Ομιλία της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Φωτεινής Βάκη στη Βουλή κατά τη συζήτηση και ψήφιση του σχεδίου νόμου για τα «Μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Συζητάμε σήμερα ένα σημαντικό νομοσχέδιο, το οποίο συμβάλλει ουσιαστικά στην ενίσχυση των ψηφιακών υποδομών της χώρας. Ένα νομοσχέδιο, για το οποίο η πολιτεία αποκτά σημαντικά εργαλεία για την καταπολέμηση του ψηφιακού αποκλεισμού. Είναι θετικό που το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στηρίζουν και άλλες πτέρυγες της Βουλής και σε αυτή την κατεύθυνση δεν θα ήθελα να αναλώσω το χρόνο μου σε αντιδικίες με συναδέλφους της αντιπολίτευσης. Εντούτοις, δεν θα μπορούσα να μην υπογραμμίσω ότι το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμη λιθαράκι στον εκσυγχρονισμό της ψηφιακής πολιτικής που ξεκίνησε αυτή η κυβέρνηση. Ακούστηκαν σχόλια περί καθυστερήσεων, περί έλλειψης σχεδιασμού στα θέματα ψηφιακής πολιτικής και θα ήθελα πραγματικά να αναφερθώ σε μια σειρά από δεδομένα, τα οποία είναι φυσικά γνωστά σε όλους μας.
Ποια ήταν, κύριες και κύριοι συνάδελφοι, η ψηφιακή πολιτική της χώρας όλο το προηγούμενο διάστημα πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση; Προφανώς θα τα θυμάστε όλοι. Η Ελλάδα το 2013 ήταν μια φτωχή ψηφιακά χώρα, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας. Τι έκανε λοιπόν η προηγούμενη κυβέρνηση για να θεραπεύσει, υποτίθεται, αυτή την υστέρηση; Να θυμίσουμε μερικά πράγματα:
Η πρώτη κίνηση ήταν να κλείσει την ΕΡΤ και να φράξει την πρόσβαση των πολιτών στο ελεύθερο ψηφιακό τηλεοπτικό φάσμα. Η τεράστια ψηφιακή υποδομή της ΕΡΤ ακυρώθηκε και η ψηφιακή εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έπαψε.
Η δεύτερη κίνηση ήταν να εκχωρήσει όλο το ψηφιακό πακέτο στη Digea, με συμβατικούς όρους που δεν υποχρέωναν τους μεγαλομέτοχους καναλάρχες της κοινοπραξίας να παράσχουν ψηφιακό σήμα σε ολόκληρη την Ελλάδα παρά την ορεινότητα και τη νησιωτικότητα της χώρας, για την προστασία της οποίας υποτίθεται μάχονταν τόσο πολύ τα τότε κόμματα της συγκυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να είναι αποκλεισμένες ολόκληρες περιοχές από το τηλεοπτικό ψηφιακό φάσμα, με το κόστος σύνδεσης να μεταφέρεται στους ίδιους τους πολίτες, προς όφελος βεβαίως των επιχειρήσεων που παρέχουν τις εν λόγω συνδέσεις.
Τι κάναμε σε αντίθεση εμείς. Όλα είναι γνωστά, δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί κάτι καινούριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανασυγκρότησε τη ψηφιακή πολιτική της χώρας ξεκινώντας από την αποκατάσταση της λειτουργίας της ΕΡΤ. Ταυτόχρονα, δρομολογήσαμε τη δημιουργία του ανεξάρτητου ψηφιακού δικτύου της δημόσιας τηλεόρασης, ώστε να μπορούν όλα τα νοικοκυριά, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ελλάδας, να έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση. Τις πολιτικές αυτές βεβαίως τις πολέμησε λυσσαλέα η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία θυσίασε τη ψηφιακή πολιτική στον βωμό των απολύσεων και των συμφερόντων των καναλαρχών.
