. Τα δεύτερα είναι φτιαγμένα από φθηνά και ανθεκτικά υλικά, σε χρώματα που αντέχουν στην καθημερινή δουλειά και στις πολλές και σκληρές μπουγάδες με την ποτάσα και την αλισίβα. Φτιάχνονται με υλικά κατασκευασμένα από τους ίδιους, λινάρι, μαλλί από αιγοπρόβατα ή αγοραστά βαμβακερά.
Οι γυναικείες ενδυμασίες χωρίζονται σε καθημερινές, κυριακάτικες, νυφικές αλλά και για κοπέλες, παντρεμένες και χήρες. Οι φορεσιές ήταν συνήθως φτιαγμένες και κεντημένες στο σπίτι από τις ίδιες και τις γυναίκες της οικογένειας.
Οι γυναικείες γιορτινές ενδυμασίες, χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα και την πολυχρωμία των σχεδίων, την ποικιλομορφία ανάλογα με την περιοχή προέλευσης, την φαντασμαγορία των κεντημάτων, τα περίτεχνα κεφαλοκαλύματα, τα βαρύτιμα και μεγαλόσχημα κοσμήματα. Η προέλευση καθορίζεται από τις περιοχές Λευκίμμης, Μέσης, Γύρου, Όρους, Παξών και Διαποντίων νήσων, πάντα της υπαίθρου.
Αξιόλογα κομμάτια της γυναικείας κερκυραϊκής φορεσιάς
Η μπουστίνα (από το μπούστο): σκεπάζει το στήθος πάνω από το πουκάμισο και είναι από λεπτό λινό, βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα με πολλά κεντητά ποικίλματα, όπου και καρφώνανε τα χρυσά γαμήλια δώρα.
Κάτω από το μπούστο η Κερκυραία φορούσε το λευκό πουκάμισο ή αλλιώς την πουκαμίσα. Συνήθιζαν να δένουν πάνω σ’ αυτό το φυλαχτό και μαζί με μια πλεχτή μάλλινη φανέλα, τη μάγια, ήταν το κύριο εσώρουχο της κερκυραϊκής στολής.
Η πουκαμίσα ήταν φτιαγμένη από λινό ή βαμβακερό ύφασμα και έφτανε μέχρι το γόνατο. Τα μανίκια ήταν μακριά σουφρωτά στους καρπούς και το καλοκαίρι πιο κοντά. Είχε κεντήματα στο κάτω μέρος, στη λαιμόκοψη, καθώς και στο πάνω και κάτω μέρος από τα μανίκια. Την πουκαμίσα την ύφαιναν συνήθως οι γυναίκες στο σπίτι.
Πάνω από την πουκαμίσα φορούσαν μια άσπρη φούστα, το μισοφόρι ή ροκέττο ή κοντορόκεττο ή βελέσι, που είχε στη μέση σούρα και, συνήθως, στο κάτω μέρος ήταν κεντημένο.
Το πεσελί: είναι το αριστοτεχνικό συμπλήρωμα της γαμήλιας ενδυμασίας, δώρο του γαμπρού στη νύφη. Από ζωηρόχρωμο βελούδο, κεντημένο με χρυσοκλωστή με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια, στολισμένο με χρυσογάϊτανα και ασημένια ή χρυσά κουμπιά, ακολουθούσε τις γιορτινές εμφανίσεις της γυναίκας για την υπόλοιπη ζωή της.
Οι κεφαλόδεσμοι: στην κερκυραϊκή φορεσιά είναι το επιστέγασμα της γυναικείας εμφάνισης, συναρτώνται με το χτένισμα και διατηρούν πολλές και φανερές διαφορές μεταξύ τους, ώστε να αναγνωρίζεται το χωριό προέλευσης αλλά και η οικογενειακή κατάσταση ή η διαθεσιμότητα της γυναίκας.
Επιστολικό δελτάριο στο οποίο απεικονίζεται γυναίκα με φορεσιά της Κέρκυρας, Αρχές 20ού αιώνα. Φωτογραφικό Αρχείο Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο.
Στη Λευκίμμη, οι κοπέλες είχαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, τα έδεναν σαν στεφάνι στο κεφάλι τους και επάνω φορούσαν μαντήλι. Στην περιοχή της Μέσης, φορούσαν κλαρωτά κίτρινα ή άσπρα μαντήλια με λουλούδια κόκκινα και φύλλα πράσινα.
Τα κοσμήματα: που συνόδευαν τη γαμήλια ή γιορτινή ενδυμασία ήταν πολλά και βαρύτιμα. Για τα σκουλαρίκια μόνο αναφέρονται δεκαπέντε ονομασίες για ισάριθμα είδη. Στόλιζαν, εκτός από τους λοβούς των αυτιών, το λαιμό σαν περιδέραια και γκόλφια (εγκόλπια), το στήθος σαν στηθοβελόνες, σπίλες (καρφίτσες) ή σφίγγλες (καρφίτσες με στρογγυλά σμιλεμένα κεφάλια), τη μέση σαν πόρπες, τους καρπούς μπρατσουλέτα (βραχιόλια) ή οκάνες (χρυσές στρογγυλές βέργες) και τα δάκτυλα.
