Διαβάστε την τοποθέτηση του βουλευτή Κέρκυρας του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Παυλίδη στην Ολομέλεια της βουλής για την Κύρωση του Προυπολογισμού του 2018.
Αναλυτικά, σύμφωνα με το δελτίο τύπου:
Η πολιτική την οποία εφάρμοσε η Κυβέρνηση το 2015 ήταν μονόδρομος, με το δεδομένο πολιτικό περιβάλλον ισχυρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κυριαρχεί στην Ευρώπη, με ισχυρούς αρνητικούς πολιτικούς συσχετισμούς και με μια πολύ κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Την άποψη αυτή μετέφερε ο βουλευτής Κερκύρας του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Παυλίδης κατά την ομιλία του στη Βουλή το βράδυ της Τετάρτης, ενόψει της κύρωσης του κρατικού Προϋπολογισμού 2018, σημειώνοντας ότι δεν υπήρξε εναλλακτική πολιτική πρόταση που να ήταν οικονομικά αντιμετωπίσιμη, κοινωνικά βιώσιμη και πολιτικά εφικτή, και πολύ περισσότερο εγκεκριμένη πολιτικά από την κοινωνία. Αυτό το δίλημμα απαντήθηκε στις δεύτερες εκλογές τον Σεπτέμβρη του ’15 με ένα τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, κατατεθειμένο πάνω στην κάλπη.
Ο Κ. Παυλίδης αναφέρθηκε στα πέντε κομβικά σημεία της πολιτικής που επέλεξε να εφαρμόσει η παρούσα Κυβέρνηση, παραμένοντας αξιόπιστη και κοινωνικά προσιτή. «Το πρώτο είναι να υλοποιήσεις το πρόγραμμα, να σεβαστείς τις υπογραφές σου, να διαμορφώσεις τους όρους της δημοσιονομικής προσαρμογής και τους όρους ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, να υλοποιήσεις ένα πολιτικό πρόγραμμα που να κρατήσει ζωντανή την κοινωνία, να ενισχύσεις την υγεία, να ενισχύσεις την παιδεία, να έχεις μια ενισχυμένη κοινωνική πολιτική. Τρίτον, να περνάς τις εξετάσεις-αξιολογήσεις. Τέταρτον να προσπαθείς να κάνεις δοκιμαστικές εξόδους στην αγορά, ώστε να ανακτήσεις την εμπιστοσύνη και στην ελληνική οικονομία και στη χώρα συνολικά. Και πέμπτον, να έχεις μια έξοδο από τα μνημόνια και από τα προγράμματα, ώστε να έχεις μια αλλαγή μίγματος, να μην έχεις πιστοληπτική γραμμή στήριξης και να μην έχεις νέα μέτρα στο κλείσιμο του μνημονιακού προγράμματος».
Αναλύοντας τι από όλα αυτά υλοποίησε η Κυβέρνηση, ο Κ. Παυλίδης ανέφερε: «Υλοποιήσαμε και υλοποιούμε το πρόγραμμα με δημοσιονομική υπευθυνότητα. Είμαστε εντός των στόχων, διαμορφώνουμε πλεονάσματα υψηλά και αντιμετωπίζουμε τα μεγέθη της οικονομίας με τους όρους που οφείλουμε, υπογράφουμε και υλοποιούμε τις μεταρρυθμίσεις. κάποιες ήταν θετικές, κάποιες ήταν αναγκαίες και κάποιες ήταν αναγκαστικές και δεν ήταν πολιτική μας επιλογή, ανακτούμε την αξιοπιστία στο αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας και στην εμπιστοσύνη της χώρας, διαμορφώνουμε μια ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, που σαφέστατα περιλαμβάνει και δύσκολα μέτρα».
