Πάνε πολλά χρόνια από τότε που διάβασα τελευταία φορά τον “Ύμνο εις την ελευθερίαν” ολόκληρο. Την περασμένη Τετάρτη στο Μουσείο Σολωμού, στην εκδήλωση της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα σε απαγγελία. Είχα επίσης σχεδόν ξεχάσει πόσα πολλά μπορεί να περνάνε από το μυαλό σου στη διάρκεια μιας τέτοιας εκδήλωσης, την ώρα που αφήνεσαι να σε ταξιδέψει η φωνή της ηθοποιού ( η Ναταλία Καποδίστρια ήταν η ηθοποιός που απήγγειλε) και ξεδιπλώνονται στα αυτιά σου μια μια οι 158 στροφές του ύμνου. Στιγμές από την ελληνική επανάσταση, πίνακες του Ντελακρουά, ο λόρδος Βύρων, η ζωή του Σολωμού, οι μουσικές ποικιλίες του Μάντζαρου, στιγμές από την σχολική ζωή, το τωρινό πολιτιστικό μας γίγνεσθαι, τα λόγια αυτά στο στόμα των χρυσαυγιτών, αλλά και των φορέων της εξουσίας διαχρονικά. Τι μπορεί να ένιωσε, για παράδειγμα ο Γεώργιος ο Α’ όταν ακούγοντας την μελοποίηση του Μάντζαρου το 1865 αποφάσισε να τον ορίσει ως “επίσημον εθνικόν άσμα ” και τι σχέση είχαν τα δικά του συναισθήματα με αυτά που ένιωθε ο Σολωμός ή ο Μάντζαρος. Από τότε το τραγούδησαν ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος, ο Πάγκαλος (και οι δύο), ο Κονδύλης, ο Μεταξάς, ο Παπάγος, ο Καραμανλής (και οι δύο), ο Παπανδρέου (και οι τρεις), ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και πολλοί άλλοι, αλλά και οι μελλοθάνατοι του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους, οι διαδηλωτές των Ιουλιανών, οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου. Πόσες διαφορετικές νοηματοδοτήσεις, πόσο διαφορετικά συναισθήματα κάτω από τις ίδιες νότες και τους ίδιους στίχους. Πόσο επίπλαστη και εύθραυστη η εθνική ενότητα την οποία υποτίθεται ότι συμβολίζει, ακόμα και σε στιγμές που ο εθνικός σχηματισμός πολεμά εναντίον ενός άλλου έθνους.
Ξανά και ξανά μπροστά μας η εθνική ενότητα. Μια αυταπάτη που διαρκεί όσο και τα λίγα δευτερόλεπτα της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Ένας μύθος που συσκοτίζει μια πραγματικότητα, αυτήν της ενότητας μόνο κάτω από την σκέπη μιας κυρίαρχης ιδεολογίας, που χαρακτηριστικά της είχε κατά καιρούς την υποταγή στις ξένες δυνάμεις, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας αστικής τάξης χωρίς εθνική συνείδηση, την Μεγάλη Ιδέα που οδήγησε στην μικρασιατική καταστροφή, την εθνικοφροσύνη με αποκλεισμό όλων των ηττημένων του εμφυλίου και των συνοδοιπόρων, τον φασισμό ή, μετά την μεταπολίτευση, το καταναλωτικό όνειρο, και την νέα Μεγάλη Ιδέα της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης σε αποχρώσεις του γαλάζιου, του πράσινου ή του γαλαζοπράσινου, την συμπόρευση με τις ανεπτυγμένες χώρες, έστω και με την κοινωνία γκρεμισμένη στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της. Αυτό δεν είναι η εθνική ενότητα; Η αποδοχή μιας εθνικής αφήγησης που επιλέγει, διαγράφει και έτσι απαθανατίζει μόνο ό τι είναι χρήσιμο για τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της. Δεν περιλαμβάνει τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και τους αγώνες του εργατικού κινήματος, το τραγούδι του νεκρού αδελφού, ούτε όμως τον βωμολόχο Αριστοφάνη, τις βαρβαρότητες του Μεγαλέξανδρου, τις προδοσίες του Αλκιβιάδη, τις ολοκληρωτικές απόψεις του Πλάτωνα, τις συνωμοσίες και τις ραδιουργίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων και την θεοκρατική οργάνωση της πολιτείας τους, κι ένα σωρό άλλα που θολώνουν την λάμψη των αρχαίων μαρμάρων και των θρησκευτικών λαβάρων.
