Στη δική μου ανάγνωση το αποτέλεσμα των εκλογών στις 20 Σεπτέμβρη υπήρξε το πλέον δυσερμήνευτο της μεταπολίτευσης. Η κατανόησή του απαιτεί κυρίως γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας και λιγότερο κοινωνιολογίας και πολιτικής ανάλυσης.
Έτσι ιδεολογία και αρχές έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις εσωτερικές ατομικές διεργασίες για τον σχηματισμό αντιλήψεων αναφορικά με πρόσωπα και συμπεριφορές. Η εκλογική αντίδραση των ψηφοφόρων επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από συναισθηματικούς παράγοντες και λιγότερο από καθαρά πολιτικούς, όπως εσφαλμένα κάποιοι περιμέναμε.
Η αντίθεση Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο που διαρρύθμισε το νέο πολιτικό σκηνικό και καθόρισε καίρια τα εκλογικά αποτελέσματα σ’ όλες τις αναμετρήσεις από το 2012 μέχρι και το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, φαίνεται πως τώρα παραμερίστηκε. Αντικαταστάθηκε από την ψυχολογικής υφής αντίθεση Παλιό- Νέο μέσα στην οποία ο καθένας μπορεί να περιλάβει ό, τι αντιπαθεί ή συμπαθεί αντίστοιχα.
Η ψυχολογική φόρτιση μεγάλης μερίδας των ψηφοφόρων μετακινήθηκε από το πεδίο της οργής και της αγανάκτησης στη σφαίρα της κόπωσης, της παραίτησης και της συνθηκολόγησης.
Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι στην οξύτερη φάση της κρίσης, συνεπείς αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις έμειναν εκτός Κοινοβουλίου, ενώ μέχρι τώρα η επιλογή του εκλογικού σώματος ήταν να συρρικνώνει ή να αφήνει εκτός Βουλής κομματικούς σχηματισμούς που συμμετείχαν σε μνημονιακές κυβερνήσεις;
Πως πειστικά δικαιολογείται η μεταστροφή από το συντριπτικό 62% στο ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος, πριν μόλις δυόμισι μήνες, στην πανηγυρική επικρότηση του ΝΑΙ στο 3ο Μνημόνιο στις 20 Σεπτέμβρη;
Πως διαφορετικά μπορεί να ερμηνευτεί ότι το συνολικό ποσοστό όσων κομμάτων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στηρίζουν το 3ο Μνημόνιο φθάνει στη νέα Βουλή το 83%, μετά από πέντε χρόνια ύφεσης, ανεργίας, φτώχειας και μνημονιακής αποδοκιμασίας;
Το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν πίστεψε ότι υπάρχει άλλος δρόμος και υπέγραψε την ‘’κατάθεση των όπλων’’. Τηρουμένων των αναλογιών και παλαιότερα συνέβη κάτι αντίστοιχο (Βάρκιζα 1945) που εκ των υστέρων καταγράφηκε ως μέγα ιστορικό λάθος.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί τόσο το μεγάλο ποσοστό της αποχής όσο και το τελικό αποτέλεσμα. Δεδομένου δε ότι η αστάθεια και οι διακυμάνσεις στην τελική επιλογή της ψήφου παύουν μόνο μετά την απομάκρυνση από την κάλπη, οι δημοσκοπήσεις που έλαβαν χώρα σε προγενέστερο χρόνο απέτυχαν παταγωδώς στην πρόβλεψη του τελικού αποτελέσματος.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η έκφραση της λαϊκής βούλησης, έτσι όπως αποτυπώθηκε στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση ενέχει μια κορυφαία αντίφαση. Επικυρώνει το τέλος της κάλπικης ελπίδας και ταυτόχρονα συντηρεί την ηθελημένη ψευδαίσθηση.
Η κατάσταση αυτή μοιάζει όμως να είναι εύθραυστη. Η διάρκειά της δεν είναι δυνατό να προβλεφτεί με σιγουριά. Θα εξαρτηθεί από τη βαρύτητα της ανημπόριας των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων.
Τελευταία σχόλια