Άλλοι ψάχνουν για λύσεις και άλλοι για δικαιολογίες. Κι άλλοι απλά λουφάζουν και παρακολουθούν. Κι άλλοι δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε καν τι γίνεται.
Εγώ θυμώνω με όλους και όλα, λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το θυμό μου. Ούτε ο εαυτός μου δεν καταφέρνει να ξεφύγει.
Θυμώνω με αυτούς που επιμένουν ακόμα να ζουν κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους ομφαλοσκοπώντας απορροφημένοι απόλυτα από τα προβλήματα της ψυχής τους. Καράβια χάνονται γύρω τους κι αυτοί βαρκούλες που θέλουν να αρμενίζουν αμέριμνες.
Με τους μεταμοντέρνους που αποφάσισαν ότι η Ιστορία είναι για τους γραφικούς, που αναγορεύουν το απολίτικο σε πανάκεια, καταγγέλλουν συλλήβδην τους πάντες, απαρνούνται αγώνες και θυσίες, γίνονται «πρώην», που έγραψε κι ο Παπαγιώργης, ξεπλένουν τα χέρια τους, καμαρώνουν με το μεγαλείο της ενορατικής σκέψης τους και χαμογελάνε ναρκισσιστικά.
Με όσους μασκαρεύουν το φόβο και την ανασφάλεια σε τσαμπουκά του σαλονιού και του καφενείου. Απειλούν θεούς και δαίμονες, ονειρεύονται δήθεν καλάσνικοφ στους δρόμους, επιχαίρουν με γιαουρτώματα και προπηλακισμούς και καταλήγουν με ένα «δε θα έρθουν οι εκλογές; Θα τους δείξει ο λαός». Και την άλλη μέρα στη δουλειά με το κεφάλι σκυμμένο, αναλογίζονται τις καλές μέρες, τον καιρό του χρηματιστηρίου, που ξυπνούσαν νομίζοντας πως είναι κατά μερικά εκατομμύρια πλουσιότεροι.
Με εκείνους που παρουσιάζουν τον κομφορμισμό, το βόλεμα, την ευκολία ως τη μόνη έξυπνη λύση αναγορεύοντας την ιδιοτέλεια σε ρεαλισμό.
Με αυτούς που βλέπουν τις βόμβες να σκάνε πια στην αυλή τους κι αυτοί, φτωχοί πια αλλά όχι άνεργοι, παραμυθιάζονται ότι τελικά θα τη γλυτώσουν.
Με αυτούς που παραμένουν σνομπ απέναντι στον άνεργο, τον άστεγο και τον ενοχοποιούν για την κατάστασή του.
Με τους ιδεολογικά αγκυλωμένους που νιώθουν φορείς της μοναδικής ορθής λύσης, της μόνης πολιτικά αποτελεσματικής, κάτοχοι και ιδιοκτήτες του αριστερόμετρου, που ζυγίζουν όλους στο καντάρι της επαναστατικότητας και τους βγάζουν όλους λειψούς, για να μείνουν στο τέλος μόνοι τους να αυτοθαυμάζονται για το πρωτοποριακό των ιδεών τους.
Και μετά θυμώνω με τον εαυτό μου. Πολύ μάλιστα.
Άφησα – κι ας μην ξέρω ακόμα τι θα μπορούσα να έχω κάνει – όλους αυτούς να κάνουν κουμάντο, να επιβάλουν απόψεις και ιδέες, να διαμορφώνουν συνειδήσεις, να χαράζουν δρόμους για όλη την κοινωνία.
Επέτρεψα, στο μέτρο της ευθύνης που μου αναλογούσε, να μετατρέπουν την Ελλάδα σε χώρα της γκλαμουριάς, του δήθεν, του τίποτα, του ελαφρού, του χαζοχαρούμενου, του «ας διασκεδάσουμε, δεν τρέχει τίποτα», του «τόσα τρώνε όλοι οι άλλοι, ας φάμε κι εμείς κάτι».
Θυμώνω που τους άφησα να με κάνουν να νιώθω περιθώριο, ξεπερασμένος, απροσάρμοστος, όταν μιλούσαν για μπίζνες και πενταψήφια νούμερα, ενώ εγώ και κάμποσοι άλλοι παλεύαμε για τα απολύτως απαραίτητα.
Όχι, δεν έχω τις ίδιες ευθύνες με αυτούς. Δεν παίξαμε στο ίδιο γήπεδο. Η δική μου ευθύνη είναι ότι τους άφησα να με κλονίσουν, να χάσω την αισιοδοξία και την πίστη στις δημιουργικές και υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου. Και στις δικές μου. Αφέθηκα να γίνω κι εγώ ένας απογοητευμένος της παλιάς εποχής, κι ας μη με είχαν πάρει τα χρόνια. Ναι, θυμώνω που τους άφησα να με γεράσουν.
Και τώρα ακόμη θυμώνω, γιατί πρέπει να έχω δίπλα μου πολλούς από αυτούς, μετανοούσες Μαγδαληνές, να συνωστίζονται, για να αποδείξουν ότι δεν τα πίστευαν πραγματικά αυτά που έκαναν, ότι η ανάγκη και το κλίμα της εποχής ήταν που έφταιγε. Και μόλις ξεθαρρέψουν λίγο, τους ακούς: «Κι εσύ, ρε παιδάκι μου, άστα τα πολύ αριστερά λίγο στην άκρη, τώρα το θέμα είναι να σώσουμε την κατάσταση, μετά βλέπουμε, μην τρομάξουμε τον κόσμο, δεν τα πιστεύει αυτά».
Ευτυχώς ο κόσμος δεν πιστεύει αυτούς προπαντός. Όσο για μένα έχω πάψει πια ακόμα και να τους ακούω. Εξάλλου έτσι ίσως πάψω και να θυμώνω. Δεν ήταν ποτέ καλός σύμβουλος ο θυμός.
Τελευταία σχόλια