Ο επετειακός λόγος της 25ης Μαρτίου, στην Μητρόπολη Κέρκυρας την 25η/3/2017, από τον Κώστα Βέργο , διευθυντή του 2ου ΕΠΑΛ, υπό τον τίτλο «Η επανάσταση της κλεφτουριάς».
Ας μεταφερθούμε νοερά και ψυχικά στις μέρες εκείνες ως εάν να μη γνωρίζουμε την τελική έκβαση των γεγονότων. Ας μη διαβάζουμε, για λίγο, την ιστορία με την υπεροψία τής εκ των υστέρων γνώσης. Ας διαβάσουμε, για λίγο, την ιστορία με την αγωνία, με τα αισθήματα ενθουσιασμού αλλά και φόβου, με την ψυχική ένταση της έσχατης διακινδύνευσης. Ο χρόνος τότε δεν ήταν ο άνετος σημερινός χρόνος ενός γραφείου, αλλά ο συμπυκνωμένος χρόνος των διαρκών εκβιασμών και των καθημερινών κρίσιμων αποφάσεων. Η ενδεχόμενη αποτυχία εκείνο τον καιρό σε εκείνες τις συνθήκες δεν σήμαινε απλώς την απώλεια ζωής.
Σαν σήμερα, πριν 196 χρόνια, η χώρα μας έβγαινε από ένα βαθύ σκοτάδι αιώνων, για να μπει σε μια περιπέτεια, που, με ελπίδες αλλά και με φόβους και ανασφάλειες, θα οδηγούσε σε νίκες και σε ήττες, σε σύμπνοιες και εμφυλίους, σε χαρές και λύπες, σε νεκρούς αδελφούς και αδελφές, σε διαπερασμένους από σούβλα γιούς και σε κόρες του Ζαλόγγου. Η ελευθερία, τώρα πια, θα κατακτάτο κυριολεκτικώς πάση θυσία. Δεν υπήρχε δρόμος γυρισμού. Όταν, με δεδομένες τις βουλές Μέτερνιχ και Μεγάλων Δυνάμεων, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι αυτό της συντριβής και του φρικώδους, μαρτυρικού θανάτου στην Αλαμάνα, τότε παίρνονται οι πιο παράλογες αποφάσεις, δηλαδή οι ηρωικές.
Όσοι συμβιβασμοί και αν έγιναν, όσο τελικώς και αν σκίασε την Επανάσταση ο εμφύλιος και η αλληλοσφαγή, ουδόλως διαγράφεται από την μνήμη η στιγμή κατά την οποίαν ο εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσών Παπαφλέσσας γίνεται ο μέγας άγιος στο Μανιάκι. Όσα «καπάκια» και αν έκαναν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Καραϊσκάκης, αυτοί ακριβώς είναι που δείχνουν τον δρόμο της υπέρβασης και της ανάτασης. «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα, έχω σκοπό να γίνω άγγελος.» Τα λόγια του Καραϊσκάκη.
Διάβολοι που έγιναν άγιοι ήσαν οι ήρωες της εθνικής μας επανάστασης, οι Κλέφτες κι οι Αρματολοί. Οι διαβολές των μετανεωτερικών ιστορικών βασίζονται στην υπόθεση της δήθεν πανοπτικής θέασης των πραγμάτων, που, ενώ νομίζει ότι είναι πανοπτική (ότι δηλαδή τα βλέπει όλα), δεν βλέπει μπροστά της το κυριότερο: τον άνθρωπο ως μη δυνάμενο να τα βλέπει όλα, τον άνθρωπο ως σάρκα και ιδρώτα, τον άνθρωπο ως διαρκή ανησυχία για ένα μέλλον που δεν μπορεί ποτέ να προβλέψει, τον άνθρωπο που ενίοτε, και ίσως μετά από πολλούς δισταγμούς, αποφασίζει να γίνει, από διάβολος, άγγελος.
Στρατεύθηκαν πολλοί στον Αγώνα. Υποχώρησαν κάποτε. Κάποιοι πρόδωσαν. Μα αυτά είναι συνυφασμένα με κάθε μεγάλο αγώνα, με κάθε μεγάλο άλμα προς το μέλλον. Αυτή είναι η βαθειά ανθρώπινη ιδιότητα. Αλλοίμονο αν σήμερα, στο όνομα ενός αποστειρωμένου συμψηφισμού ιστορικών γεγονότων, σβήσουμε από την εθνική μας μνήμη τις στιγμές αγιότητας του Καραϊσκάκη, του Κολοκοτρώνη, του Μάρκου Μπότσαρη, του Νικηταρά, της Μπουμπουλίνας, του Κανάρη και αυτού ακόμη του Μιαούλη που θα πυρπολούσε αργότερα το ισχυρότερο Ελληνικό πλοίο, στην τραγωδία που θα ακολουθούσε.
Αποκοτιά και υπέρβαση ήταν η Ελληνική Επανάσταση, όχι Ορθός Λόγος, ρασιοναλισμός. Ενίοτε οι ποιητές ξεπερνούν τους φιλοσόφους. Μπάιρον, Πούσκιν, Βίλχελμ Μίλερ, Βίκτωρ Ουγκώ ύμνησαν την Ελληνική Επανάσταση. Το 1825, στην Νέα Υόρκη, γράφεται από τον Φιτζ Γκριν Χάλεκ το ποίημα «Μάρκος Μπότσαρης». Εμπνευστής του γεμάτου αισθήματα απελευθερωτικού Ευρωπαϊκού ρομαντικού κινήματος είναι το 1821. Υπέρ των εθνών, κατά των αυτοκρατοριών.
Βαθιά είναι χαραγμένοι οι στίχοι του εθνικού μας ποιητή για το ελεύθερο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ήταν άνοιξη, όπως ξέρετε, και οι ήρωες – που δεν ήσαν άγγελοι μα που σύντομα θα γίνονταν άγγελοι – είχαν να αναμετρηθούν με μια εσωτερική δοκιμασία. Ήταν ο έρωτας κι ο Απρίλης που στήσανε χορό και γλεντούσανε τριγύρω, όπως το συνηθίζανε από παλιά. Κι αυτοί, οι ήρωες-άγγελοι, ανάμεσα σε άνθη και σε άρματα, είχαν ένα ακόμη δίλημμα να λύσουν. Και θα το έλυναν με ακόμη περισσότερο έρωτα και χορό, ακολουθώντας τον δρόμο της ιστορικής Εξόδου. Από εκείνες τις μέρες μέχρι τις μέρες μας και μέχρι τις μέρες των παιδιών των παιδιών μας, η έξοδος αυτή θα ζει ως έξοδος, έρωτας, τραγούδι, χορός στις καρδιές των ποιητών και θα κάνει τους μη-ποιητές ποιητές κι αυτούς.
Κώστας Βέργος