Ομιλία της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Φωτεινής Βάκη στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συζήτηση και ψήφιση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Τροποποίηση του άρθρου 5 του ν. 1920/1991 (Α΄11), με τον οποίο κυρώθηκε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου “Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών” (Α΄182)”».
«Μια δημοκρατική πολιτική έναντι των μειονοτήτων επιτάσσει το αυτονόητο: την κατοχύρωση ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών. Την συμπερίληψή τους στο κράτος δικαίου, της ισονομίας και ισοπολιτείας που θα ξαναδώσει φωνή στις γυναίκες και θα κάνει ορατούς τους αόρατους»
Ολόκληρη η ομιλία:
Θα μου επιτρέψετε, προτού εισέλθω στο θέμα που αφορά το νομοσχέδιο, να κάνω δύο παρατηρήσεις. Με κάλυψε, βέβαια, και πριν ο συνάδελφος κ. Τριαντάφυλλος Μηταφίδης. Ακούσαμε από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να επιρρίπτονται διάφορες μομφές περί ενδοτισμού κ.λπ., με αφορμή την υπόθεση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση αυτοί οι άνθρωποι να εκδοθούν, διότι υπάρχει απόφαση του Αρείου Πάγου. Υπάρχει το θέμα της χορήγησης του ασύλου, η οποία είναι καλό να μην είναι μόνο μια διοικητική πράξη διεκπεραίωσης αλλά να αποφασίζει η Δικαιοσύνη. Περί αυτού πρόκειται. Όσον αφορά τα μαθήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ενδοτισμού, εγώ θα τα επιστρέψω ως απαράδεκτα. Τις μομφές αυτές ας τις επιρρίψουν καλύτερα στους συγκατοίκους τους στο νέο φορέα της Κεντροαριστεράς όταν παρέδιδαν τον Οτσαλάν, όπως είπε και ο προλαλήσας.
Όσον αφορά τα εθνικά θέματα και το περίφημο θέμα του ονόματος, επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια, γιατί σε αυτό έκανε αναφορά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία. Η εξωτερική μας πολιτική υπήρξε, δυστυχώς, μια πολιτική χαμένων ευκαιριών. Πέρασαν κοντά τριάντα χρόνια από τότε που ξεκίνησε η σύγχρονη εκδοχή του λεγόμενου «Μακεδονικού Ζητήματος» και ζήσαμε, συνάδελφοι, όχι το παραμύθι χωρίς όνομα, αλλά έναν εφιάλτη, τον εφιάλτη ενός μισαλλόδοξου εθνικισμού και πατριδοκαπηλίας που κορυφωνόταν ακόμα και στην έριδα περί της ταυτότητας του Βουκεφάλα.
Η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα. Η πάση θυσία, όμως, αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού σε έναν αρχέγονο ιδρυτικό μύθο, τελικά απεδείχθη ότι τους μόνους που βοήθησε είναι όσους ήθελαν να κάνουν πολιτικές καριέρες και μάλιστα βραχύβιες. Να το πω διαφορετικά: Πατριωτισμός δεν είναι οι εθνικισμοί και οι αλυτρωτισμοί, αλλά η δημιουργία σχέσεων καλής γειτονίας σε μια εύθραυστη περιοχή και η δημιουργία προϋποθέσεων εξόδου από έναν ιδιότυπο γραφικό απομονωτισμό.
Ήγγικεν, λοιπόν, η ώρα που και η πολιτική ηγεσία της γείτονος χώρας εμφανίζεται αισιόδοξη και συναινετική. Ας μη χάσουμε μια ευκαιρία, τώρα που έχει εξασθενίσει μια αδιέξοδη και καταστροφική αδιαλλαξία. Ας προχωρήσουμε σε μια σύνθετη ονομασία erga omnes που δεν θα αφήνει, βεβαίως, σκιές αλυτρωτισμού ούτε θα πυροδοτεί εθνικιστικές ρητορείες.
Όσον αφορά αυτό που ισχυρίστηκε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού, ας αναλογιστεί ο καθένας τις ευθύνες του για ένα τόσο ευαίσθητο εθνικό θέμα. Είναι ντροπή τα εθνικά θέματα να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα ικανοποίησης των διακαών πόθων να πέσει η κυβέρνηση, ως μοχλός υπονόμευσης των πολιτικών μας αντιπάλων ή αλλαγής πολιτικών συσχετισμών. Τυχόν αποκλίνουσες θέσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν συνιστούν, όπως είχε πει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τεκμήριο απώλειας της δεδηλωμένης. Αυτά τα λέει το Σύνταγμα, ας το διαβάζουμε. Για να μην αναφερθώ στο πρόσφατο εύρημα, το οποίο συνιστά όνειδος για τον κοινοβουλευτισμό και μνημείο πολιτικού καιροσκοπισμού, σύμφωνα με το οποίο καταψηφίζουμε μια συμφωνία, εν προκειμένω σε μείζονα εθνικά θέματα, ακόμη και αν συμφωνούμε με το περιεχόμενό της, εφόσον ο ένας εκ των δύο κυβερνητικών εταίρων δεν τη στηρίζει. Αυτό αντιλαμβάνεστε ότι το μόνο που προκαλεί είναι θυμηδία. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, τις ευθύνες μας η καθεμία και ο καθένας και ας αδράξουμε την ευκαιρία.
