Η στροφή του εκλογικού σώματος προς τα Δεξιά τόσο στη διεθνή όσο και στην εγχώρια πολιτική σκηνή είναι παγιωμένη. Οι αιτίες γι αυτό είναι πολλές και σύνθετες. Η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί ιστορική, πολιτική, κοινωνιολογική και οικονομική έρευνα. Βαθιά και διαρκή.
Ψηλαφώντας το ζήτημα που σίγουρα θ΄ απασχολήσει όχι μόνο τους πολιτικός αναλυτές του σήμερα, αλλά και τους ιστορικούς του μέλλοντος, καταγράφουμε κάποιες πρώτες επισημάνσεις.
Η βασική αιτία που κατέστησε τα τελευταία χρόνια τους φτωχούς όλου του κόσμου φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους είναι η παγκοσμιοποίηση. Σήμερα η φτώχεια απειλεί και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Η Αριστερά στο σύνολό της απέτυχε να εκπροσωπήσει και να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα θύματα της παγκοσμιοποίησης, της λιτότητας, της ύφεσης και της αποδόμησης των εργασιακών σχέσεων. Δεν κατόρθωσε να εκφράσει πειστικά την αγανάκτηση, την οργή και την ανασφάλεια των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Η κομμουνιστική Αριστερά μετά την ήττα του 1989 με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, απαξιώθηκε διεθνώς εξαιτίας της αρνητικής εμπειρίας του σοβιετικού μοντέλου διακυβέρνησης και όλων των συστημάτων του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού. Τα εναπομείναντα κομμουνιστικά σχήματα αναφέρονται σήμερα σ΄ ένα ιδεατό μέλλον φθοράς κι ανατροπής του καπιταλισμού χωρίς, μέχρι στιγμής να εμπνέουν και να παρέχουν κάποια σιγουριά στους οικονομικά αδύναμους. Ταυτόχρονα αρνούνται να συνεργαστούν με οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη που δεν υποτάσσεται ολοκληρωτικά σ΄ αυτά. Το αποτέλεσμα είναι ότι αποτυγχάνουν κάτω από ευνοϊκές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ν΄ αυξήσουν την εκλογική τους επιρροή.
Η σοσιαλδημοκρατία, το πλέον επιτυχημένο σύστημα διακυβέρνησης του 20ου αιώνα, που πρόσφερε τη μεγαλύτερη κοινωνική ευημερία στην παγκόσμια ιστορία, διαβρώθηκε από τον κυβερνητισμό. Έτσι αφού, παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή της κρατικής παρέμβασης υπέρ των οικονομικά αδύναμων και των κοινωνικά αποκλεισμένων, διολίσθησε και τελικά υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό το νεοφιλελευθερισμό, που οδήγησε στην εξαθλίωση τα κοινωνικά στρώματα που κάποτε εκπροσωπούσε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, που υπό την ηγεσία του Σρέντερ- με την περίφημη Ατζέντα 2010- καθήλωσε τους μισθούς των εργαζομένων για ν’ αυξήσει τα κέρδη του γερμανικού κεφαλαίου προκειμένου να κυριαρχήσει στη ζώνη του ευρώ. Η πολιτική αυτή ακολουθείται μέχρι και σήμερα.
Η ανανεωτική Αριστερά, ευνοημένη από την πολιτική συγκυρία, τροφοδότησε τις ελπίδες για αλλαγές και ανατροπή του σκηνικού. Έδωσε υποσχέσεις που της χάρισαν μεγάλη άνοδο στην Ισπανία ( Ποδέμος) και την κατάκτηση της εξουσίας για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Απέτυχε όμως ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων και να υλοποιήσει τα υπεσχημένα ή να ωθήσει τις εξελίξεις στην έμπρακτη αποδυνάμωση των νεοφιλελεύθερων επιλογών της παγκοσμιοποίησης.
Το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε, άρχισαν να το εκμεταλλεύονται ακροδεξιά κυρίως μορφώματα που βρήκαν πρόσφορο έδαφος ν΄ αποσπάσουν την προσοχή μικρότερης ή μεγαλύτερης μερίδας του εκλογικού σώματος. Πρόκειται για πολιτικά σχήματα αντισυμβατικά, αλλά εντός του κυρίαρχου συστήματος. Η ιστορική πραγματικότητα εμφανίζει τότε ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο φαινόμενο. Αυτό που η Αριστερά αποτυγχάνει να πράξει δηλαδή ν’ αποκρούσει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, να το κάνουν ο Τραμπ, η Μέι, ο Βιλντερς, η Λεπέν, οι χρυσαυγίτες κ. ά. Όλοι αυτοί γαρνίροντας επιπλέον τον πολιτικό τους λόγο με την ξενοφοβία και τον υπαρκτό κίνδυνο του ακραίου ισλαμικού φανατισμού αποσπούν το ενδιαφέρον του αποσβολωμένου τμήματος του εκλογικού σώματος και αυξάνουν την πολιτική τους επιρροή.
Η στροφή αυτή των πολιτών προς τα δεξιά, δεν ευνοεί μόνο την άκρα Δεξιά, αλλά και την ευρύτερη συντηρητική παράταξη. Αυτή που στη χώρα μας εκφράζεται από τη Ν.Δ. ,η οποία είναι σε θέση μέχρις ενός σημείου ν’ απορροφά και μεγάλο μέρος των ακροδεξιών κραδασμών.
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει όταν οι πολίτες διαπιστώσουν αυτό που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί. Όταν δηλαδή και η μετριοπαθής Δεξιά αποτύχει να τους δώσει λύσεις στα σημερινά αδιέξοδά τους. Τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να έχουμε την παραπέρα δεξιά πορεία με την ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση των ακροδεξιών, αντιδημοκρατικών και ανορθολογικών κομματικών σχηματισμών, που είναι σε θέση να καταργήσουν ακόμη και στοιχειώδεις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις.
Τότε όμως θα είναι πολύ αργά, γιατί όπως έλεγε ο Μάο ‘’ το δύσκολο δεν είναι να καβαλήσεις τον τίγρη. Το δύσκολο είναι να κατέβεις από πάνω του…’’
*Ο Γιώργος Καρύδης είναι δικηγόρος, αντιδήμαρχος Δήμου Κέρκυρας