Παλιά καθόμουνα στο χαλί, πάντα χειμώνα φαίνεται κάτι έψαχνα, άνοιγα τα κουτιά κι άρχιζα την ανασκαφή. Στο γραφείο πάντα, δίπλα στα βιβλία οι φωτογραφίες, αυτά που έζησα κι αυτά που άλλοι μου έμαθαν, δίπλα-δίπλα τα δυο κομμάτια της ζωής μου. Το τρίτο, οι δίσκοι, αναγκαστικά αλλού, κοντά στο πικ απ. Τώρα και τα τρία στο ίδιο δωμάτιο, η τεχνολογία αποκατέστησε τη δικαιοσύνη, οι φάκελοι είναι ηλεκτρονικοί, ένα δύο τρία κλικ και το σκάψιμο αρχίζει ή για την ακρίβεια η παρέλαση.
Πότε σκάει μύτη αλήθεια η ανάγκη να ανέβεις στην εξέδρα των επισήμων και να δεις να περνάει από μπροστά σου παρέλαση η ζωή σου; Πριν το τέλος; Στη μέση της πορείας; Πριν τη στροφή, που λέει ο Ιωάννου; Μετά την απώλεια, που λέει η Δημουλά; Μετά την απόρριψη, που λέει η Χαρούλα;
Κάποτε είχα μαλλιά. Αφάνα σχεδόν, για τέτοια μαλλιά μιλάω. Φοιτητικές πόζες πάντα πολυπρόσωπες. Εποχή του όλοι μαζί. Έκανα μήνες να τα χτενίσω. Τι ανάγκη έχει η νιότη από χτένια και καθρέφτες. Ε, να μια κλεφτή ματιά κι ένα πέρασμα με τα δάχτυλα να πετύχουμε εκείνο το επιμελώς ατημέλητο, αλλά κι αυτό δίχως πολλή όρεξη. Εμείς τον κόσμο θέλαμε να αλλάξουμε όχι τα μαλλιά μας. Εκτός κι αν ήταν να αλλάξουμε παρτενέρ. Πάντα τότε αλλάζουν όλα.
Ακόμα και στην ορκωμοσία για το πτυχίο το ίδιο επιμελώς ατημέλητος. Με το καλό το πουλόβερ, όμως. Μόνος όπως όλοι. Ποιοι γονείς έτρεχαν τότε να καμαρώσουν τα παιδιά τους. Μεταξύ μας υπόθεση, χωρίς συγχαρητήρια, λουλουδικά και κλάματα. Ξέραμε καλά τι μας περίμενε και τι αφήναμε πίσω μας, πού χώρος για ενθουσιασμούς, τα καλά είχαν τελειώσει και μάλιστα πολύ γρήγορα.
Έτσι κάποια στιγμή κάνει τη εμφάνισή της και μια γραβάτα στο λαιμό μου. Είπαμε τα καλά τέλος. Ως πότε θα διαφέρω; Αφού το λούκι δεν το γλύτωσα, γιατί να μη νιώσω και λίγο το κυριλέ που προσθέτει αυτή η θηλιά στο λαιμό, μια αίσθηση δύναμης ρε παιδί μου, κάτι σε αρχοντιλίκι. Μία είχα και την έβαζα κάθε πρωτοχρονιά, σιγά σιγά απόχτησα και δυο τρεις ακόμα. Μόνο την πρώτη όμως βλέπω στα στιγμιότυπα που κόβουμε την πίτα. Τη φορούσα και θυμόμουνα τον πάππου στο χωριό που στο πανηγύρι φορούσε το καθαρό πουκάμισο και κούμπωνε και το γιακά. Εντάξει, εγώ έβαζα και τη θηλιά, μια θηλιά πάντα οι επισημότητες.
Γι’ αυτό φαίνεται ότι κάποια στιγμή την κατάργησα. Εξαφανίζεται από το κάδρο. Εφηβικό ξέσπασμα, συνείδηση ματαιότητας, διαζύγιο με τα καθωσπρέπει ή κάτι άλλο ψυχοψαγμένο; Μάλλον γιατί ήταν η μόνη θηλιά που μπορούσα να νικήσω από όσες με έπνιγαν κι έτσι πήρα μια εύκολη νίκη, σα να κλέβεις εκκλησία. Πουκάμισο αδειανό.
