Συχνά στα πρόσφατα σημειώματά μου έχω αναφερθεί στον περίφημο αφορισμό του Α. Γκράμσι ότι ‘’ ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο νέος δεν έχει ακόμη γεννηθεί…’’ Η συμπυκνωμένη αναλυτική δύναμη της ρήσης καθορίζει την επικεφαλίδα του τόμου της κατάστασης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Κάτω απ΄ αυτήν μπορούν να καταγραφούν άπειρες αναλύσεις, σκέψεις, ερμηνείες και συλλογισμοί που αφορούν τα παρελθόντα και τα μέλλοντα στο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι της μετα- μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Καλό και χρήσιμο θα είναι ν’ αναστοχαστούμε τι συνέβη τα προηγούμενα 40 χρόνια. Ποιες οι ορθές συλλογικές μας επιλογές, ποια τα λάθη και οι παραλείψεις, που είχαν ως συνέπεια να βρεθούμε απροετοίμαστοι μπροστά στη θεομηνία. Το καινούργιο τώρα κυοφορείται. Η μορφή και η βιωσιμότητά του θα εξαρτηθούν από την ορθή κατανόηση του παρελθόντος.
Η Ελλάδα το 1974 εισέρχεται στη μεταπολίτευση κουβαλώντας μια σοβαρή κοινωνική και πολιτική παθογένεια. Οι μισοί έλληνες είναι αποκλεισμένοι από το δημόσιο τομέα και την ευχερή εξεύρεση εργασίας ακόμη και στον ιδιωτικό, εξαιτίας πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων. Ένα έλλειμμα δημοκρατίας που αρχίζει να εκλείπει μετά το 1981. Είναι η εποχή που αρχίζουν να ενσωματώνονται ισότιμα στην ελληνική κοινωνία τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αυτοί που αποκλήθηκαν μη προνομιούχοι έλληνες. Οι οικονομικά αδύναμοι ενισχύονται και το κράτος πρόνοιας συνδράμει αυτούς που έχουν περισσότερο ανάγκη. Τούτο συνιστά σημαντική κοινωνική αλλαγή που έχει καταξιωθεί ιστορικά στη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού.
Κατά την εξέλιξη όμως αυτής της διαδικασίας δημιουργούνται τα επόμενα χρόνια διαφορετικού τύπου στρεβλώσεις.
Με την υπογράμμιση ότι μια ιστορική αποτίμηση που γίνεται σε χρόνο μεταγενέστερο αυτού, που εξελίσσονται τα γεγονότα, αφαιρεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λαθεμένες ή άδικες εκτιμήσεις, η κοινωνική πίεση και η ένταση της προηγούμενης υστέρησης οδήγησαν σε παρεκκλίσεις και υπερβολές. Αυτές με την σειρά τους στην ενίσχυση του πελατειασμού και του λαϊκισμού.
Διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικροαστικής τάξης, που είναι κυρίαρχη στην Ελλάδα, είναι ο ατομικισμός. Το καθένα από τα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά ενδιαφέρεται πρωτίστως για ‘’την πάρτη’’ του , βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το κοινό συμφέρον. Ο μέσος μικροαστός κοίταζε να κτίσει το ‘’σπιτάκι’’ του-έστω κι αυθαίρετο-, να διορίσει το παιδί του στο Δημόσιο, να τακτοποιήσει τις δουλειές του όπως μπορεί, ν΄ αγοράσει μεγαλύτερο αυτοκίνητο ακόμη κι αν δανειστεί κ.ά. Παράλληλα παγιώνονταν οι νοοτροπίες της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της εισφοροαποφυγής, ενώ το ρουσφέτι, η μικροδιαφθρά και το φακελάκι έδιναν κι έπαιρναν…
Οι κυρίαρχες δυνάμεις του δικομματισμού ανέχτηκαν τα παραπάνω φαινόμενα προκειμένου να έχουν κομματικά και εκλογικά οφέλη. Έτσι όμως αποδυναμώθηκαν θεσμοί, όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Αυτοδιοίκηση, η Δικαιοσύνη, η δημόσια Υγεία και η Παιδεία. Στην κρίση που θα ακολουθούσε θα έδειχναν τις αδυναμίες τους, που επέτειναν τις δυσμενείς συνέπειές της.
Ταυτόχρονα ο συνδικαλισμός απώλεσε σε μεγάλο βαθμό το ακηδεμόνευτο και την ανεξαρτησία του, αφού η πολιτικοκομματική εξουσία του παραχώρησε προνόμια και εξουσιαστικό μερίδιο προκειμένου να τον ελέγχει και ν΄ αποκομίζει ψήφους.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα βρίσκει εύφορο έδαφος ν΄ αναπτυχθεί η υψηλού επιπέδου διαπλοκή με τη διάβρωση της πολιτικής ελίτ από την οικονομική. Η κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης στον τομέα της ‘’ενημέρωσης’’ και η επιρροή που ασκεί στην κοινή γνώμη προσδίδει τεράστια πολιτική ισχύ σ’ αυτούς που την ελέγχουν. Τα πολιτικά ενεργούμενα της μιντιαρχίας με τη συμπεριφορά τους συμβάλλουν στην απαξίωση του πολιτικού προσωπικού. Αριβίστες παντός τύπου, χωρίς αξίες και ιδεολογία, βλέπουν τους μεγάλους κομματικούς χώρους ως τόπους ευκαιρίας για εξουσία και παράνομο πλουτισμό. Ο καθεστωτισμός αρχίζει σε αρκετούς να γίνεται συνήθεια, ενώ η αποχή από την εξουσία προκαλεί στερητικό σύνδρομο. Όταν όμως τα κίνητρα για την ενασχόληση με την πολιτική είναι αυτού του είδους, μοιραία έρχεται η αποϊδεολογικοποίση της πολιτικής, η έκπτωση αρχών και αξιών, ο εκφυλισμός, η απαξίωση και τελικά η κατάρρευση.
Έτσι η οικονομική κρίση που ενέσκηψε μετατράπηκε γρήγορα σε κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική, επιταχύνοντας την πτώση.
Το ζήτημα ασφαλώς είναι τεράστιο και οι παράμετροί του πολύπλοκοι μη μπορώντας ν΄ αναλυθούν στα πλαίσια ενός άρθρου που στοχεύει μόνο να προκαλέσει ερεθίσματα για παραπέρα διερεύνηση.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που θεωρώ πως βγαίνει από τη μερική αυτή ψηλάφηση της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι πως το καινούργιο που τώρα οικοδομείται έχει ανάγκη να στηριχτεί στη σωστή λειτουργία των θεσμών, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν. Οι θεσμοί αποτελούν το ανοσοποιητικό σύστημα κάθε κοινωνίας που την προστατεύει από παθογένειες και στρεβλώσεις. Οι περίφημες μεταρρυθμίσεις- που όλοι τις επικαλούνται ως αναγκαίες- πρέπει να στοχεύουν όχι μόνο στην προστασία , αλλά και στην ενίσχυση του κύρους και της απρόσκοπτης λειτουργίας των θεσμών που με τη σειρά τους θα προασπίσουν αξίες, όπως η ισονομία, η χρηστή διοίκηση, η κοινωνική δικαιοσύνη και η κοινωνική συνοχή.
Από τις επιλογές που θα γίνουν τώρα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον μας.
Τελευταία σχόλια