Τα αγόραζαν οι άντρες τους και οι συγγενείς από το εξωτερικό, αλλά κυρίως τα έφτιαχναν οι περίφημοι λαϊκοί κερκυραίοι τεχνίτες. Κατά τη χηρεία τους πετούσαν τα στολίδια και φορούσανε μαύρη μαντήλα, ή μαύρη κορδέλα πάνω στην άσπρη μπόλια της κεφαλής και αν ο άντρας τους πέθαινε νέος, έβαζαν μέσα στο φέρετρο τις κόκκινες κορδέλες του κεφαλόδεσμου.
Για στηθόδεσμο χρησιμοποιούσαν ένα λεπτό ύφασμα από μπατίστα, ψιλό λινό πανί ή από τούλι ή μετάξι για τις γιορτινές ενδυμασίες. Στο κάλυμμα αυτό, που το ονόμαζαν μπροστίνα ή μπουστίνα ή μπροστούρα ή πετόνι ή πετάρι έβαζαν τις γιορτινές μέρες τα χρυσαφικά τους.
Ροκέττα και Ποδιές: Η καθημερινή φούστα που φορούσε η Κερκυραία, το ροκέττο, ήταν ριγέ με άσπρες και μπλε ρίγες. Στην περιοχή του Γύρου, οι φούστες που έβαζαν οι νύφες, ήταν από μεταξωτό ύφασμα (ταφτάς), σε χρώματα ζωηρά, όπως γαλάζιο, μοβ ή κόκκινο και ήταν πιο κοντές.
Στο νότιο συγκρότημα του νησιού, η φούστα της νύφης και αργότερα η «καλή» φούστα που φορούσε τις γιορτινές μέρες, ήταν πλισέ στο πίσω μέρος και στα πλάγια. Στο μπροστινό μέρος ήταν ίσια γιατί από πάνω φορούσαν την ποδιά. Η φούστα αυτή που λεγόταν και άμπιτο, καρπέττα ή βελέσι, ήταν μακριά και για να τη στολίσουν έραβαν στο κάτω μέρος της πολύχρωμες κορδέλες. Χαρακτηριστικές είναι οι «προξενιές», κορδέλες με λουλούδια που τις κρεμούσαν στην άκρη του ροκέττου.
Τα ροκέττα που φορούσαν τις Κυριακές ήταν όπως και τα νυφιάτικα, αλλά από μαύρο γυαλιστερό αλπακά, ενώ αυτά που χρησιμοποιούσαν καθημερινά από αλατζά.
Εκτός από τη φαρδιά κόκκινη ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες, παρατηρούμε ότι στην περιοχή της Μέσης, οι Κερκυραίες έβαζαν ένα τριγωνικό κόκκινο μαντήλι, την τσουτσουμίδα, που πάνω της απεικονίζονταν λουλούδια και φτερά παγωνιού. Τη φορούσαν στη μέση, στην αριστερή μεριά. Οι νέες κοπέλες τη φορούσαν και σαν μαντήλι στο κεφάλι. Την τσουτσουμίδα τη χρησιμοποιούν και στους χορούς.
Νυφιάτικες, γιορτινές και καθημερινές είναι οι ποδιές ή μπροστέλλες ή μπροστομούνες. Τις καθημερινές ποδιές τις ύφαιναν οι ίδιες οι γυναίκες και ήταν από λινάρι.
Τζιπούνια: Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα γιλέκο. Το γιλέκο αυτό, κοντό ή μακρύ και χωρίς μανίκια, άφηνε το στήθος ακάλυπτο. Τα πέτα του ήταν σε σχήμα οβάλ και ενώνονταν στο κάτω μέρος πάνω από τη ζώνη. Στο σημείο αυτό δένονταν με κορδόνια ανάμεσα από θηλιές.
Το τζιπούνι ή κοτολί ήταν το νυφιάτικο γιλέκο που φορούσαν οι γυναίκες στην περιοχή της Λευκίμμης. Ήταν φτιαγμένο από κόκκινο βελούδο και μπροστά ήταν στολισμένο με χρυσές φάσες, τις λεγόμενες πασαμάδες, που ξεκινούσαν από τη ραφή του ώμου και κατέληγαν στη μέση, όπου και δένονταν με κορδόνια που περνούσαν μέσα από θηλιές.
Γενικά το νυφιάτικο τζιπούνι ή κοτολί ήταν φτιαγμένο όχι πάντοτε από χρώμα κόκκινο, αλλά και από μπλε, βυσσινί ή θαλασσί και, σπανίως, από μαύρο ύφασμα. Δεξιά και αριστερά από το μπούστο ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή και στολισμένο περίτεχνα. Άλλες φορές έραβαν τρέσες από χρωματιστές κορδέλες ή χρυσά σιρίτια. Τα σιρίτια αυτά ήταν διπλά και για τελείωμα είχαν την κομποβελονιά. Και η πλάτη ήταν με χρυσοκέντημα που κατέληγε σε μια κουφόπιετα στην οποία ήταν ραμμένοι ρόδακες από χρυσή κλωστή πάνω σε χαρτόνι. Στη μέση τους, οι ρόδακες είχαν μια κόκκινη, μπλε ή πράσινη βούλα.
