Η διενέργεια του Δημοψηφίσματος της Κυριακής προέκυψε ως η νομοτελειακή κατάληξη των πολιτικών γεγονότων της περιόδου από τα τέλη του 2014 μέχρι σήμερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προκαλώντας εκλογές, υποσχέθηκε στο λαό κι έλαβε την εντολή στις 25 Γενάρη να επαναδιαπραγματευθεί τις δανειακές συμβάσεις με τους ‘’ θεσμούς’’. Δεσμεύτηκε να πετύχει μια φιλολαϊκότερη συμφωνία που θ’ ανέτρεπε τα δυσβάστακτα υφεσιακά μέτρα. Ταυτόχρονα ήταν ξεκάθαρο ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν ενέκρινε την ρήξη και την έξοδο από την ευρωζώνη.
Αρχικά η ηγετική του ομάδα φαίνεται να μην αξιολόγησε σωστά τους διεθνείς κι ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Υπερεκτίμησε τη δυνατότητά της να επιβάλλει μέσα σ΄ ένα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο περιβάλλον που τελεί υπό πλήρη γερμανικό έλεγχο και καθοδήγηση, τους δικούς της όρους.
Μετά από πέντε μήνες σκληρής διαπραγμάτευσης, χωρίς συμμάχους και διεθνή ερείσματα, αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση ήταν αδύνατο να πετύχει το στόχο της στα πλαίσια της εντολής που έλαβε. Εντωμεταξύ είχε κάνει τόσες υποχωρήσεις, ώστε να είναι αδύνατη η έγκριση της οποιασδήποτε συμφωνίας από τους βουλευτές της συμπολίτευσης. Ακόμη κι η πρόταση των 47 σελίδων και των οχτώ δις που προτάθηκε από την ίδια την κυβέρνηση, δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Η αποδοχή της θ΄ ακύρωνε την πολιτική υπόσταση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για επαχθές Μνημόνιο. Δεδομένου δε ότι εντολή για ρήξη δεν διέθετε η κυβέρνηση, η προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία ήταν μονόδρομος.
Τα περί αντισυνταγματικότητας του δημοψηφίσματος δεν έχουν νομική και πολιτική βάση. Το δημοψήφισμα είναι μέσο αυθεντικής έκφρασης της λαϊκής βούλησης και μάλιστα με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Η οποιαδήποτε τυχόν τυπική ανορθογραφία καλύπτεται από το άρθρο 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι ‘’Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία’’. Τα ίδια υποστήριζα και σε παλαιότερα σημειώματά μου (βλ. ΚΑΘ. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 28-7 και 15-11/ 2011) όταν ο τότε πρωθυπουργός Γ. Α. Παπανδρέου είχε εκδηλώσει την πρόθεση να διενεργήσει δημοψήφισμα, αλλά τελικά υπαναχώρησε. Την άποψή μου είχα εκφράσει και στον ίδιο, με την προτροπή να επιμείνει στη διεξαγωγή του. Αν αυτό είχε συμβεί πίστευα και πιστεύω ότι η κατάσταση τόσο στη χώρα όσο και στο ΠΑΣΟΚ θα ήταν πολύ καλύτερη.
Η απόφαση όμως για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της Κυριακής λήφθηκε καθυστερημένα. Το δημοψήφισμα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί σε κάθε περίπτωση πριν από τις 30 Ιουνίου. Πριν δηλαδή λήξει τόσο η προθεσμία καταβολής των δόσεων στο Δ. Ν. Τ. όσο και η παράταση του προηγούμενου Προγράμματος που συμφωνήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Έτσι θα αντιμετωπίζονταν έγκαιρα τα προβλήματα ρευστότητας και η χώρα δεν θα εμφανιζόταν αφερέγγυα. Ταυτόχρονα το δημοψήφισμα θα διεξαγόταν κάτω από ομαλότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται σήμερα προοιωνίζεται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις αμέσως μετά το δημοψήφισμα όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Γι αυτό η απάντηση ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ερώτημα του Ψηφοδελτίου θα δώσει ταυτόχρονα απαντήσεις σε πολλά άλλα κρίσιμα ερωτήματα που θα καθορίσουν την πολιτική και οικονομική πορεία της χώρας για τα επόμενα χρόνια.
Καταρχάς είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση επικράτησης του ΝΑΙ η κυβέρνηση οδηγείται σε παραίτηση και ο τόπος σε εθνικές εκλογές. Το είπε άλλωστε ξεκάθαρα ο πρωθυπουργός λέγοντας ότι δεν είναι ‘’παντός καιρού’’, εννοώντας προφανώς ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει μια πολιτική με την οποία είναι αντίθετος. Εξάλλου όταν ζητά από τον λαό να ψηφίσει ΟΧΙ κι αυτός επιλέγει το ΝΑΙ, του δείχνει τον δρόμο της εξόδου από την εξουσία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο πρωθυπουργός και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγουν να κατηγορηθούν ότι συμφώνησαν ένα νέο Μνημόνιο, που τόσο πολέμησαν, διασώζοντας την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή την αξιοπιστία τους και την τιμή της Αριστεράς. Μπορούν όπως και άλλοι ν’ αναμένουν ευνοϊκότερες συνθήκες για ν΄ ασκήσουν την εξουσία. Στην περίπτωση αυτή επαληθεύονται όσοι πρόβλεψαν το σενάριο της αριστερής παρένθεσης.
Στην περίπτωση που ο λαός επιλέξει το ΟΧΙ ισχυροποιεί μεν την διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης, δεν διασφαλίζεται όμως ότι θα πετύχει μια φιλολαϊκότερη συμφωνία, γιατί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν δεσμεύει την Τρόικα και πολύ περισσότερο τον Σόϊμπλε. Παρέχει όμως στην κυβέρνηση την δημοκρατική νομιμοποίηση να προχωρήσει σε ρήξη. Τι θα επισυμβεί μετά, δεν είναι ξεκάθαρο, γιατί κάτι τέτοιο λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά παγκόσμια σε χώρα μέλος νομισματικής ένωσης και μάλιστα με τους 18 πρώην εταίρους εναντίον της. Ακόμη και θερμοί υποστηρικτές της ρήξης αδυνατούν ν΄ απαντήσουν με αρχή, μέση και τέλος ποια πορεία θ΄ ακολουθήσουν η χώρα και η οικονομία της. Αυτό είναι ίσως και το σοβαρότερο μειονέκτημα της επιλογής του ΟΧΙ. Η αβεβαιότητα και το άγνωστο. Αντίθετα στα υπέρ του ΟΧΙ είναι το αίσθημα εθνικής ανάτασης που μπορεί κάποιοι συμπατριώτες να αισθανθούν αρνούμενοι την άνευ όρων υποταγή στις ιταμές αξιώσεις των γερμανών και των ακολούθων τους.
Η κοινή παράμετρος είτε επικρατήσει το ΝΑΙ είτε το ΟΧΙ είναι ότι ως χώρα και ως κοινωνία τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να διαχειριστούμε τη φτώχεια μας.
Για να μπορέσουμε όμως να βγούμε από το μακρύ και σκοτεινό τούνελ που βρισκόμαστε σήμερα και να δούμε φως πρέπει να είμαστε ενωμένοι, Έτσι ό, τι κι αν συμβεί οφείλουμε να διδαχτούμε από την ιστορία μας και ν΄ αποφύγουμε ένα νέο εθνικό διχασμό.
Τελευταία σχόλια