Τι πάει να κάνει η αριστερά μέσα σε μια τέτοια ιδεολογική κυριαρχία της δεξιάς που έχει εμπεδωθεί από τον Παπαρηγόπουλο και μετά; Με πολλούς αγώνες της προοδευτικής και της αριστερής διανόησης μπορέσαμε κάποια στιγμή να δούμε Αναγνωστάκη, Ρίτσο, Βάρναλη, Πατρίκιο, Αλεξάνδρου, Λειβαδίτη, Τσαρούχη και άλλους να συμπεριλαμβάνονται χλιαρά στο corpus των εθνικά αποδεκτών δημιουργών μόνο όμως στο βαθμό που δεν γίνονταν σύμβολα και σημαίες αγώνα. Ακόμα και την δεκαετία του ’80 πιο πολύ χρησιμοποιήθηκαν ως σφραγίδα και σύμβολα μιας εξουσίας που τους χρησιμοποιούσε για να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων, αλλά κατά βάθος δεν τους θεωρούσε δικούς της. Μας τους παραχώρησαν μόνο με αντάλλαγμα την αφυδάτωσή τους και την αποδοχή από μέρους μας της δικής τους ερμηνείας για την ιστορία. Εθνική συμφιλίωση αλλά με προϋπόθεση την συμμόρφωση στο δικό τους εθνικό όραμα. Τα μάρμαρα του Παρθενώνα, οι τραγικοί, ο άλλος Σολωμός, ο εκτός του Ύμνου, ο Κάλβος, το δημοτικό τραγούδι, ο Θεοδωράκης, όλα αποδεκτά σε μια νέα εθνική αφήγηση που θα συμπεριλαμβάνει περισσότερους Έλληνες, νέα τζάκια, ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα, αρκεί να μην αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία και η ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής ομάδας.
Μεγάλο κομμάτι της αριστεράς έπεσε στην παγίδα να πιστεύει ότι αυτή είναι η μόνη λύση, ότι η βελτίωση της ζωής των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων περνάει μέσα από την εξυπηρέτηση του αστικού στόχου, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δίνει ευκαιρίες σε όλους και ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μέχρι που μας προέκυψε το νέο δόγμα, του σοκ. Και έσπασαν οι συμμαχίες ακόμα και με τα μεσαία στρώματα.
Και τώρα; Τον εθνικό ύμνο θα τον ψάλλει ο Τσίπρας, ο Γαλιατσάτος, ο Νικολούζος, και πολλοί από μας. Ναι θα τον ψάλλουμε. Όλοι όμως θα ξέρουν ότι την ώρα που θα λέμε «…του σπαθιού την τρομερή» θα τραγουδάνε μαζί μας εκατομμύρια άλλοι που θα νιώθουν ότι τώρα μπορούν να εκπροσωπούνται στον εθνικό κορμό με αυθεντικό τρόπο, κουβαλώντας τις αξίες της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, της δημοκρατίας, της ισότητας, τους αγώνες του ΕΑΜ, τις εξορίες , τις διώξεις, την «ανάγκη για ουρανό»,που χρόνια ζέσταιναν στον κόρφο τους χωρίς πια να νιώθουν γραφικές μειοψηφίες. Και χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούν για τίποτα από αυτά ή να δηλώνουν μετάνοια και συμμόρφωση. Και αυτό θα συνοδεύεται από αντίστοιχα μέτρα πολιτικής και οικονομικής ανατροπής, που θα δείχνουν ότι η αριστερά δεν είναι μόνο ιδεολογία ή ουτοπία, αλλά συγκεκριμένη πολιτική εφαρμογή, ωφέλιμη για τους πολλούς.
Ναι είναι η ώρα η αριστερά να ψάλλει τον εθνικό ύμνο όχι ως εκφραστής μιας ανύπαρκτης εθνικής ενότητας, αλλά μιας κοινωνικής δικαιοσύνης που αγκαλιάζει όλους όσοι την έχουν ανάγκη και μπορούν να την υπηρετήσουν. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για όλους. Και είναι η στιγμή που, αν έχουμε την ωριμότητα, θα μπορέσουν οι λαϊκές δυνάμεις να βγουν σιγά σιγά ξανά στο προσκήνιο. Δύσκολο, αλλά αυτό είναι το νέο ιστορικό ραντεβού.
Τελευταία σχόλια