Ασκώντας οξεία κριτική στις προηγούμενες Κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σε σχέση με ό,τι παρέλαβε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2014, ο βουλευτής Κερκύρας υπογράμμισε ότι «το πλεόνασμα όφειλε να ήταν 1,5% και φέρατε ένα πλεόνασμα 0,2% στο τέλος του 2014, εφτά φορές κάτω από τους στόχους, ένα δημοσιονομικό κενό 1,3% του ΑΕΠ, δηλαδή 2,2 δισ. ευρώ. Εκτροχιάστηκε απόλυτα το πρόγραμμα. Η έκθεση του ΔΝΤ τον Απρίλιο του 2014 είναι ξεκάθαρη. Αναφέρει ο συντάκτης της έκθεσης ότι το πρόγραμμα τον Ιούλιο του 2014 εκτροχιάστηκε απόλυτα. Φέρατε πλεονάσματα τα έτη 2015-2018, 3% για το 2015, 4,5% για το 2016, 4,5% για το 2017, 4,2% για το 2018. Συνολικά, είναι 16,2% του ΑΕΠ, δηλαδή 29,2 δισ. ευρώ, όταν με τη δική μας διαπραγμάτευση τα πλεονάσματα αντίστοιχα ήταν -0,25%, 0,5%, 1,75% και 3,5% ήταν συνολικά ύψους 5,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 9,9 δισ. ευρώ. Καταφέραμε, δηλαδή, να απελευθερώσουμε έναν δημοσιονομικό χώρο και να εξοικονομήσουμε κοντά στα 20 δισ. ευρώ.
Τι κάνουμε με αυτά; Ακριβώς το δεύτερο καθήκον που οφείλαμε να κάνουμε. Ενισχύσαμε την κοινωνική πολιτική το 2015 με έκτακτα μέτρα ανθρωπιστικής κρίσης 100 εκατομμύρια, το 2016 με πιλοτική εφαρμογή του κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης στα 270 εκατομμύρια, το 2017 με πλήρη εφαρμογή του κοινωνικού επιδόματος αλληλεγγύης στα 720 εκατομμύρια και το 2018 τα μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης και τα μέτρα καταπολέμησης της φτώχειας στο 1 δισεκατομμύριο συν 300 εκατομμύρια ευρώ από πέρυσι. Από τα 100 εκατομμύρια στο 1 δισεκατομμύριο.
Παίρνοντας υπ’ όψιν και τις μελέτες για την παιδική φτώχεια, φέρνουμε μπροστά τα θετικά αντίμετρα στο 2018 με τα σχολικά γεύματα, την επέκταση των βρεφονηπιακών σταθμών και κυρίαρχα την αύξηση των οικογενειακών επιδομάτων μέχρι 40%.
Θα υπάρξει αύξηση των οικογενειακών επιδομάτων σε 680.000 οικογένειες, από τις 800.000, σε τρεις ζώνες εισοδηματικών κριτηρίων με λαϊκά, ταξικά χαρακτηριστικά, ενισχύοντας τα επιδόματα από το πρώτο παιδί.
Δεύτερον, έχουμε ένταση της απασχόλησης, προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης και της ανάπτυξης, θέτοντας έτσι τρεις τριμηνιαίες σταθερές αναπτύξεις στη χώρα. Ταυτόχρονα ο ΟΑΕΔ κάνει προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης ρίχνοντας την ανεργία από το 28% στο 20%. Φιλοδοξούμε το 2018 να πέσει αρκετά κάτω από το 20%.
Σχετικά με την υγεία και την παιδεία, ενισχύσαμε τις δομές και το προσωπικό και ταυτόχρονα εντάξαμε στο σύστημα δύο εκατομμύρια ανασφάλιστους. Επειδή αυτά δεν ακούγονται πολύ εύκολα, το να συνειδητοποιήσει κάποιος δηλαδή το μέγεθος του κόστους αυτής της ιστορίας, επειδή αγαπάτε πολύ τους ελεύθερους επαγγελματίες, να σας θυμίσω ότι με 5.000 ευρώ οφειλή στο ΤΕΒΕ στέλνατε στο αυτόφωρο τον ελεύθερο επαγγελματία. Η πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών είναι οι ανασφάλιστοι, δεν είναι οι μισθωτοί. Ο ελεύθερος επαγγελματίας, με έναν αριθμό ΑΜΚΑ, πηγαίνει και παίρνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που δικαιούται. Αυτά, για να καταλάβετε τη διαφορά της σχέσης μας.
Έχουμε σταθερή απόδοση του κοινωνικού μερίσματος για δύο χρόνια. Κυρίως ενισχύσαμε αυτούς που πραγματικά έχουν πληγεί από τα μέτρα και έχουν τη μικρότερη αντοχή στην κρίση σήμερα και είναι οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι μισθωτοί».