Και στο διοικητικό επίπεδο, όμως, το έργο που επιτελέστηκε ήταν σημαντικό. Δημιουργήθηκαν από το μηδέν οι διοικητικές δομές εκείνες, που ήταν απαραίτητες για την εφαρμογή μίας προοδευτικής και σύγχρονης ψηφιακής πολιτικής, οι απαραίτητες Γενικές Γραμματείες, οι οποίες όχι μόνο απαντούν αποτελεσματικά στις κρίσιμες διοικητικές ανάγκες αλλά και διασφαλίζουν την απορρόφηση σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων για την ενίσχυση της ψηφιακής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτού του σημαντικού έργου δημιουργήθηκε, τέλος, και το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, καθιστώντας έτσι τον κρίσιμο αυτό τομέα αυτόνομο διοικητικά και δημιουργώντας τις βάσεις για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων παρεμβάσεων στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Με το παρόν νομοσχέδιο, λοιπόν, γίνεται ένα βήμα ακόμη στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της ψηφιακής ένδειας. Με τη μείωση του κόστους εγκατάστασης των υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι πολίτες θα αποκτήσουν ευκολότερη και φθηνότερη πρόσβαση στο διαδίκτυο και στις εφαρμογές του. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι και με αυτό το νομοσχέδιο, όπως και με μια σειρά άλλων παρεμβάσεων και σε νομοθετικό και σε διοικητικό επίπεδο, η ψηφιακή πολιτική γίνεται η βάση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, συμβάλλοντας στην πρόοδο σε τομείς από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες μέχρι τη γεωργία, τη βιομηχανία αλλά και τη διαστημική τεχνολογία, η οποία δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα για την αντιπολίτευση, αν κρίνει κανείς από τις αντιδράσεις της στους σχετικούς σχεδιασμούς.
Δεν είχα σκοπό να αναφερθώ στα θέματα της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας. Εντούτοις, επειδή ακούστηκαν διάφορα ιδιαίτερα από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιτρέψτε μου πολύ σύντομα να σημειώσω τα εξής: Θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμιστεί ότι σε μία εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, η προσπάθεια της κυβέρνησης δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την κατάληξη των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων σε μία συμφωνία εντός του κοινοτικού κεκτημένου και κυρίως σε μία συμφωνία, η οποία θα επιτρέψει την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνία όρθια.
Αυτή τη στιγμή διεξάγεται μία εξαιρετικά κρίσιμη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Στη συζήτηση αυτή η Ελλάδα επιδιώκει να εγγράψει ρητά στην κοινή Διακήρυξη των ηγετών στη Ρώμη για τα 60 χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ζήτημα του σεβασμού του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου.
Εσείς λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αντιπολίτευσης, δυστυχώς φαίνεται να αντιμάχεστε λυσσαλέα το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο. Αντιμάχεστε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στηρίζετε το έκτος ευρωπαϊκού πλαισίου αίτημα του ΔΝΤ για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Άλλωστε εσείς τα νομοθετήσατε όλα αυτά για πρώτη φορά και τώρα είστε οι θιασώτες αυτού του άγριου νεοφιλελεύθερου μοντέλου εντός της χώρας.
Να απευθύνω επομένως ευθέως το ερώτημα, θα έχετε την ευκαιρία μετά να απαντήσετε. Στηρίζετε την προσπάθεια της Ελλάδας για ρητή αναφορά στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, της αρχής του σεβασμού της προστασίας του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου; Δεν σας άκουσα να απαντάτε σε αυτό το θέμα. Συμφωνείτε στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο; Χρήσιμο θα ήταν μας το πείτε, κυρίως για να το ακούσει ο ελληνικός λαός.
Η δική μας η στάση στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης είναι ξεκάθαρη. Τα όρια μας, τα όρια της διαπραγμάτευσης είναι τα όρια που θέτει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και το ίδιο υποστηρίζουν και πολλοί συντελεστές των ευρωπαϊκών θεσμών. Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για αποκατάσταση του ευρωπαϊκού δικαίου και των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών στο εργασιακό δίκαιο. Θα συνεχίσουμε να μαχόμαστε για την κοινωνική προστασία των αδυνάτων, θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με γνώμονα τη δίκαιη ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο. Οι αρχές αυτές, ξέρετε, πολλές φορές δεν ακούγονται ιδιαίτερα ευχάριστα σε διάφορους νεοφιλελεύθερους κύκλους. Άρα ας μην παριστάνουν και τους υπερεπαναστάτες κάποιοι σε αυτή την αίθουσα. Διότι, ο κ. Σόιμπλε, ο κ. Βέμπερ, ο κ. Φιγιόν και όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί συγγενείς σας δεν βρίσκονται στην ίδια μεριά του τραπεζιού με την Ελλάδα. Είναι παραδοσιακά απέναντι στα δικαιώματα του ελληνικού λαού.
Εσείς, λοιπόν, κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να διαλέξετε με ποιους είστε, με τους συντηρητικούς πολιτικούς συντρόφους σας ή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο; Με το ΔΝΤ και τον Σόιμπλε ή με τα κοινωνικά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια στην εργασία; Καλό θα ήταν τις απαντήσεις αυτές να τις δώσετε και να τις δώσετε σύντομα, όχι γιατί σας τις ζητάμε εμείς, αλλά για να τις ακούσει ο ελληνικός λαός ο οποίος έχει καταλάβει την αμηχανία σας και ξέρει ότι στο παρελθόν εσείς ήσασταν πάντα πρόθυμοι για όσα ζητούν οι δανειστές και για άλλα τόσα.