“Η τετραετία θα πρέπει να εξαντληθεί, καθώς η κυβέρνηση έχει να επιτελέσει σημαντικό έργο για την ανακούφιση της κοινωνίας μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και σκληρών μέτρων αλλά και για τον σχεδιασμό των επόμενων βημάτων σχετικά με την έξοδο στις αγορές”.
Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Κέρκυρας Φωτεινή Βάκη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τηλεοπτικό σταθμό της Βουλής για την εκπομπή «Πρωινή Ανάγνωση», στο πλαίσιο της οποίας έγινε εκτενής αναφορά στις εξελίξεις που αφορούν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Όπως ανέφερε, πρόκειται για την καλύτερη δυνατή συμφωνία, που θα μπορούσε να επιτευχθεί για το ονοματολογικό της πΓΔΜ και όταν έρθει στη Βουλή η ύπαρξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ψήφισή της είναι εφικτή.
Κληθείσα να σχολιάσει τη δήλωση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά ότι πλέον η κυβέρνηση χρειάζεται άλλες συμμαχίες εκτός ΑΝΕΛ, η Φ. Βάκη σημείωσε ότι «είμαστε στο τέλος μιας δύσκολης διαδρομής, έχουμε εισέλθει σε μια μεταμνημονιακή περίοδο και η τετραετία είναι καλό να εξαντληθεί». Όπως ανέφερε, «υπάρχουν μια σειρά νομοθετήματα, τα οποία θα είναι έτοιμα μέχρι το Δεκέμβριο, τα οποία θα υλοποιούν τις έντεκα παρεμβάσεις που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ», τονίζοντας ότι «μετά από οκτώ χρόνια μνημονιακών καταναγκασμών και επώδυνων μέτρων, ήρθε η ώρα να περάσουν μέτρα από την Βουλή για την ανακούφιση των στρωμάτων που επωμίστηκαν τα δυσβάστακτα βάρη κρίσης». Επιπλέον, επισήμανε ότι «ένας ακόμη ουσιαστικός λόγος είναι ότι η χώρα εν τοις πράγμασι θα πρέπει να βγει στις αγορές, για να απαλλαγεί άπαξ δια παντός από τον δανεισμό έναντι ‘μεταρρυθμίσεων’», προσθέτοντας πως σε μια τέτοια ευνοϊκή συγκυρία για τη χώρα δεν θα πρέπει κλονιστεί η πολιτική σταθερότητα.
Παράλληλα, αναφέρθηκε «στην τεράστια προσφορά του κ. Κοτζιά στα θέματα εξωτερική πολιτικής» καθώς «ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες υπουργούς Εξωτερικών και είναι ένας άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε την γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας, αλλά και τη Συμφωνία των Πρεσπών, σε μια εποχή που πρέπει να στήνουμε γέφυρες και όχι να ορθώνουμε τείχη». Σημείωσε επίσης πως «η ανάληψη των καθηκόντων του Υπουργού Εξωτερικών από τον πρωθυπουργό δίνει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα ότι είναι αταλάντευτη η προσήλωση στην υλοποίηση αυτής της συμφωνίας».
Ερωτηθείσα για τη στάση του Π. Καμμένου, ανέφερε πως «τη συμπεριφορά του κ. Καμμένου δεν μπορώ να την ερμηνεύσω με όρους πολιτικής λογικής, μάλλον με όρους πολιτικού θυμικού. Διότι, οι δηλώσεις του από τις ΗΠΑ, οι βεβιασμένοι και εν πολλοίς άκομψοι σχολιασμοί στο Twitter σχετικά με χρηματισμό βουλευτών του VMRO, η επίθεση που φέρεται να εξαπέλυσε στον κ. Κοτζιά για τις απόρρητες δαπάνες του ΥΠΕΞ, αλλά και η γενικότερη στάση που συντηρεί τον τελευταίο καιρό για ενδεχόμενη αποχώρηση του από την κυβέρνηση, φαίνεται να τον καθιστούν από παράγοντα σταθερότητας σε παράγοντα προβληματισμού». Επιπλέον, η Φ. Βάκη επισήμανε πως «είναι κρίμα και για τον κ. Καμμένο αλλά και για τους ΑΝΕΛ να διολισθήσουν σε μία ακραία εθνικιστική ρητορεία και επίσης να αυτοακυρωθούν. Διότι, σε πολύ δύσκολες στιγμές όπως ήταν το προσφυγικό πραγματικά στάθηκε με έναν πάρα πολύ θετικό τρόπο».
Σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι όταν έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή, εκτίμησε πως «μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία για αυτό το θέμα, το οποίο είναι μείζονος σημασίας, είναι εφικτή» και «σε καμία περίπτωση ότι δεν θα μπορούσε να περάσει μία πρόταση δυσπιστίας».
Η Φ. Βάκη δήλωσε, επίσης, πως συμμερίζεται απόλυτα την άποψη του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί παράσημο για την κυβέρνηση και την Αριστερά, υπογραμμίζοντας πως με αυτή τη συμφωνία κατοχυρώνεται επιτέλους το αυτονόητο, δηλαδή «να υπάρχει επιτέλους σε αυτή τη χώρα ειρήνη και σταθερότητα».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα που έχουμε εισέλθει στη μεταμνημονιακή περίοδο και αποζητούμε τη βιώσιμη ανάπτυξη, αυτή δεν μπορεί παρά να περνά και από σχέσεις καλής γειτονίας, σε μια περιοχή με εύθραυστες ισορροπίες όπως είναι τα Βαλκάνια» ενώ τόνισε ότι πρέπει «να αντιληφθούμε γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά τι μέλλει γενέσθαι, αν δεν λήξει αυτό το θέμα, με το γεωπολιτικό πόκερ που παίζεται στην περιοχή, το οποίο δημιουργεί όρους αστάθειας». Όπως είπε, «θεωρώ πως είναι ό,τι καλύτερο αυτή η συμφωνία και επειδή σε ένα επίπεδο πολιτικό και ιδεολογικό, πέραν του οικονομικού και του γεωπολιτικού, επιτέλους θραύει όλο αυτό τον παροξυσμό του εθνικισμού, ο οποίος άγγιζε τα όρια του ρατσισμού και τραυμάτισε το σώμα της κοινωνίας τον τελευταίο καιρό».
Σε ό,τι αφορά την κατάληψη αίθουσας της Φιλοσοφικής Αθηνών από τον «Ρουβίκωνα» και ερωτηθείσα για την αναφορά του Υπουργού Παιδείας ότι θα πρέπει και οι φοιτητές να διεκδικήσουν την ακαδημαϊκή ειρήνη, η Φ. Βάκη σημείωσε πως «υπάρχει ο νόμος για το πανεπιστημιακό άσυλο, σύμφωνα με τον οποίο, όταν διαπράττονται κακουργήματα μπορεί να παρέμβει αυτεπάγγελτα η αστυνομία ή μετά από απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου». Πρόσθεσε ακόμη ότι «η ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία απαρτίζεται και από τους διδάσκοντες και από τους φοιτητές, γι’ αυτό είναι κοινότητα, διότι πρέπει να διαβουλεύεται και να αποφασίζει για τα του οίκου της. Ως εκ τούτου μπορεί να περιφρουρήσει τον χώρο της η ίδια η πανεπιστημιακή, η ακαδημαϊκή κοινότητα». Πάντως, υπογράμμισε ότι σε κάποιες περιπτώσεις όλη αυτή η συζήτηση περί «ανομίας» στα πανεπιστήμια γίνεται εκ του πονηρού, «διότι υπάρχει εδώ και χρόνια μία εκστρατεία απαξίωσης και σπίλωσης του δημοσίου πανεπιστημίου, το οποίο κρατήθηκε όρθιο σε δύσκολες εποχές και πρέπει να το υπερασπιστούμε».
Τέλος, για τους μαθητές που διαμαρτυρήθηκαν στον Υπουργό Παιδείας για τις αλλαγές στο Λύκειο, υπενθύμισε πως «το 2014, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και νυν βουλευτή Επικρατείας κουνούσε το δάχτυλο στους φοιτητές και να καλούσε στη σύγκλητο τα ΜΑΤ και την αστυνομία, επειδή οι φοιτητές ήθελαν να θέσουν τα αιτήματά τους». Αντίθετα σήμερα, ανέφερε, «έχουμε την εικόνα του νυν Υπουργού Παιδείας ο οποίος δέχτηκε τους μαθητές και συζήτησαν, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται. Πρέπει να λύνονται τα θέματα που αφορούν την εκπαιδευτική κοινότητα με όρους διαβούλευσης, διαλόγου, συναίνεσης και συνεννόησης. Αλλιώς δεν είναι εκπαιδευτική ή ακαδημαϊκή κοινότητα, είναι κάτι άλλο».