Όσον αφορά στο πλεόνασμα, επανέλαβε ότι αποτυπώνει τη φορολογική πολιτική της χώρας. «Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τα αδήλωτα εισοδήματα τα οποία απέδωσαν 711 εκατομμύρια ευρώ και την απόδοση του ΕΦΚΑ που έφερε 1,1 δισ. ευρώ, απαιτώντας λιγότερη απορρόφηση από τον κρατικό Προϋπολογισμό». Και πρόσθεσε ότι «το πλεόνασμα δεν είναι υπόθεση υπερφορολόγησης, αλλά αξιοποίησης και των δημόσιων δαπανών, δηλαδή εξορθολογισμού, αλλά και απόδοσης του ΕΦΚΑ».
Παρατήρησε, επιπλέον, ότι η παρούσα Κυβέρνηση σημείωσε θετικές αξιολογήσεις, θυμίζοντας ότι οι αξιολογήσεις της προηγούμενης Κυβέρνησης είχαν παγώσει, ενώ παράλληλα «θα έχουμε καθαρή έξοδο από τα μνημόνια με χαμηλότερο κόστος δανεισμού, κοντά στο 8,25% το 2015 και σήμερα στο 4,5%».
Τέλος, ο Κώστας Παυλίδης δεν άφησε αναπάντητο το «κρεσέντο καταστροφολογίας» των δύο βασικών εισηγητών της Αντιπολίτευσης κ.κ. Δένδια και Κουτσούκου: «Το να ακούω τον κ. Δένδια με ένα ύφος “θεατράλε” να μιλάει για τον πλούσιο ή τον φτωχό, να λέει “φέρνετε τόσους φόρους και τόσους φόρους” και να τα επαναλαμβάνει με ένα λαϊκίστικο στιλ καφενείου, νομίζω ότι δεν τιμά κανέναν. Είχαμε μια υποχρέωση να αυξήσουμε τα έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τη φορολογία, κατά 1% του ΑΕΠ, 1,8 δισεκατομμύρια δηλαδή. Το αν θα το κάνουμε με έναν φόρο ή με εκατό φόρους για την κοινωνία δεν έχει σημασία. Όμως, ο επιμερισμός των φόρων σε περισσότερα φορολογικά πεδία ευνοεί περισσότερο ένα λαϊκό νοικοκυριό. Αυτό οφείλει να το καταλάβει. Η λογική της επανάληψης των τίτλων των φόρων δεν έχει κανένα νόημα.
Άκουσα, επίσης, και τον κ. Κουτσούκο να μιλά για τους ελεύθερους επαγγελματίες ξεχνώντας ότι “δολοφόνησαν” τους ελεύθερους επαγγελματίες. Μιλώντας, όμως, για το 25% των ελεύθερων επαγγελματιών, ξεχνά το άλλο 75% των ελεύθερων επαγγελματιών που ευνοήθηκε φορολογικά και ασφαλιστικά, γιατί πληρώνει 167 ευρώ ΕΦΚΑ τον μήνα, όταν πλήρωνε το δίμηνο 800 ευρώ και 900 ευρώ στο ΤΕΒΕ και το γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Το 25% των ελεύθερων επαγγελματιών συμπιέστηκε. Δεν το ξεχνάμε καθόλου αυτό και οφείλουμε πολύ γρήγορα με βάση τη ρήτρα ανάπτυξης να το αποκαταστήσουμε».
Ο βουλευτής Κερκύρας του ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε την ομιλίας του, συνεχίζοντας να ασκεί δριμεία κριτική στην αξιωματική Αντιπολίτευση: «Η πολιτική σας μου θυμίζει τα λόγια ενός Σκωτσέζου λόγιου, ο οποίος έλεγε ότι η στατική επιστήμη και τα νούμερα για κάποιους ανθρώπους είναι περίπου σαν την κολώνα του φωτισμού για τον μεθυσμένο: δεν είναι για να φωτίζεται, αλλά για να στηρίζεται. Σας προτείνω απλώς να συνέλθετε στην πολιτική σας κριτική και να σέβεστε περισσότερο τα νούμερα τα οποία έρχονται στη Βουλή».