Προχωρώ στο νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα για τη Σαρία.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ας μιλήσουμε λοιπόν για τον ισλαμικό ιερό νόμο, τη Σαρία, που συνεχίζει να υφίσταται στη Θράκη ενώ στην Τουρκία έχει καταργηθεί από το 1926. Σε κανένα άλλο σημείο της Ευρώπης δεν εφαρμόζεται και σε πολλά ισλαμικά κράτη βελτιώνεται σταδιακά με απώτερο στόχο την ενσωμάτωσή της στον αστικό κώδικα.
Ας θίξουμε επιτέλους με παρρησία ένα νομικό απολίθωμα, που μετατρέπει έναν θρησκευτικό ηγέτη, τον μουφτή, σε ιεροδίκη, με βάση απλώς «το ήθος, τη θεολογική του κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική του δράση». Οι κανόνες της Σαρίας είναι άγραφοι, οι δικάσιμοι δεν υπάρχουν ενώ σε πλείστες όσες περιπτώσεις η απόφαση κυριολεξία χανόταν στην μετάφραση. Ο λόγος; Η απόφαση γραφόταν στα παλαιοοθωμανικά και μεταφραζόταν στη συνέχεια.
Ποικίλα αλλά έωλα τα επιχειρήματα, με βάση τα οποία οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν εξ αρχής την υπαγωγή των μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών στο ισλαμικό δίκαιο. Το πρώτο είναι ένα νομικό επιχείρημα που αντλεί την ισχύ του από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 της Συνθήκης, η Ελλάδα δεσμεύεται να λάβει «απέναντι των (μουσουλμανικών) κοινοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακή ή την προσωπική αυτών κατάσταση, πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως τα ζητήματα αυτά κανονίζονται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων». Τούτο δεν προβλέπει ρητά τη λειτουργία ιεροδικείων αλλά επιπλέον αφήνει ανοικτή την αλλαγή των μέτρων που θα διευθετούν τα έθιμα της μειονότητας.
Το δεύτερο επιχείρημα ανοχής στη Σαρία υπαγορευόταν από την ανάγκη σεβασμού προς την πολιτιστική ιδιαιτερότητα των μουσουλμάνων. Η Ελλάδα, έτσι, εμφανιζόταν ως ο θεματοφύλακας της μουσουλμανικής παράδοσης και συνεπώς κυματοθραύστης τυχόν ταραχών και συγκρούσεων. Το εν λόγω, όμως, επιχείρημα παραγνωρίζει τις επιπτώσεις του ιδιότυπου αυτού δικαιοδοτικού καθεστώτος σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Το επιχείρημα αυτό δεν ζωογονεί τη δημοκρατία αφού δημιουργεί εξαιρέσεις στην ισονομία και ισοπολιτεία. Δεν αμβλύνει ως εκ τούτου και τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, δεν μειώνει τη φτώχεια ενώ για τις γυναίκες φαίνεται να λειτουργεί ως ένα καθαγιασμένο απαρτχάιντ. Γιατί; Ανήλικα κορίτσια 14 ετών υποχρεώνονται στη σύναψη γάμου ανεξαρτήτως της βουλήσεώς τους. Οι σύζυγοι χωρίζουν τις συζύγους τους μονομερώς και όσον αφορά την επιμέλεια τέκνων τα αγόρια μέχρι την ηλικία των επτά και τα κορίτσια μέχρι αυτή των εννέα μένουν με την μητέρα και εν συνεχεία η επιμέλεια μεταβιβάζεται αυτομάτως στον πατέρα. Ας προστεθεί ότι οι άνδρες κληρονομούν διπλάσιο μερίδιο από τις γυναίκες και ότι επιτρέπεται η διγαμία (πλέον όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι).
