Όπως αναφέρει στο κείμενό του:
Κοινή διαπίστωση είναι ότι η Κέρκυρα, δεν διαθέτει ικανοποιητικό αριθμό Ξενοδοχειακών καταλυμάτων 5*+ τα οποία θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν υψηλού εισοδήματος τουρίστες, με ότι οφέλη αυτό συνεπάγεται για την οικονομία του νησιού, σε αντίθεση με άλλους τουριστικούς προορισμούς στο εσωτερικό (όπως τα Δωδεκάνησα, η Κρήτη, η Χαλκιδική, η Μεσσηνία το τελευταίο διάστημα κλπ) και το εξωτερικό της χώρας μας (Κροατία, Νότια Ιταλία, Τουρκία κλπ) οι οποίοι λειτουργούν εντελώς ανταγωνιστικά προς την τουριστική αγορά της Κέρκυρας. Οι αγορές αυτές τα τελευταία χρόνια, μέσω των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε υποδομές ξενοδοχειακού τύπου πολύ υψηλού επιπέδου, αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των τουριστών υψηλού εισοδήματος. Ακόμη, όμως και οι τουρίστες που διαθέτουν ένα μέσο εισόδημα, αναζητούν πλέον την μέγιστη δυνατή ποιότητα στα χρήματα που είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν για τη διαμονή τους σε ένα τουριστικό προορισμό.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η Κέρκυρα, η οποία κατά το παρελθόν αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος του τουρισμού της χώρας, έχει χάσει σημαντικό έδαφος σε σχέση με άλλους εγχώριους τουριστικούς προορισμούς και απευθύνεται πλέον, κυρίως, σε τουρίστες χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου στηριζόμενη στο μοντέλο Rooms to let, στα ξενοδοχεία 2-3 αστέρων καθώς και στα παρωχημένα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων που διαθέτει (λίγες είναι οι εξαιρέσεις) με το σύστημα all inclusive. Συνεπώς η οικονομία του νησιού κατά μεγάλο μέρος, εξαρτάται πλέον από το μαζικό τουρισμό ο οποίος όμως παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογες των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον μεγάλο αριθμό ακυρώσεων από τη Ρωσικής αγοράς, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης που βιώνει η Ρωσία το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Είναι λοιπόν αναγκαία η στροφή της τουριστικής αγοράς της Κέρκυρας στον ποιοτικό τουρισμό, προκειμένου να απεξαρτηθεί στο μέγιστο δυνατόν από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις κρίσεις που παρουσιάζονται ενίοτε στις αγορές των ξένων χωρών. Συνεπώς, η ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων υψηλού επιπέδου, και ο εκσυγχρονισμός των υφισταμένων υποδομών, όπου αυτός είναι εφικτός, θα πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο. Οι επενδύσεις αυτές δε, θα πρέπει να ενσωματώνονται στο περιβάλλον, να μη το διαταράσσουν και αν είναι δυνατόν να το διαφυλάσσουν από διάφορους κινδύνους (ρύπανση, φυσικές καταστροφές κλπ), καθόσον το φυσικό περιβάλλον, αναμφισβήτητα, αποτελεί το μεγαλύτερο πόλο έλξης των επισκεπτών του νησιού.
Σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση κινείται, η Επένδυση που φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει η εταιρεία NCH Capital, στην βορειανατολική Κέρκυρα, στην περιοχή του Ερημίτη καθόσον, από τα μέχρι σήμερα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά από τους εκπροσώπους της εταιρείας, φαίνεται να τηρεί όλες τις προϋπόθεσης δημιουργίας τουριστικών υποδομών πολύ υψηλού επιπέδου, ενσωματωμένες στο φυσικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον της Κέρκυρας.
Ειδικότερα, στην NCH Capital παραχωρήθηκε από το Ελληνικό δημόσιο, μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.), για 99 χρόνια, συνολική έκταση (γήπεδο) 501,06 στρεμμάτων (τα 11,5 ανήκουν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας) για την εκμετάλλευση της επιφάνειας της γης. Σημειώνεται, ότι η συγκεκριμένη περιοχή δεν είναι εύκολα προσπελάσιμη (τα υφιστάμενα μονοπάτια είναι σε κακή κατάσταση) και μέχρι πρότινος, ήταν άγνωστη και στο ευρύ κοινό.
Σύμφωνα με τον νόμο 2971/2000 τα 274,25 στρέμματα χαρακτηρίζονται ως ιδιωτικό δάσος και αντιπροσωπεύουν το 54,73% του συνολικού γηπέδου και 37,65 στρέμματα στα οποία περιλαμβάνονται ο αιγιαλός – παραλία και ο υγρότοπος (Βρωμολίμνη) αφαιρούνται και παραμένουν στο δημόσιο και αντιπροσωπεύουν το 7,51% του οικοπέδου. Το συνολικό παραμένον ως έχει τμήμα του γηπέδου ανέρχεται στο 62,24. Το τμήμα του γηπέδου που απομένει προς εκμετάλλευση είναι τα 189,2 στρέμματα. Το 51,9% της έκτασης παραμένει ως έχει και το υπόλοιπο πολεοδομείται με συντελεστή δόμησης 0,4, όταν στο πυκνοδομημένο τμήμα της πόλης ο συντελεστής δόμησης φθάνει το 2. Η συνολική επιφάνεια των κτηρίων που θα κατασκευασθούν ανέρχεται στα 90.990 τ.μ. x 0,4 = 36.396 τ.μ., εκ των οποίων το 80% θα είναι κατοικίες ήτοι τα 29.117 τ.μ. με μέγιστο ύψος μαζί με την κλίση των στεγών τα 7,5 μέτρα (η κάθε κατοικία θα έχει ισόγειο και πρώτο όροφο) ,τα δε 7.279 τ.μ. θα είναι ξενοδοχείο το οποίο θα ανεγερθεί στα πρανή του κεντρικού λόφου που είναι σήμερα το ναυτικό παρατηρητήριο, προκειμένου να μην διαταραχθεί η αισθητική της περιοχής, με μέγιστο ύψος που δεν θα ξεπερνά τα 4,5 μέτρα μαζί με την στέγη. Τα κτήρια των κατοικιών αλλά και του ξενοδοχείου, το οποίο θα είναι 5*-6*, προτείνεται να ακολουθήσουν την Κερκυραϊκή Αρχιτεκτονική και θα ενσωματωθούν στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον. Εξάλλου, η επιλογή του παγκοσμίου φήμης ελληνικού γραφείου Μελετών Α.Ν. Τομπάζη, που διακρίνεται για τους πρωτοποριακούς και με έμφαση στο περιβάλλον αρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς, αποτελεί εχέγγυο για την ήπια ανάπτυξη του ακινήτου.