Οι θηλιές ήταν που μου κόλλησαν στο στόμα αυτό το μισό πικρό χαμόγελο; Ούτε που ξέρω πότε πρωτοεμφανίστηκε. Απλά υπάρχει, εικόνα που απλώνει θλίψη, πότε πιο φαρδύ πότε πιο στενό, πάντως εκεί σταθερό κι επίμονο. Αδύνατο να γίνει γέλιο τρανταχτό, ξεκαρδιστικό, να βγει δυνατό στο φως του ήλιου, να γεμίσει τον αέρα με αλαλαγμούς, να σκορπίσει την καταχνιά, να κάνει όλο τον κόσμο να κοιτάζει χαμογελώντας αμήχανα, αλλά και έτοιμος να το ακολουθήσει.
Ήθελα να με ακολουθούν; Μα εδώ ποζάρω και οπισθοχωρώ, ανοίγω χώρο στον άλλον, να δεσπόσει, να κυριαρχήσει στο πλάνο με τη σιγουριά στα μάτια του, αυτήν που παραλίγο να μου κοστίσει ακριβά. Για πολλά χρόνια στη δεύτερη γραμμή. Η πρώτη θέλει κόντρες, στομάχι, τόλμη, λάθη, αλαζονεία, γανωμένα χέρια να πιάνουν τα κάρβουνα. Η δεύτερη θέλει ανάλυση, διορατικότητα, πρόβλεψη, σχεδιασμό, γυαλί και ύφος διανοούμενου και χαλινάρια σ’ αυτόν που είναι μπροστά να μην τα κάνει γυαλιά καρφιά. Και να του κάνεις χώρο σα δεύτερη φωνή. Μέχρι τη στιγμή που κι αυτή εγείρει τις αξιώσεις της, γιατί είναι λίγο βαρετά εκεί πίσω. Και δεν έχει και πολλή αναγνώριση.
Αυτό ήταν που με έκανε να στέκομαι δίπλα στον άλλο σα λακές; Να κολλήσω λίγο από τη δική του αναγνώριση; Κολλητιλίκι ψεύτικο, παρά φύση κατάσταση. Ποια κλονισμένη ισορροπία έστησε αυτήν την πόζα; Τι είχα χάσει; Πώς δεν το πήρα χαμπάρι; Ποιο άπληστο τέρας εξουσιάζει την ανάγκη για αναγνώριση και αποδοχή;
Όμως εδώ, σ’ αυτή την φωτογραφία, είμαι στα πάνω μου. Πώς μου προέκυψε ξαφνικά αυτή η έκρηξη κεφιού; Ποια μουσική με ξεσήκωσε, ποιο μεράκι άναψε; Από πότε έχω να χορέψω; Πάντα οι μουσικές συνοδεία της ζωής μου, μουσικό χαλί, κάποτε και μαγικό, με απογείωναν. Από τα πρώτα βινύλια, πληρωμένα από το φοιτητικό υστέρημα, μέχρι τα απλήρωτα κατεβασμένα mp3. Να βγάλω τα βινύλια από τα κιβώτια και να κολλήσω πάνω στο καθένα τη φωτογραφία που του ταιριάζει. Ηράκλειος άθλος. Τι θα κολλήσω στο Μεγάλο Ερωτικό; Στο Περιβόλι του τρελού; Στο Slowhand με το wonderful tonight; Μόνο στον Καζαντζίδη ξέρω και σε αυτό το άτιμο το θ’ ανάβω με τσιγάρα, θα σβήνω με ποτά.
Α, και των παιδιών. Εκεί το μουσικό μέρος είναι ξεκάθαρο. Ξέρω τι θα βάλω και στους Backstreet boys και στους FFC, στη Britney Spears και στο Θανάση. Στο Τζιβαέρι τι να βάλω; Δεν είναι δικό τους. Έτσι κι αλλιώς η μοίρα μας είναι να φεύγουν, ευτυχώς.
Ωραία παρέλαση. Με τη μουσική της και με τα όλα της. Γιατί την έστησα; Η γιορτή ποια ήταν; Οι φωτογραφίες έχουν τις δικές τους απαντήσεις. Το ερώτημα ποιο ήταν; Ποιος ήμουν και ποιος έγινα; Τι είχα, τι έχασα, τι κέρδισα; Ποια η αλήθεια και το ψέμα; Υπάρχει ψέμα σε ό,τι έγινε στ’ αλήθεια; Όλα αληθινά. Όλα κομμάτια του δρόμου, του μύθου που ζούμε με δράκους ή χωρίς. Εξάλλου «δίχως αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια». Ώπα; Και σ’ αυτό ποια φωτογραφία θα κολλήσω;
Τελευταία σχόλια