Στη μέση έβαζαν στην περιοχή του Γύρου πολύχρωμες φασκιές ενώ στο Όρος φορούσαν μαύρο ζωνάρι που είχε πάνω του ραμμένη χρωματιστή κορδέλα που κατέληγε σε φούντες.
Πεσελιά: Ζακέτα με μανίκια. Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια της κερκυραϊκής στολής, που φορούσαν οι νύφες σε όλο το νησί. Το πεσελί ήταν συνήθως δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν φτιαγμένο από ύφασμα βελούδο κόκκινο, μπλε, μοβ, μαύρο ή καφέ και καμιά φορά από τσόχα.
Οι γυναικείες κάλτσες ήταν πλεκτές, μάλλινες ή βαμβακερές. Συνήθως ήταν άσπρες. Έφθαναν ως το γόνατο και τις δένανε με κορδέλες ή καλτσοδέτες. Φορούσαν όμως για καθημερινή χρήση κάλτσες καφέ που τις βάφανε με καρυδότσουφλα. Στην περιοχή του Όρους φορούσανε μαύρες κάλτσες. Τις έπλεκαν με πέντε βελόνες εκ των οποίων τη μία την έβαζαν στην σκαλτσουνόροκα, δηλ. ένα τρύπιο ξύλο όπου έμπαινε μέσα ή βελόνα.
Όταν δεν ήταν ξυπόλητοι φορούσαν μαύρα παπούτσια με κορδόνια, χωρίς ψηλά τακούνια. Τα νυφιάτικα παπούτσια στην περιοχή της Λευκίμμης και Μέσης ήτανε κόκκινα μεταξωτά με ασημένιες φούμπιες. Τα γιορτινά ήταν μαύρα σκαρπίνια με φούμπια ή κορδόνια.
Η ενδυμασία των ανδρών της υπαίθρου και των χωριών χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία, αδρότητα και σοβαρότητα εμφάνισης. Ο Κερκυραίος φορούσε στο κεφάλι την τρίτσα (ψάθινο καπέλο) και σπανιότερα φέσι τουνέζικο . Φανέλα μάλλινη ή ‘μάγια‘, φορεμένη κατάσαρκα το χειμώνα για το κρύο και για να παίρνει τον ιδρώτα το καλοκαίρι.
Πουκάμισο λευκό βαμβακερό, με κολάρο όρθιο που κούμπωνε με χρυσό ‘κουμπί’ στις γιορτές, ανοιχτό μέχρι τη μέση του στήθους, βράκα λινή ή βαμβακερή, συνήθως μπλε, πολύ φαρδιά μέχρι τη μέση της γάμπας.
Στη μέση ζωνάρι μάλλινο και μεταξωτό, χρωματιστό με κρόσσια για τις γιορτάσιμες μέρες, όπου και τρυπώνουν το μακρύ μαχαίρι. Γελέκο από μαύρη ή σκουρόχρωμη τσόχα, κουμπωμένο σταυρωτά με ασημένια λοξά κουμπιά και αλυσίδες που θηλύκωναν και χρυσοκέντια για τις γιορτές.
Το χειμώνα φορούσαν σακάκι από τσόχα μαύρη ή μπλε ή κάπα από υφαντό τράγιο μαλλί. Τα σκαλτσούνια άσπρα, μάλλινα πλεχτά για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι, μέχρι το γόνατο όπου δένανε με δυο κόκκινες κορδέλες με φουντίτσα, τσαρούχια με μύτες.
Οι εύποροι Κερκυραίοι και οι αστοί ακολουθούσαν στο ντύσιμο τους Βενετσιάνους και ξεχώριζαν έτσι από τους ανθρώπους της υπαίθρου. Οι άρχοντες φορούσαν περούκες και συνοδευόταν από τους υπηρέτες που μετέφεραν τα εμβλήματα τους. Στις γυναίκες πλεόναζαν οι δαντέλες και τα ακριβά υλικά στα ρούχα.
Σπάνια φωτογραφία του 20ου αιώνα, που φαίνεται καθαρά η αστική ενδυμασία στην Κέρκυρα μετά την Ένωση.
Οι αστοί σε χαμηλότερους τόνους ακολουθούσαν τους άρχοντες. Ωστόσο στις επίσημες εμφανίσεις μπροστά στις βενετικές αρχές τα κουστούμια των ανδρών ήταν μαύρα και αυστηρά, θυμίζοντας ότι επρόκειτο για πατρικίους και όχι για φανταχτερούς ιππότες.
Με πληροφορίες απο: ΤΕΕ Τμήμα Κέρκυρας, greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com, Εργαστήρι Τεκμηρίωσης Πολιτιστικής και Ιστορικής Κληρονομιάς, www.diakonima.gr, gr.pinterest.com