Επίσης, χωροθετείται σε ένα τμήμα της Κερκυραϊκής ακτογραμμής παραλία και αιγιαλός. Προτείνεται επίσης η κατασκευή ενός μικρού τουριστικού καταφυγίου για 50 περίπου σκάφη. Η απαιτούμενη θαλάσσια λεκάνη θα έχει εμβαδόν 8 στρεμμάτων και οι χερσαίες εγκαταστάσεις θα καλύψουν ένα τμήμα του αιγιαλού το οποίο θα εκχωρηθεί σε άλλο τμήμα του γηπέδου. Οι χερσαίες εγκαταστάσεις θα χωροθετηθούν σε γήπεδο 3 στρεμμάτων. Επιπλέον, θα κατασκευασθεί ελικοδρόμιο για την εξυπηρέτηση των ενοίκων του ξενοδοχείου και των οικιών, του οποίου όμως η χρήση θα είναι ελεύθερη και για όποιον άλλο το χρειαστεί, θα ανακατασκευασθεί ο μύλος, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο ναυτικό παρατηρητήριο, προκειμένου να αποτελέσει τουριστικό ορόσημο και πολιτιστικό κέντρο, θα αναδασωθεί η περιοχή η οποία θα είναι ελεύθερα προσβάσιμη στο κοινό, θα γίνει διάνοιξη των μονοπατιών προκειμένου να είναι προσπελάσιμος ο χώρος, θα καθαρίζονται και θα συντηρούνται η παραλία και ο υγρότοπος που και επίσης θα είναι προσβάσιμοι από το ευρύ κοινό και τέλος θα αναδειχθεί και θα προστατευτεί εκτός της χλωρίδας και η πανίδα της περιοχής σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία της Προστασίας της Φύσης. Επιπλέον, θα κατασκευασθούν μονάδα αφαλάτωσης και βιολογικού καθαρισμού προκειμένου να μη διαταχθούν οι φυσικοί πόροι της περιοχής.
Αναμφισβήτητα, η συγκεκριμένη επένδυση συνολικού ύψους περίπου, 75.000.000 € όσον αφορά το μέρος της κατασκευής, εκτός του ότι θα συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του Α.Ε.Π. της Κέρκυρας, θα δημιουργήσει σημαντικές θετικές εξωτερικές οικονομίες στην περιοχή αλλά και ευρύτερα σε ολόκληρη την Κέρκυρα, η οποίες μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Στη φάση της κατασκευής της επένδυσης θα απασχοληθούν κατά το μεγαλύτερο μέρος κάτοικοι του νησιού (οικοδόμοι, τεχνικοί, κλπ), ενώ μεγάλο μέρος των υλικών θα γίνει η προμήθειά τους από επιχειρήσεις του νησιού. Στην φάση λειτουργίας της επένδυσης θα απασχοληθούν Κερκυραίοι ξενοδοχοϋπάλληλοι και οι προμήθειες των αναλωσίμων και των τροφίμων θα προέρχονται και από Κερκυραϊκές επιχειρήσεις. Συνεπώς, θα υπάρξει αύξηση της απασχόλησης.
Επίσης, μέσω της συγκεκριμένης Επένδυσης η Κέρκυρα μπαίνει δυναμικά στον τουριστικό χάρτη της πολυτελούς διαμονής, με ότι συνεπάγεται αυτό για τα διαφήμιση και τη προβολή του νησιού στα εγχώρια και διεθνή Μ.Μ.Ε, ενώ ανοίγει και ο δρόμος και για νέες σχετικές επενδύσεις στο μέλλον, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αναβάθμιση του Τουριστικού προϊόντος που διαθέτει η Κέρκυρα στη διεθνή αγορά, δεδομένου ότι στην υπάρχουσα οικονομική συγκυρία το κράτος αδυνατεί να συμβάλει σε τέτοιου είδους επενδυτικά σχέδια.
Τέλος, η συγκεκριμένη επένδυση, δεν αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις υφιστάμενες τουριστικές μονάδες που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή αφού το target group επισκεπτών που θα απευθύνεται θα είναι εντελώς διαφορετικό.
Με τα δεδομένα αυτά το Π.Τ. Ιονίων Νήσων του Ο.Ε.Ε. τάσσεται υπέρ της επένδυσης από την Εταιρεία NCH Capital συνολικής αξίας 100.000.000 € περίπου, στην περιοχή του Ερημίτη, στην Βορειανατολική Κέρκυρα και καλεί τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες να διασφαλίσουν την πιστή τήρηση του επενδυτικού σχεδίου που παρουσίασαν οι εκπρόσωποι της Εταιρείας.