Ήταν όλοι στο δρόμο. Έστω για δυο ώρες. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους, δεν συναντιούνται πάντα ο θυμός του ενός με την απελπισία ή την επιθυμία του άλλου. Ούτε έχει σημασία να εξηγήσουμε τους λόγους. Ο καθένας πάντα διαλέγει την ερμηνεία που του ταιριάζει. Ή τον βολεύει, το ίδιο είναι.
Χθες στο δρόμο ήταν οι φίλοι μου. Όχι αυτοί που πορευόμαστε μαζί, είκοσι χρόνια τώρα, σε πορείες απελπισίας, μονοπάτια δύσβατα, ερημιές σκοτεινές, κάτω από τα βλέμματα της ειρωνείας, της συγκατάβασης, της χλεύης. Ήταν και αυτοί. Αλλά χθες ήταν και οι άλλοι. Αυτοί που ομοληγημένα ή όχι μου ανέθεταν να τους εκπροσωπήσω. Αλλά και αυτοί που μου πέταγαν κατάμουτρα το “καλά πώς δεν βαριέσαι;”
Εγώ δεν ήμουνα εκεί. Για μια φορά αποφάσισα να βγω από τον δρόμο, να πάρω την απόστασή μου, να δω την εικόνα από ψηλά, από μακριά, να καταλάβω τι δεν βλέπω, ποιες ομορφιές ή κακοτοπιές κρύβει το κεφάλι του μπροστινού μου, ποια μηνύματα σκεπάζει η φωνή μου, ποια χνάρια ποδοπατάω κοιτάζοντας μπροστά.
Όχι δεν αντέχουν. Και πολύ που άντεξαν πέντε χρόνια, εγώ τα τίναξα πολύ νωρίτερα, όπως και πολλοί άλλοι. Τώρα ήρθε η ώρα και αυτών που πέντε χρόνια τρώνε από τα έτοιμα και που έξυσαν τη δική τους κατσαρόλα μέχρι που τρύπησε. Ο ένας κλείνει τα βιβλία -της επιχείρησης εννοώ- ο άλλος κλείνει το γραφείο, ο παράλλος ετοιμάζεται κι ο τέταρτος έχει βάλει κάτω τον χάρτη και το google, για μαθήματα επαγγελματικής γεωγραφίας . Κι όλοι μαζί γράφουν τον δικό τους “θάνατο του εμποράκου”. Μόνο που μπλέχτηκαν οι ρόλοι, τα ναι και τα όχι, οι κήνσορες και οι θεράποντες, οι κλέφτες και οι αστυνόμοι, οι μαστρωποί με τους ποιητές. Αυτό είναι το μήνυμα. Και συμβαίνει όταν η “τάξη” κατεβαίνει στο δρόμο.
Ήταν πολλοί στο δρόμο, πάρα πολλοί. Δεν ήταν οι φτωχοί. Αυτοί έχουν βγει από το κάδρο δυο τρία χρόνια πριν. Ήταν αυτοί που νιώθουν πια την φτώχεια να απειλεί τους ίδιους. Έτσι είναι. Ο καθένας με την σειρά του και μόνο όταν απειλείται ο ίδιος. Δεν τους ένωνε, όμως, μόνο ο φόβος μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο. Ήταν και η διάψευση της προσδοκίας, η κατάρρευση της ελπίδας , αλλά και η βαθιά αίσθηση του αδιεξόδου, το αίσθημα της ήττας για μια ακόμα απογοήτευση, ήττας που φαντάζει τελεσίδικη, καθώς κοιτάζουν γύρω τους και δεν αναγνωρίζουν πια σωτήρα ούτε σχέδια α,β,γ…χ. Φυλακή.
Και τώρα που οι σωτήρες εξαφανίσθηκαν, τώρα που η αναμέτρηση γίνεται πόντο-πόντο, γραμμή με τη γραμμή, παράγραφο-παράγραφο, σε ερμητικά κλειστές αίθουσες που αναδίνουν την μπόχα του χρήματος, με αντιπάλους πολύ υπέρτερους, πολύ λίγους συμμάχους και ελάχιστους υποστηρικτές τι κάνουμε; Τώρα που οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί αποδείχτηκαν ισχυρότεροι από τα θέλω μας, οι απειλές ότι θα πέσουμε στον γκρεμό, αλλά θα σας πάρουμε μαζί μας δεν ανησυχούν κανέναν, και τα μαθήματα αλληλεγγύης, διαφωτισμού και δημοκρατίας δεν διδάσκονται πια στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τα κολλέγια που έδωσαν πτυχία –αν έδωσαν- στους υπαλλήλους του eurogroup τι γίνεται; Τώρα που το ανάκτορο των Βρυξελλών αποδείχτηκε ανθεκτικότερο του τείχους της Ιεριχούς ποιος θα βάλει μπροστά το νέο σχέδιο; ποιος θα έχει το θάρρος να παραδεχθεί ότι η εποχή δεν ενδείκνυται για ήρωες, για σταρ, για επαναστάτες που κραδαίνουν λάβαρα σε γεμάτες πλατείες και θυσιάζουν γαρύφαλλα στους προγόνους; Και μη μου πείτε για νέες «εξόδους» και πυρπολικά. Αυτά θέλουν στρατό και αυτοθυσία. Πώς θα μάθουμε να ζούμε χωρίς ήρωες και προδότες; Πότε θα καταλάβουμε ότι η πραγματικότητα δεν χωράει πάντα στα καλούπια μας; Γι’ αυτό λέω ότι μέχρι να τα αποφασίσουμε όλα αυτά, δεν έχουμε παρά να διαμαρτυρόμαστε ετεροπροσδιοριζόμενοι και φυλάγοντας τα νώτα μας από τους λύκους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας έτοιμοι να επιβάλουν την κυριαρχία τους. Αποκαλύπτοντας την απάτη τους. Αυτή είναι η στιγμή και κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει από αυτήν.
Τελευταία σχόλια