Μια δημοκρατική πολιτική έναντι των μειονοτήτων επιτάσσει το αυτονόητο: την κατοχύρωση ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών. Την συμπερίληψή τους στο κράτος δικαίου, της ισονομίας και ισοπολιτείας που θα ξαναδώσει φωνή στις γυναίκες και θα κάνει ορατούς τους αόρατους.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πλείστοι όσοι θα υποστηρίζαμε, τούτων δοθέντων, την πλήρη κατάργηση της Σαρίας και όχι την προαιρετικότητά της που προβλέπει το παρόν σχέδιο νόμου. Ας μου επιτραπούν κάποιες επισημάνσεις θεωρητικές για την παρούσα συγκυρία. Είναι πασίγνωστη η φράση του Μαρξ: η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Λιγότερο γνωστή όμως είναι η φράση που την ακολουθεί: είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου και η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου. Και τούτο σημαίνει ότι η θρησκεία σε έναν κόσμο άδικο, αιμοσταγή και εκμεταλλευτικό γίνεται παυσίλυπο και παραμυθία των καταπιεσμένων. Στο σημερινό μας κόσμο, εν κρίση και εν κινδύνω με αποκλεισμούς και απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, γεννήθηκαν ασυμφιλίωτα δίπολα. Θρησκευτικός αιμοσταγής φονταμενταλισμός, ιεροί πόλεμοι που αναβιώνουν έναν high tech Μεσαίωνα και η απάντηση στους παραπάνω η ισλαμοφοβία.
Οι θεωρητικές απαντήσεις ή λύσεις στο παραπάνω συνίστανται στο εξής: είτε στην πάση δυνάμει προστασία συλλογικών ταυτοτήτων που υποστηρίζει ας πούμε το φιλοσοφικό «κόμμα» της πολυπολιτισμικότητας είτε σε στον «φονταμενταλισμό» του Διαφωτισμού που εμμένει σε μια αταλάντευτη ενσωμάτωση των μειονοτήτων στην επικρατούσα πολιτική κουλτούρα. Ας ανιχνεύσουμε μια διαλεκτική των παραπάνω φαινομενικά αντιθέτων, μολονότι αμφότερα αγωνίζονται για την εμπέδωση μιας φιλελεύθερης αντίληψης εντός των ορίων του κράτους δικαίου. Πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η δημοκρατική ευταξία δεν επιβάλλεται σε κανέναν. Προϋποθέτει ένα δημοκρατικό έθος, ήτοι την αναγνώριση αλλά και επίγνωση του συνανήκειν σε μια κοινότητα που συμπεριλαμβάνει άπαντες με ίσα δικαιώματα. Και η περί ης ο λόγος συμπερίληψη εδράζεται και σε υλικές συνθήκες: στην εξάλειψη οικονομικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών, έμφυλων ανισοτήτων, στην ισότιμη πρόσβαση στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, στην ίση πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Η συμπερίληψη και όχι βίαιη ενσωμάτωση στον πολιτικό πολιτισμό του κράτους δικαίου, επομένως, ας ερμηνευτεί ως διαδικασία διαπαιδαγώγησης σε μια κοσμική νεωτερική ταυτότητα, στην ηθική μιας δημοκρατικής πολιτειότητας. Και οι μαθησιακές παιδευτικές διαδικασίες δεν είναι θέμα επιβολής αλλά καλλιέργειας
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή η συμφιλίωση και διαλεκτική προσέγγιση αντιθέτων να ακούγεται ενδεχομένως αρκούντως συντηρητική. Υπήρξαν, όμως, συγκυρίες στην ιστορία που το μονοπάτι της μετριοπαθούς μεταρρύθμισης απέβη ασφαλέστερο από τις εγκάρσιες τομές. Ας θυμηθούμε μια εύστοχη διάκριση του Ανταμ Σμιθ στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων»: πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο του «δημοσίου πνεύματος», ο οποίος ουδέποτε ξεριζώνει βίαια τις βαθιές προκαταλήψεις του λαού που κυβερνά όταν αποτυγχάνει να τις εξαλείψει μέσω του λόγου και της πειθούς, και τον άνθρωπο του συστήματος, ο οποίος θέλγεται τόσο πολύ από το κάλλος του ιδεώδους συστήματος διακυβέρνησής του που επιχειρεί να το εφαρμόσει απαρέγκλιτα χωρίς να λαμβάνει υπόψη του εδραίες προκαταλήψεις που αντιτίθενται σε αυτό. Ας κάνουμε ένα πρώτο βήμα, αυτό της προαιρετικότητας, όταν ουδείς άγγιξε μέχρι τώρα τη Σαρία αφήνοντας μια κοινότητα να κακοφορμίζει και τα μέλη της να αισθάνονται αόρατα και απόβλητα, ακολουθώντας έναν δρόμο επί του παρόντος μετριοπάθειας που θα αποσοβήσει και τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης περιχαράκωσης.
Σας ευχαριστώ πολύ.